Η Υπατία μας μεταφέρει σκέψεις και εικόνες από τη μάχη του ανθρώπου απέναντι στην φωτιά. Και τονίζει ανάμεσα στα άλλα ” Για να δούμε πως θα αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας”.
Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται…
Πάντως καίγονται. Καμιά φορά αργά και βασανιστικά…
Κρατούσε το λάστιχο… στην ταράτσα του σπιτιού του, είχε απομείνει μοναχός, κατέβρεχε ότι μπορούσε κι ενόσω οι απόκοσμοι κόκκινοι καπνοί τον τύλιγαν. Γιατί δε φεύγεις; Πού να πάω; Εδώ είναι το βιός μου. Πού να πάω, ούρλιαξε!
Έβαλε βιαστικά σε ένα μικρό σακίδιο …ό,τι μπορούσε . Ό,τι χωρούσε. Είχε λίγα λεπτά για να εγκαταλείψει το σπίτι της. Τι θα πάρεις; Τι να πάρω; Μια κουβέρτα, τις πάνες του μωρού, λίγα μπισκότα, τα χαρτιά μου, το λουρί του σκύλου. Τη φωτογραφία της γιαγιάς δε θα την πάρεις; Α ναι …τη φωτογραφία της γιαγιάς.
Καθότανε στο παγκάκι της πλατείας …με τις παντόφλες. Δίπλα της, οι λιγοστές της κατσίκες και τα σκυλιά της. Μόλις είχε καεί το σπίτι της. Καθότανε και κοίταζε μπροστά με ένα βλέμμα σα χαμένο. Σαν αυτό του ναυαγού. Έτσι πρέπει να κοιτά κι ένας ναυαγός το πέλαγος. Που δεν το πιστεύει! Πως τα έχασε όλα…
Ανέβαιναν βουβοί την πόρτα του φέρυ μποτ …κρατούσαν τα λιγοστά τους υπάρχοντα, την ανήμπορη γειτόνισσα σε μια καρέκλα κι ανέβαιναν. Τι βλέπεις; Από τα πλαϊνά του πλοίου την κόκκινη λαίλαπα να έχει ρουφήξει τα πάντα. Ένα σκυλί γάβγιζε από δίπλα. Ένα μωρό γαντζωνόταν τρομαγμένο στην αγκαλιά της μάνας του. Πως νοιώθεις; Ξεριζωμό…έτσι πρέπει να νοιώθει ένας πρόσφυγας.
Την έπνιγαν οι καπνοί …το πρόσωπό της είχε γίνει μαύρο. Της κοβόταν η ανάσα και τα ματοτσίνορά της καίγανε. Θες ένα παγωμένο νερό; Ναι θέλω…Ο Θεός να σ’ έχει καλά. Όχι, εσένα! Κι έφυγε κρατώντας σφιχτά τη μάνικα στα χέρια.
– Μπαμπά φοβάμαι! Πάμε να φύγουμε. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Οι φλόγες είναι στα 20 μέτρα από το σπίτι μας.
– Πάρε το αμάξι και φύγε εσύ. Εγώ θα μείνω εδώ.
