Πρέβελης… Βρίσκεται στην Ελευσίνα. Κάπου δεμένο και περιμένει την .. ελευθερία του. Μία “ελευθερία” που θα το μετατρέψει σε μία άμορφη μάζα από σίδερα εκεί στην Τουρκία βάζοντας τέλος σε μία πορεία στο Αιγαίο και η οποία κράτησε περίπου 30 χρόνια.
Αναπληρώτρια εκπαιδευτικός με έδρα την Ανάφη, μας στέλνει τις σκέψεις της με αφορμή αυτή την είδηση για την .. επόμενη ημέρα του “Πρέβελης”. Το Πρεβελάκι όπως οι κάτοικοι της Ανάφης αλλά και της Σαντορίνης αξίζει έναν αποχαιρετισμό, έτσι δεν είναι;
“Το πλοίο που αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο. Ή μισήθηκε. Το ίδιο κάνει.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που το περίμενα δυό ώρες στο λιμάνι της Ανάφης. Το λέγαν και πλοίο φάντασμα γιατί με τόσα λιμάνια, φόρτωσε – ξεφόρτωσε, δεν ήταν ποτέ στην ώρα του. Μετά έμαθα το χάρτη πλοίων και σώθηκα ευτυχώς…
Μισήθηκε. Από όσους ζούσαν στις μεγάλες πολιτείες. Είχε καλύτερα πλοία απ’ αυτό.
Αγαπήθηκε. Απ’ όσους ζούσαν στην Ανάφη και την άγονη γραμμή. Γιατί άμα είναι χειμώνας και έχει σορόκο και αυτό είναι η μόνη σύνδεσή σου με τον έξω κόσμο, να παραλάβεις φάρμακα ή τρόφιμα ή αγαπημένους, τότε ναι το αγαπάς.
Παράξενο ταξίδι υπερπόντιο συνέδεε προορισμούς που δε θα συνδέονταν αλλιώς. Δύσκολα πελάγη. Νησιά αλίμενα. Και οι καπετάνιοι του οι πιο έμπειροι, οι πιο δεξιοτέχνες. Γιατί δε γινόταν αλλιώς.
Γιατί άμα δεν είναι χειμώνας και δεν έχει σορόκο και εσύ δεν περιμένεις να το δεις φορτωμένο να καταφτάνει με τα χαρακτηριστικά μπλε του λαμπιόνια από μακριά, μια σανίδα σωτηρίας στη ζωή των νησιωτών.
Άμα δεν είναι…
Κι άμα δεν είσαι.
Δεν μπορείς να καταλάβεις.

Θυμάμαι μια φορά που μπήκα από Ηράκλειο. «Μην περιμένεις να δέσει στην Ανάφη», μου λέει ο λοστρόμος μόλις με βλέπει. Με ήξερε καιρό. Μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν οι τακτικοί του επιβάτες το χειμώνα.
«Έχει θάλασσα», μου ξαναλέει. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Δεν είχα λεφτά να μείνω στη Σαντορίνη. Ζάρωσα πάνω στο σαλόνι σε μια καρέκλα. Και περίμενα.
Όταν φτάσαμε στοιχηθήκαμε όλοι πίσω από τους ναύτες στην μπουκαπόρτα. Σαν σε θέση μάχης. Θα ορκιζόμουνα πως όλων η καρδιά είχε συντονιστεί στον ίδιο κτύπο, στον ίδιο ρυθμό. Είχαμε μία προσπάθεια, άντε δυο. Για να βγούμε.
Και βγήκαμε. Το Πρέβελις έδεσε. Όπως κάθε άλλη φορά. Αψηφώντας τον καιρό. Έριξε κάβους, τους τέντωσε, ξεφόρτωσε – φόρτωσε και έφυγε. Όπως κάθε φορά. Γεμάτο ελπίδα.
Ανέβηκα στη χώρα της Ανάφης και η καρδιά μου χτυπούσε ακόμη, γεμάτη ευγνωμοσύνη αυτή τη φορά. Για τη γενναιοδωρία του.
Αποχαιρετώ το Πρέβελις. Σαν να είναι άνθρωπος. Όχι πλοίο. Το Πρέβελις που με πήγαινε στη δουλειά μου κάθε Κυριακή βράδυ και στα παιδιά μου κάθε Σάββατο πρωί. Που δε μ’ έκανε μια φορά να αισθανθώ αποκομμένη απ’ τον έξω κόσμο όσο ζούσα στην Ανάφη.
Από τη Μηχανή μέχρι τη Γέφυρα δεν ήταν πλοίο. Ήταν άνθρωπος.
Αποχαιρετώ τον Πρέβελη με μια εικόνα μέσα απ’ το πέλαγος. Με μια δικιά του εικόνα. Στο κατάστρωμα, βαθύ σκοτίδι είχε εκείνη τη νύχτα, κι εγώ φύλαγα πάλι σκοπός στην κουπαστή. Πηγαίναμε στον Πειραιά. Καταμόναχοι στο πέλαγος. Ώσπου πέσαμε σε καταιγίδα.
Εμείς είμασταν οι Αργοναύτες και κείνο η Αργώ.
Ο διπλανός μου έβηχε. Κι εγώ έβλεπε τους κεραυνούς να φωτίζουν στο βάθος και ήταν αλήθεια η κάθε λάμψη και μια σαϊτιά του Απόλλωνα στον κατασκότεινο ουρανό .
Την εκστρατεία του την έκανε και με το παραπάνω. Και μαζί του, κι εμείς τη δική μας. Με λαβωματιές και με χωρίς. Θα μείνει ένα κουφάρι τώρα το γέρικο σκαρί του, σε κάποιο μεγάλο λιμάνι, σε κάποιο μεγάλο νεκροταφείο πλοίων, και κανείς δε θα μάθει τα όλα όσα ήτανε κάποτε για μας αυτό.
Αποχαιρετώ τον Πρέβελη γνωρίζοντας κάθε τριμμένη λερωματιά στη μοκέτα του. Ίσως κάποια να την έκανα κι εγώ.
Κάθε τρίξιμο από τους μεντεσέδες του και κάθε ουρλιαχτό του κάθε ναύτη του «Βγείτε γρήγορα» όταν δεν είχε καλοσύνη ο καιρός.
Αποχαιρετώ το Πρέβελις και είναι ακόμη χειμώνας, έχει σορόκο και είμαι πάλι στην κουπαστή οληνυχτίς να φυλάω σκοπός. Ή είμαι κάτω στα σαλόνια και ακούγονται τα γέλια των συναδέλφων μου και οι φωνές των παιδιών μου. Ή έχει 8 μποφόρ Βορειοδυτικό και βλέπω από τα φινιστρίνια του, μια το βυθό μια τον ουρανό.
Το Πρέβελις ναυτολογημένο από την ΑΝΕΚ τα τελευταία χρόνια έκανε το δρομολόγιο που δεν τολμούσε κανείς. Πειραιά – Μήλο – Σαντορίνη- Ανάφη- Ηράκλειο- Σητεία- Κάσο- Κάρπαθο- Χάλκη – Ρόδο και πάλι πίσω.
Άνοιγε δρόμους στη θάλασσα όταν τα άλλα μέναν δεμένα στα λιμάνια απ’ τον καιρό κι ένωνε ανθρώπους που δε θα ενώνονταν αλλιώς. Και στην καρδιά αυτών των ανθρώπων ,αυτός ο γέρο- θαλασσόλυκος, έτσι θα μείνει για πάντα.
Από το Ημερολόγιο Μιας Αναπληρώτριας στην Ανάφη”.