Η σκληρή μάχη των Ελλήνων και των Πολωνών πυροσβεστών στο πύρινο μέτωπο των Βιλίων και οι μαρτυρίες των κατοίκων και η “Φωτια σβήνεται από κάτω” (πίνακας)
Εξω από τα Μέγαρα οριοθετήθηκε και μετά πέντε ημέρες τέθηκε υπό έλεγχο η φωτιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του όρους Πατέρας και τμήμα του Κιθαιρώνα, καίγοντας έναν από τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής. Το τελευταίο κεφάλαιο της φωτιάς σφράγισε με την παρουσία της η πολωνική αποστολή των πυροσβεστών που από θέση προσκυνήματος (γονατιστοί) «μαστίγωναν» τις φλόγες μέσα στο δάσος. Η διαχείριση του δάσους, ο εξοπλισμός και ο ρόλος των πεζοπόρων τμημάτων της Πυροσβεστικής αναδείχθηκαν ως κύρια προβλήματα από αυτή την πυρκαγιά στα Βίλια που έκαψε περίπου 90.000 στρέμματα και κατέστρεψε δεκάδες οικίες και αποθήκες.
Είναι Τρίτη μεσημέρι στον δρόμο που περνάει μέσα από τα Βίλια και δίνει πλήρη εικόνα της πλαγιάς του Κιθαιρώνα απέναντι. Ο Ηρακλής Γκιόκας, γέννημα – θρέμμα του χωριού, μας εξηγεί πώς η φωτιά, που κατευθύνεται νότια – νοτιοδυτικά, μπορεί να «γυρίσει» βόρεια – βορειοανατολικά. «Ξέρεις, η φωτιά πάει και με την όπισθεν και καμιά φορά πολύ γρηγορότερα. Τώρα μάλιστα πάει και μπρος και πίσω, διότι το δάσος έχει πολύ πούσι κάτω. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς παλιότερα με μερικά τρακτέρ και κουβάδες τη σβήναμε και σήμερα με τόσα μέσα μετά δύο μέρες (σ.σ. η Τρίτη ήταν η δεύτερη μέρα της φωτιάς στο όρος Πατέρας και στον Κιθαιρώνα) δεν μπορούμε να τη σβήσουμε». Τα αεροπλάνα περνάνε πάνω από το κεφάλι μας, πάνε στον Κορινθιακό, εφοδιάζονται με νερό και κάνουν ρίψεις. Οταν η φωτιά «μικραίνει» και ο καπνός γίνεται λευκός χωρίς φλόγα ελάχιστοι επιχειρούν στο έδαφος. Στις άκρες του δάσους υπάρχουν πυροσβεστικά, αλλά «η εντολή που έχουμε είναι να φυλάξουμε τις ιδιοκτησίες», μου λέει ένας πυροσβέστης που έχει έρθει από νομό της Βόρειας Ελλάδας.
«Η φωτιά σβήνει από κάτω», λέει στην «Καθημερινή» πυροσβέστης που στέκεται σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο στα Παλαιοκούνδουρα και τη βλέπει από μακριά να έρχεται μία μέρα αργότερα στην κατεύθυνση που είχε προβλέψει ο κ. Γκιόκας. Εκείνη την ώρα η συνοικία Προφήτης Ηλίας στα Βίλια καίγεται και η «εγκατάσταση» της Πυροσβεστικής «έχει πιαστεί στον ύπνο», με τη φωτιά να έχει περάσει προς στιγμήν πίσω της (σ.σ. όταν οι πυροσβέστες κάνουν «εγκατάσταση», δηλαδή αποφασίζουν να σβήσουν από το έδαφος με μάνικες κ.λπ., πρέπει η φωτιά να είναι στο μέτωπό τους).
Οι λεπτομέρειες
«Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες», μου λέει ο πυροσβέστης που δεν θέλει να δώσει το όνομά του, «οι οποίες έχουν σχέση με τον συντονισμό και πολύ ψηλά και χαμηλότερα. Οι Πολωνοί (σ.σ. που ενεργούν πλάι στους δικούς «μας») έχουν πτυσσόμενες δεξαμενές που συνοδεύουν τα αυτοκίνητά τους, εμείς παίρνουμε από τις υδροφόρες. Καμιά φορά τα αυτοκίνητα δεν έχουν αρκετό νερό. Μπορείς να τραβήξεις γρήγορα νερό από την υδροφόρα, αλλά δεν είναι πάντα δίπλα σου». «Δεν μπορείτε να το προβλέψετε πόσο νερό θα χρειαστείτε;», ρωτάμε. «Οταν ξεκινάς για ένα μέρος με λίγη ή και καθόλου φλόγα και μετά από λίγο βρίσκεσαι σε ένα μέρος που καίει μέτωπο, ξεκινάς με διαφορετικές προϋποθέσεις και βρίσκεσαι σε άλλες συνθήκες», απαντάει διπλωματικά.
