Μέρος του κενού γνώσης που υπάρχει για πολύτιμα, απειλούμενα είδη της ελληνικής βιοποικιλότητας θα επιχειρήσει να καλύψει ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ). Ο οργανισμός πρόκειται να αναθεωρήσει το «Κόκκινο βιβλίο» των απειλούμενων ειδών στην Ελλάδα, εξετάζοντας 17.000 είδη έναντι 1.300 στην προηγούμενη αναθεώρησή του. Επίσης αναθέτει σε επιστήμονες και πανεπιστήμια 32 μελέτες για ενδημικά και απειλούμενα είδη φυτών, ενώ εντός των προσεχών ημερών θα ξεκινήσει καταγραφή της βιοποικιλότητας σε αρχαιολογικούς χώρους. Με την επιστημονική γνώση που θα αποκτηθεί, το υπουργείο Περιβάλλοντος θα μπορεί (εφόσον το επιθυμεί) να θεσπίσει αποτελεσματικότερα μέτρα προστασίας και διαχείρισης πολύτιμων ειδών και οικοτόπων.
Η πρώτη δράση που ανακοινώθηκε είναι η αναθεώρηση του «Κόκκινου βιβλίου των απειλούμενων ειδών της Ελλάδας». Ο κατάλογος καταρτίστηκε τελευταία φορά το 2009, αφού εξετάστηκαν 1.013 είδη ζώων και 300 είδη φυτών. Σήμερα το έργο αυτό θα πολλαπλασιαστεί με τη βοήθεια 50 ειδικών –ζωολόγων και βοτανικών επιστημόνων–, καθώς θα αξιολογηθεί η κατάσταση περισσότερων από 10.000 ζώων και 7.000 φυτών σε όλη τη χώρα. Η αξιολόγηση θα γίνει με βάση τα πρότυπα της Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), η οποία καταρτίζει τον παγκόσμιο κατάλογο (που περιλαμβάνει περισσότερα από 130.000 είδη). Με τον τρόπο αυτό θα γίνει η πληρέστερη και εκτενέστερη αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η πλειονότητα των ειδών της χώρας.
Θα ακολουθήσει η ανάθεση 32 ειδικών μελετών για ενδημικά και απειλούμενα είδη φυτών και ζώων. Οι μελέτες χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) στο πλαίσιο προγραμματικής σύμβασης με τον ΟΦΥΠΕΚΑ. Κάθε μελέτη θα έχει διάρκεια ενός έτους και θα βασίζεται σε έρευνα πεδίου, κάτι πολύ σημαντικό, καθώς οι χρηματοδοτήσεις του Δημοσίου για επιτόπια έρευνα ήταν τα τελευταία χρόνια μηδαμινές. Ανάμεσα στα είδη που θα εξεταστούν είναι η σαύρα της Μήλου, ο ασπροπάρης, οι θαλάσσιες ανεμώνες της Λίμνης Βουλιαγμένης, το ενδημικό μυρμήγκι-λεγεωνάριος, τρία κινδυνεύοντα είδη ορθόπτερων (ακρίδες), το σκαπτοπόντικο, η παιώνια του Παρνασσού και άλλα. Οι ανάδοχοι των μελετών είναι ειδικοί επιστήμονες από τα πανεπιστήμια Αθηνών, Πατρών, Ιωαννίνων, Κρήτης κ.ά. και επιστημονικοί φορείς όπως το ΕΛΓΟ-Δήμητρα και το ΕΛΚΕΘΕ.
Τέλος, μέσα στις επόμενες ημέρες ξεκινάει πρόγραμμα καταγραφής της βιοποικιλότητας σε 20 από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους (Ακρόπολη – Αρχαία Αγορά – Λόφοι, Επίδαυρος, Ολυμπία, Φίλιπποι, Μεσσήνη, Απτερα Χανίων, Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, Δωδώνη, Νικόπολη, Μετέωρα, Αγιος Αχίλλειος Πρεσπών, Παλαιά Πόλη Ιωαννίνων και νησί της λίμνης, Ακροκόρινθος, Γραμβούσα – Μπάλος, Μυστράς, Δήλος, Σούνιο, Βραυρώνα, Δελφοί και Φαιστός). Στο πρόγραμμα συμμετέχουν 48 επιστήμονες από πέντε πανεπιστήμια, οι οποίοι σε ενάμισι έτος θα καταθέσουν το αποτέλεσμα της επιτόπιας μελέτης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το στενοενδημικό φυτό μικρομέρια της Ακρόπολης (Micromeria acropolitana) απαντά αποκλειστικά στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, ενώ σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους, όπως στους Δελφούς ή στην Επίδαυρο, διαβιούν σπάνια είδη πουλιών και ερπετών.
«Τα προγράμματα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά γιατί θα περιορίσουν το κενό γνώσης για τη βιοποικιλότητα της χώρας, ειδικά για τα ενδημικά και απειλούμενα είδη», εξηγεί ο Κώστας Τριάντης, διευθύνων σύμβουλος του ΟΦΥΠΕΚΑ. «Περαιτέρω, θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των χιλιάδων γνωμοδοτήσεων που εκδίδει ο ΟΦΥΠΕΚΑ κάθε χρόνο, ενώ θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό πιο αποτελεσματικών μέτρων για την προστασία ειδών και οικοτόπων».
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr