Πιο πολλοί εκπαιδευτικοί, πιο πολλά τα κενά – Εκθεση του ΟΟΣΑ αποδεικνύει ότι κάτι κάνουμε .. λάθος – Παίζει ρόλο η νησιωτικότητα;
Τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σε Δημοτικό και Γυμνάσιο ανά μαθητή μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ έχει η Ελλάδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού. Ενώ στο Δημοτικό αναλογούν 8,3 μαθητές ανά εκπαιδευτικό και στο Γυμνάσιο 8,2 μαθητές κάθε χρόνο, το κράτος προσλαμβάνει πάνω από 30.000 αναπληρωτές, επιπλέον του διορισμού των μονίμων. Φέτος υπολογίζονται περί τις 35.000. Χρειάζονται όλοι; Μήπως απαιτείται ορθολογική αξιοποίηση του μόνιμου ανθρώπινου δυναμικού;
Ειδικότερα, το 2021 έγιναν 16.200 διορισμοί μονίμων και άλλοι 8.500 για την προσεχή σχολική χρονιά, τη στιγμή που οι συνταξιοδοτήσεις πέρυσι και φέτος είναι περί τις 6.500 ετησίως. Και όμως, παρά τους διορισμούς, κάθε χρόνο τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθεί η πρόσληψη χιλιάδων αναπληρωτών. Φέτος η επέκταση του ολοήμερου ωραρίου και της προσχολικής αγωγής, η εισαγωγή των αγγλικών στο νηπιαγωγείο, αλλά και οι ανάγκες των μικρών σχολείων σε ακριτικές περιοχές και νησιά αποτελούν βασικούς λόγους που δημιουργούνται κενά που πρέπει να καλυφθούν. Ελλείψεις προκύπτουν βεβαίως και από τις άδειες κύησης, ανατροφής, αναρρωτικές και τις αποσπάσεις σε φορείς. Ομως, αυτές δεν ξεπερνούν τις 2.000. Ποια είναι η αλήθεια;
Το «κλειδί» για να κατανοηθούν οι πτυχές του θέματος, που καταλήγει σε «κακοδιαχείριση» του ανθρώπινου δυναμικού, είναι ότι οι αναπληρωτές καλύπτουν κυρίως λειτουργικά κενά. Το «λειτουργικό κενό» προκύπτει από τις ώρες διδασκαλίας που πρέπει να γίνουν σε ένα σχολείο και για τις οποίες δεν υπάρχει εκπαιδευτικός. Αυτό συμβαίνει διότι το υποχρεωτικό ωράριο κάθε καθηγητή εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας του.
Ενα παράδειγμα: οι πρωτοδιόριστοι δάσκαλοι πρέπει να διδάξουν 24 ώρες εβδομαδιαίως και οι καθηγητές 23. Ανάλογα με τα χρόνια εργασίας κάθε εκπαιδευτικού, οι υποχρεωτικές ώρες μειώνονται έως τις 21 και τις 18 την εβδομάδα αντίστοιχα ανά βαθμίδα. Τi γίνεται, λοιπόν, όταν ένα Γυμνάσιο έχει έναν φιλόλογο που πρέπει να έχει 18 ώρες υποχρεωτικής δουλειάς, ενώ οι ώρες των φιλολογικών μαθημάτων είναι 25; Μένουν 7 ώρες διδασκαλίας για τις οποίες δεν υπάρχει μόνιμος καθηγητής.
«Για τις 7 ώρες χρειάζεται πρόσληψη αναπληρωτή. Εάν λάβουμε υπόψη ότι οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα είναι προχωρημένης εκπαιδευτικής ηλικίας, συνολικά υπάρχουν χιλιάδες διδακτικές ώρες που δημιουργούνται με αυτή την κλιμακούμενη μείωση των ωρών διδασκαλίας», παρατηρεί στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Παιδείας. Ο αναπληρωτής θα καλύψει τις 7 ώρες αλλά έχει υποχρεωτικό ωράριο 23 ώρες την εβδομάδα και θα χρειαστεί να διδάξει σε περισσότερα του ενός σχολεία. Αλλά η μετακίνηση σε περισσότερα των τριών σχολείων εβδομαδιαίως δεν γίνεται δεκτή από τους εκπαιδευτικούς και τις ομοσπονδίες.
Αρνηση υπάρχει και από μονίμους καθηγητές, που ζητούν να διδάσκουν το πολύ σε δύο σχολεία για να έχουν τη… βολή τους. «Καθηγήτρια γερμανικών αρνήθηκε πέρυσι να διδάξει σε τρία σχολεία τα οποία βρίσκονται σε ακτίνα χιλιομέτρου σε πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Και δεν είναι η εξαίρεση», λέει στην «Κ» το ίδιο στέλεχος. Οι «αρνητές» αναμένεται να αυξηθούν φέτος λόγω της αύξησης του κόστους βενζίνης, που κάνει απαγορευτικές τις καθημερινές μετακινήσεις σε σχολεία χωριών, εκτός των μεγάλων πόλεων.
Παράλληλα σε σχολεία, ιδιαίτερα στην επαρχία, δεν έχουν ξεκαθαρίσει οι θέσεις των εκπαιδευτικών για λόγους τοπικιστικούς. Ενδεικτικά, ένα δημοτικό σχολείο μπορεί να έχει στα χαρτιά 10 θέσεις γιατί είχε στο παρελθόν 10 τάξεις, ενώ σήμερα έχει 8 τάξεις λόγω της μείωσης των εγγραφών. Ομως το επίσημο είναι πως υπάρχουν δέκα θέσεις και βάσει αυτού γίνονται οι νέοι διορισμοί! Χαρακτηριστικά, όπως ανέφερε στην «Καθημερινη» ο πρώην περιφερειακός διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής Ιωάννης Κουμέντος, φέτος πρόκειται να διοριστούν σε Λέσβο και Ζάκυνθο περισσότεροι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας από τις κενές θέσεις. Κάτι ανάλογο γίνεται στη δευτεροβάθμια.
Επίσης, η απουσία αξιολόγησης εξαιτίας των συνδικαλιστικών αντιδράσεων έχει δημιουργήσει μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών (30-40 ανά νομό), που λόγω προβλήματος υγείας δεν μπορούν να ασκήσουν διδακτικό έργο, αλλά γραμματειακή υποστήριξη και τη θέση τους καταλαμβάνουν αναπληρωτές. «Για λόγους πολιτικού κόστους δεν γίνεται πραγματική αποτύπωση των πραγματικών αναγκών. Αίτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι μικρότερα τμήματα για να διατηρηθούν οι οργανικές θέσεις εργασίας, χωρίς να δίνουν σημασία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης», παρατηρεί ο κ. Κουμέντος. Οπως συμπληρώνει στην «Καθημερινή» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, «αυτά είναι ψηφίδες που φτιάχνουν το παζλ του προβλήματος. Χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας στη δημόσια εκπαίδευση».