Πάνω από τα Παλαιοκούνδουρα προς τη Μάνδρα βρίσκεται ο οικισμός του Αγίου Σωτήρα. Στην άκρη του δρόμου των Τσακέικων βρίσκεται το σπίτι του Ανδρέα Μανιού. Η φωτιά το είχε «γλείψει» το 1997. Μία από τις εστίες είναι ένα χιλιόμετρο δυτικότερα. Η βλάστηση είναι χαμηλή, αραιή. Υπάρχει ένα πυροσβεστικό που φυλάει μια κεραία κινητής τηλεφωνίας, μια τοπική κρίσιμη υποδομή (σ.σ. το σήμα είναι παντού κακό εδώ μέσα στους λόγγους). Η πρόσβαση προς την εστία είναι εύκολη, πάμε με τα πόδια. Από αυτό το σημείο έφυγαν τα νερά που «έπνιξαν» τη Μάνδρα τρία χρόνια πριν. Εδώ ήθελαν οι ντόπιοι άρχοντες να γίνει η διαπλάτυνση της παλιάς εθνικής οδού Ελευσίνας – Θήβας. Το δικαστήριο όμως δεν τους το επέτρεψε γιατί γι’ αυτό το τμήμα δεν είχαν προσκομίσει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στην τοποθέτησή τους είπαν ότι υπάρχουν «πουρνάρια και άλλοι θάμνοι».
Τώρα στη φωτιά λένε ότι υπάρχει πυκνό δάσος. Περπατάμε προς την εστία της φωτιάς. Ανετα. Δεν υπάρχουν μόνο πουρνάρια αλλά και μερικά μικρά πευκάκια που φύτρωσαν μετά την προηγούμενη φωτιά, πριν από 25 χρόνια. Δρόμος δεν υπάρχει, αλλά θα μπορούσε να έχει ανοιχθεί για να επιχειρήσει ένα πεζοπόρο τμήμα. Αντί γι’ αυτό έρχονται τέσσερα αεροπλάνα Καναντέρ πριν από τη δύση του ηλίου και κάνουν δέκα ρίψεις. Η φωτιά «χαμηλώνει». Τη νύχτα ξαναβάζει μπρος. Το μέρος εκκενώνεται προληπτικά τα ξημερώματα της τέταρτης μέρας της φωτιάς.
«Φυσικά το δάσος ήταν ακαθάριστο σε πολλά σημεία και αυτό δυσκόλεψε τις επιχειρήσεις των πεζοπόρων τμημάτων. Αλλά μας αδικεί να λέγεται ότι δεν καθαρίσαμε», λέει στην «Κ» ο δήμαρχος της Μάνδρας, Χρήστος Στάθης. «Καθαρίσαμε πολύ περισσότερο από άλλες χρονιές», επιχειρηματολογώντας στη γραμμή της κυβέρνησης που επικαλείται το ότι έκανε πολύ περισσότερα από άλλες χρονιές στην πυρόσβεση. Ομως αυτοί οι καθαρισμοί δεν ήταν αρκετοί. «Εδώ υπάρχουν πεύκα που είναι 50 και 60 ετών», λέει ο κ. Μανιός. «Πολλά κάηκαν στη φωτιά πριν από 25 χρόνια, αλλά πολλά στέκονται. Τότε καθάρισα κάποια και είδα από τον κορμό την ηλικία τους».
Την Τρίτη ο Χρ. Στάθης ήταν αισιόδοξος. Ενας αντιδήμαρχός του είχε υπολογίσει ότι τα καμένα ήταν 25.000-30.000 στρέμματα (σ.σ. ήταν ήδη 44.000). Είχε δώσει μάχη όλη τη νύχτα της Δευτέρας και ό,τι και να είχε κάνει προληπτικά ακυρώθηκε επειδή οι ενδείξεις «σηματοδοτούσαν εμπρησμό» (ώρα και τόπος έναρξης ταυτόχρονα με την Κερατέα). Οποια και να ήταν η αιτία της φωτιάς, το γεγονός ότι έκαιγε τόσες μέρες είναι ένα άλλο θέμα, επίσης πολύ σοβαρό. Που αφορά τον δήμο, την περιφέρεια, την κυβέρνηση και τους κατοίκους.