Η Υπατία παραμονή της Πρωτοχρονιάς μας μιλάει για τον Αγιο Βασίλη της Ορθοδοξίας… Της Ελλάδας… Της θυσίας, της αγροτιάς, της προσφοράς… Κι όχι τον Αη Βασίλη του γνωστού αναψυκτικού
Σέλωσε το άλογό του και κάλπασε ύστερα προς τις πεδιάδες της Καππαδοκίας.
Να δεις που στην Καισαρεία δεν είχε έλκηθρα… γι’ αυτό.
Φόρτωσε τους σάκους με τα δώρα… ε… τους γλυκούς άρτους ήθελα να πω, κατά τα αρχαία ελληνικά Κρόνια, το πουγκί με τα χρυσά φλουριά μαζί και κίνησε για να γυρίσει τον Κόσμο.
Σε κάθε χωριό που θα συναντούσε στο διάβα του, θα διάλεγε τα πιο ισχνά και πιο ρακένδυτα παιδιά που παίζαν στις πλατείες και θα πήγαινε στα σπίτια τους. Να δώσει ένα από τα μικρά ψωμιά χώνοντας πρώτα το χρυσό φλουρί μέσα, για να αναθαρρήσει λίγο από τη φτώχεια η φαμίλια. Θα ζέσταινε λίγο τα χέρια του στο φτωχικό μαγκάλι της οικίας, θα ευλογούσε τα κεφαλάκια των παιδιών και θα κινούσε έπειτα για το επόμενο σπιτικό πριν καν αντιληφθούν την ελεημοσύνη.
Πώς ξέφτισε έτσι σήμερα το νόημα της προσφοράς και της ευσπλάχνιας; Πώς χάθηκε έτσι μέσα σε φανταχτερές σακούλες και περιτυλίγματα απ’ τα Τζάμπο;
Μάθαμε τα παιδιά μας να παίρνουν! Και όχι να δίνουν. Και ο Άγιος έδινε. Ο Άγιος της ευσπλαχνίας και της αγάπης. Της αληθινής και ανιδιοτελούς προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Ο Άγιος που «τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε» με τη βαθιά και μέχρι τέλους οργανωμένη φιλανθρωπία.
Μάθαμε τα παιδιά μας να παίρνουν. Και το χειρότερο να ζητούν ολοένα και πιο πολύ. Από έναν Άγιο ξενόφερτο όπως και τα ζωάκια που τον σέρναν. Και εμείς κρυφτήκαμε πίσω από τις καλοζωισμένες κοιλιές του για να καλύψουμε τη δική μας ανεπάρκεια :
Αν είσαι καλό παιδί θα σου φέρει δώρο!
Μα τι παγκόσμια συνωμοσία εξαγορά και εξαπάτηση μαζί για τα παιδάκια όλου του κόσμου από έναν Άγιο που πίνει κόκα κόλα. Και πόση η πίκρα τώρα, ειδικά που όλα είναι δύσκολα, άμα δεν έρθει.
Όχι, δεν ήτο ο Άγιος τούτος με μεγάλη κοιλιά, ροδαλά μάγουλα και ψαρή γενειάδα. Σημάδια όλα ευζωίας. Όχι! Ήτο ισχνός από τις ταλαιπώριες του αυστηρού μοναστικού του βίου και φτωχός. Πιο φτωχός κι απ’ τους φτωχούς, που ελεούσε ακόμη. Και τα μαλλιά του και τα γένια του δεν πρόλαβαν ποτές να ασπρίσουν.
Επίσης, εκτός από βαθιά γραμματιζούμενος… όλες τις επιστήμες κατείχε της εποχής και όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία… ήτο και γεωργός!
Ναι! Γεωργός. Αλήθεια. Μου το λεγε η μάνα μου. Μια αγράμματη γυναίκα του χωριού. Με μια επιμονή όμως το λεγε. Για να δικαιολογήσει μάλλον τον υπερβάλλοντα ζήλο της οικογενείας στο λιομάζωμα, χρονιάρες μέρες, ιδίως αν ο καιρός ήτο καλός.
Ο Άγιος Βασίλης παιδί μου ήταν γεωργός! Και δουλευτής!
Και θες για να μην της τοχαλάσω… θες γιατί εμέναμε χαλούσε ο άλλος Άγιος ο ξενόφερτος που έβλεπα στις ταινίες, ο καλοζωισμένος και φαντασμαγορικός πάνω στα ιπτάμενα έλκηθρα και τα πορφυρά του ρούχα… όχι πως δεν ήταν καλός αυτός… κάθε άλλο… μα να δεν ταίριαζε πολύ με το χωριό μου…
Γι’ αυτό κι εγώ τον έβλεπα όπως η μάνα μου: έναν ταπεινό γεωργό. Και κάπως έτσι ο Άγιος από μυθικός γινόταν αληθινός και κατέβαινε στη Γης.
Και δεν είχε πια έλκηθρο και ταράνδους. Μα αλέτρι και υνί και δυό βόδια ζεμένα στο κάρο. Σωστός ζευγάς ήτο δηλαδή. Και όργωνε και έσπερνε όπως όλοι οι άλλοι.
Υπατία
(*) Πλάσε στο μυαλό του παιδιού σου έναν Άγιο που δε θα ντραπείς αύριο να του πεις πως δεν υπάρχει.
Έναν Άγιο πλάσε αληθινό που ελεεί όλου του κόσμου τους κατατρεγμένους.
Μα κυρίως έναν Άγιο που οργώνει και σπέρνει στον κόσμο την αγάπη…