Συνήγορος του Παιδιού: «Θα προτιμούσαν, μετά την κακομεταχείρισή τους από το σύστημα, να μην έχουν αναφέρει ποτέ αυτό που τους συνέβη»
Από τον προηγούμενο μήνα, η υπόθεση της κατ’ εξακολούθηση σεξουαλικής κακοποίησης του 12χρονου κοριτσιού από τον Κολωνό μονοπώλησε την προσοχή της κοινής γνώμης. Μετά ήρθε στο φως η κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών στα Πετράλωνα, και ο ίδιος κύκλος καθυστερημένης δημόσιας προσοχής ξεκίνησε.
Αλλά όταν η ειδησεογραφία προχωρήσει στο επόμενο θέμα, η κακοποίηση αυτών των παιδιών θα παραμείνει ένα ανοιχτό τραύμα. Αφότου οι υποθέσεις τους πάρουν τον δρόμο της Δικαιοσύνης, τι συμβαίνει με τα παιδιά-θύματα κακοποίησης;
Μιλώντας στην «Καθημερινή», η Συνήγορος του Παιδιού Θεώνη Κουφονικολάκου δηλώνει ότι στην περίπτωση παιδικής κακοποίησης υπάρχουν τρία σχηματικά στάδια – αναγνώριση του φαινομένου, διερεύνηση, αποκατάσταση. «Το πρώτο βήμα είναι το σχολείο, οι δομές προσχολικής αγωγής και οι ιατρικές υπηρεσίες να αναγνωρίσουν και να παραπέμψουν την κακοποίηση», λέει η κ. Κουφονικολάκου, συμπληρώνοντας πως πολλοί εκπαιδευτικοί δεν γνωρίζουν ποιες ενδείξεις παραπέμπουν σε κακοποίηση. Ακόμη και αν τις αναγνωρίσουν όμως, συχνά φοβούνται να προχωρήσουν σε καταγγελία επειδή δεν έχει θεσπιστεί στη χώρα μας το ακαταδίωκτο των εκπαιδευτικών. «Χάνουμε την ευκαιρία να προστατεύσουμε τα παιδιά που κακοποιούνται, γιατί δεν έχουμε τα αντανακλαστικά της αναγνώρισης», σημειώνει.
Αν όμως γίνει καταγγελία στην Εισαγγελία, η διαδικασία έχει ως εξής: Μετά την έκδοση εισαγγελικής εντολής για διερεύνηση, κοινωνικοί λειτουργοί μεταβαίνουν στην κατοικία του παιδιού.
«Θα προτιμούσαν, μετά την κακομεταχείρισή τους από το σύστημα, να μην έχουν αναφέρει ποτέ αυτό που τους συνέβη».
Σε περίπτωση που κριθεί αναγκαία η απομάκρυνσή του, συνήθως μεταφέρεται σε νοσοκομείο – «συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να χρήζει νοσηλείας», συμπληρώνει, και αυτό γιατί δεν είναι ανεπτυγμένος αρκετά ο θεσμός της επείγουσας αναδοχής. Επειτα, συνήθως το παιδί μεταφέρεται σε ιδρυματική δομή, με την αναζήτηση αυτής συχνά να πραγματοποιείται από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου. Μετά, κάποια παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι τους. Αλλα ενδέχεται να πάνε σε αναδοχή ή υιοθεσία.
Τα περισσότερα, όμως, περνούν μεγάλο διάστημα σε δομές – «τα ιδρύματα, για τον Συνήγορο, θεωρούνται εκ των πραγμάτων κακοποιητικά για τα παιδιά», υπογραμμίζει η κ. Κουφονικολάκου. «Πολλά παιδιά μάς έχουν εκμυστηρευθεί ότι έχουν μετανιώσει που μίλησαν για την κακοποίηση τους», συμπληρώνει, «θα προτιμούσαν, μετά την κακομεταχείρισή τους από το σύστημα, να μην έχουν αναφέρει ποτέ αυτό που τους συνέβη».
Η κ. Κουφονικολάκου τονίζει πως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά θετικά βήματα, με ένα εξ αυτών τον νόμο 4837 του 2021 – «μια πρωτοβουλία της υφυπουργού Εργασίας Δόμνας Μιχαηλίδου, που υποχρέωσε τους παιδικούς σταθμούς, τα ιδρύματα, τα κέντρα δημιουργικής απασχόλησης και τις κατασκηνώσεις να αναφέρουν περιστατικά παιδικής κακοποίησης μέσω των υπευθύνων παιδικής προστασίας, προστατεύοντάς τους και νομικά», αναφέρει. «Οι προϋποθέσεις λειτουργίας για δομές παιδικής προστασίας ήταν επίσης πολύ σημαντικές, αλλά χρειάζονται και άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες. Διαχρονικά η επένδυση της χώρας στην οικοδόμηση ενός συστήματος παιδικής προστασίας είναι ελλιπής», εξηγεί.
Υπάρχει υποστελέχωση στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων και των περιφερειών, σημειώνει, δεν υπάρχει καθηκοντολόγιο, ούτε ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας. «Δεν υπάρχει πρωτόκολλο διερεύνησης», λέει η Συνήγορος του Παιδιού. Σχετικά με το στάδιο της αποκατάστασης, η κ. Κουφονικολάκου σημειώνει πως θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι το κάθε κακοποιημένο παιδί θα έπρεπε να παρακολουθείται ψυχοθεραπευτικά σε βάθος χρόνου. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να είναι προς το συμφέρον του παιδιού να επιστρέψει στο σπίτι του – «θα πρέπει κάποιος να δουλέψει και με τους γονείς για τις δικές τους ψυχοκοινωνικές ανάγκες, μέσω συμβουλευτικής καθοδήγησης ή ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης», αναφέρει, επισημαίνοντας όμως πως παρατηρείται μεγάλη έλλειψη τέτοιων υπηρεσιών. Είτε το παιδί επιστρέψει στην οικογένειά του είτε βρίσκεται σε ίδρυμα, ή σε ανάδοχη οικογένεια, η πορεία του πρέπει να ελέγχεται από τους κοινωνικούς λειτουργούς.
Τέλος, δεν υπάρχει καθολική καταγραφή των στοιχείων. Δεν καταγράφεται, δηλαδή, ενιαία ποιος έκανε την καταγγελία –«κοινωνικός λειτουργός, γείτονας»–, εάν το παιδί είχε μία ή περισσότερες δικανικές εξετάσεις, εάν πήρε την αναγκαία υποστήριξη σε βάθος χρόνου. «Αυτό είναι ένα σωστό σύστημα καταγραφής», προσθέτει, «και δεν υπάρχει στη χώρα μας», τονίζει η κ. Κουφονικολάκου.