Παναγία Χοζοβιώτισσα. Κοιτάζοντάς Την από χαμηλά, σκαρφαλωμένη ψηλά στο βράχο, αναρωτιέσαι αν ανθρώπινο χέρι θα μπορούσε να φτιάξει το σπίτι Της εκεί πάνω.
Παίρνεις βαθιά ανάσα και ξεκινάς. Αναρωτιέσαι στα πρώτα βήματα αν φτάνοντας έξω από την πόρτα Της θα έχεις το κουράγιο να σταθείς να αγναντέψεις το απέραντο γαλάζιο της Αμοργού και να μπεις στο χώρο Της να προσκυνήσεις την Εικόνα Της.
Τα βήματα όσο περνάει η ώρα γίνονται όλο και πιο βιαστικά, σα να σε σπρώχνει κάτι να φτάσεις πιο γρήγορα. Στο διάβα σου συναντάς αυτούς που έχουν πάρει το δρόμο της επιστροφής και προσπαθείς να διακρίνεις στο πρόσωπό τους το συναίσθημα. Κούραση; Αυτό περιμένεις μα είναι το μόνο που δεν αντικρίζεις. Αντίθετα. Χαμόγελο πλατύ στο στόμα και αγαλλίαση στα μάτια…!
«Έχει κι άλλα σκαλάκια μέσα στην Εκκλησία. 330 είναι όλα, άντε πηγαίνετε να δείτε όμορφα που είναι…» μας είπε μια κυρία που τα είχε τα χρονάκια της αλλά πέταγαν τα πόδια της.
Την ακούσαμε, άλλωστε η απόφαση είχε από μέρες παρθεί κι έξαφνα, λίγα βήματα ακόμα έγιναν και Την είδαμε μπροστά μας. Στέκει αγέρωχη, κάτασπρη και λαμπερή, λουσμένη στο φως του Αμοργιανού ήλιου, αυτή η Εκκλησιά που Εκείνη αποφάσισε πως εκεί ήθελε να χτιστεί.
Φτάνοντας στην πόρτα Της, συναντάς πολύ κόσμο, γνωστούς κι αγνώστους από την Αμοργό, τα γύρω νησιά, απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη. Εδώ στις Κυκλάδες όμως, έχουμε ιδιαίτερη σχέση μαζί Της. Την αγαπάμε Την Παναγιά μας, Την έχουμε στα σπίτια μας, την επικαλούμαστε, ξέρουμε… είναι εδώ, δίπλα μας.
Η Εκκλησιά μικρή, μα και τόσο μεγάλη ταυτόχρονα. Χωράει όλο τον κόσμο που με αγάπη και πίστη ανεβαίνει τα 330 σκαλιά. Σαν προσκυνήσεις και Της ζητήσεις αυτό που στην καρδιά σου κρατάς κρυμμένο, μόλις την ευχαριστήσεις γιατί ξημέρωσε για σένα τούτη η μέρα, δεν θα παραλήψεις να γνωρίσεις τους ανθρώπους Της. Αυτούς του την “υπηρετούν” με αγάπη και αφοσίωση και σε κάνουν να νοιώθεις και σένα κομμάτι αυτής εδώ της ονειρεμένης επιβλητικής Εκκλησίας. Θα σε κεράσουν ρακόμελο και λουκούμι, θα σου δώσουν δροσερό νερό, θα σου εξιστορήσουν γεγονότα από παλιά, θα σου πουν για Τη χάρη Της ότι γνωρίζουν.
Κι όταν πια με τον πλούτο αυτής της εικόνας στο μυαλό σου, πάρεις το δρόμο της επιστροφής θα ζωγραφίσεις στο πρόσωπό σου το χαμόγελο που έβλεπες στα πρόσωπα που αντίκριζες όταν ανέβαινες.
Αβίαστα, χωρίς να το σκεφτείς, απλά χαμογελάς. Κουβαλάς μαζί σου τη γαλήνη του βλέμματός Της, την αγάπη της αγκαλιάς Της… κι αν είσαι τυχερός και συναντήσεις τον πατέρα Σπυρίδωνα (που ακούραστα κάθε μέρα ανεβοκατεβαίνει στη Χοζοβιώτισσα 52 χρόνια) εκεί που έγινε η πρώτη απόπειρα να φτιαχτεί το σπίτι της αλλά Εκείνη δεν ήθελε και το γκρέμιζε, θα σου πει την ιστορία. Θα σου χαμογελάσει, θα σου δώσει την ευχή του και θα σε καλέσει, αν σε αξιώσει να ξαναπάς…
Το απέραντο γαλάζιο που ο Θεός έφτιαξε για τα δικά μας μάτια, το άσπρο της Εκκλησιάς, η γαλήνη στα πρόσωπα των δικών Της ανθρώπων, η προσμονή να ξαναπάς… αυτά κουβαλάς στην καρδιά σου παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, και υπόσχεσαι…
θα ξανάρθω Κυρά… αν Εσύ το θελήσεις!!