Κρατούσε το κεφάλι μες τα χέρια του …σε μια κίνηση απόγνωσης μπροστά στο σπίτι του που καιγόταν. Γιατί απελπίζεσαι; Τα σπίτια ξαναφτιάχνονται. Δεν ξαναφτιάχνονται! Τα σπίτια δεν είναι μόνο τα ντουβάρια. Είναι τα γέλια και οι χαρές που αντηχούνε μέσα …είναι οι φωνές και τα μαλώματα και τα φιλιώματα ξανά …είναι το ταχτάρισμα του μωρού τα καλοκαίρια στη μικρή αυλή τους …είναι τα λούλουδα και οι καντιφέδες και ο βασιλικός στις γλάστρες …είναι ο κόπος και ο ιδρώτας από το μεροκάματο που τ’ ανάστησε …δεν ξαναφτιάχνονται αυτά…
Έκλαιγε με λυγμούς και φώναζε κοπρίτες, κοπρίτες! Περπατούσε στα καμένα σαν σε κάμπο σφαγής. Γιατί κλαις; Κάηκαν όλα τα ζωντανά μου. Κάηκαν τα μελίσσια μου και τα σπαρτά μου. Κάηκε το βιος μου και η περιουσία μου όλη. Πως θα ζήσω τα παιδιά μου τώρα;
Κρατούσαν τα αλυσοπρίονα και πήγαιναν με τα βυτία γεμάτα νερό στα τρακτέρ …Πού πάτε; Να σώσουμε το δάσος με τις δικές μας δυνάμεις. Μια ανθρώπινη αλυσίδα από νέους του χωριού που έμειναν πίσω, έμπαινε θαρρετά μέσα βαθιά αψηφώντας τις φλόγες. Πού πάτε; Σ’ αυτό το δάσος μεγαλώσαμε. Αυτό το δάσος είναι η ζωή μας! Σκάβανε με ό,τι είχανε, κόβανε κλαδιά και δέντρα, πετούσαν νερό…
Μια γυναίκα μεγάλη σε ηλικία τριγύριζε γύρω απ’ το σπίτι της …γιατί δε φεύγεις; Είναι ο γιος σου εδώ. Όχι δε φεύγω. Δεν πάω πουθενά. Και τα μάγουλά της αυλάκωναν δάκρυα. Πιο καυτά κι από την πυρωμένη γης κάτω.
Να σώσουμε τα ζώα …φωνάζαν…τρέχαν και άνοιγαν τις αυλές και έσωζαν ζώα. Γιατί τα σώζετε; Δεν πρέπει να θρηνήσουμε ανθρώπινες… Σκάσε! Τα ζώα έχουν κι αυτά ζωή! Και δε φταίνε σε τίποτα. Ένα μικρό παιδί ξεπρόβαλε μέσα από την κάπνα κρατώντας ένα πρόβατο. Και ήτανε σα να κρατούσε τα Άγια τοις Αγίοις…
Η καμπίνα του αεροπλάνου έτριζε. Έκαιγε σχεδόν καθώς περνούσε πάνω από τις φλόγες για να ανοίξει την κοιλιά του γεμάτη νερό. Φοβάσαι; Όχι…κάτω καίγονται. Μια ρίψη ακόμη…κουράγιο.
Σκηνές απόγνωσης. Που όλοι είδαμε. Από κοντά ή από μακριά. Πάντως τις είδαμε. Και τίποτα δεν μπορεί να μας της σβήσει από τη μνήμη.Πρέπει να πορευτούμε μ’ αυτές…
Τα όμορφα χωριά …Θεέ μου, πόσο όμορφα …όμορφα καίγονται.
Συγκρατώ το λυγμό μου και στέκομαι μπροστά στην ανυπολόγιστη καταστροφή, οικολογική κοινωνική και οικονομική, στέκομαι με δέος μπροστά στην αυταπάρνηση των ηρώων μας -επίγειων και ιπτάμενων- που μάχονται με το κόκκινο θεριό μέρες τώρα, μπροστά στο πείσμα των απλών καθημερινών μεροκαματιάρηδων ανθρώπων που μείναν αβοήθητοι και βάλανε τα στήθη τους μπροστά στις φλόγες για να σώσουν ό,τι σώζεται, μπροστά στο τεράστιο κύμα αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και εθελοντισμού που σήκωσε η τεράστια τούτη εθνική συμφορά…και προσεύχομαι…η επόμενη μέρα να μας βρει ενωμένους.
Για να δούμε πως θα αναγεννηθούμε από τις στάχτες μας.
Πού σας πάνε; Σε ένα γήπεδο στην Αιδηψό. Σκληρό το στρώμα που μας περιμένει απόψε…
Υπατία