Έχει γραφεί ότι το άτομο στην αρχή του βίου του ταυτίζεται και με τα δύο φύλα και ότι κάποια άτομα ουδέποτε κατορθώνουν να επιλύσουν τελικά αυτό το ναρκισσιστικό τραύμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου φαίνεται πως έλυσε με φυσιολογικό τρόπο αυτό το πρόβλημα: Ταυτίστηκε από νωρίς και διαρκώς με τον πατέρα του. Αυτό συμπεραίνω από τη μελέτη όλων των παραθεμάτων που αποδελτίωσα και μελέτησα από το νέο βιβλίο του Θ. Λάλα, Ανδρέας Παπανδρέου, «Δεν μετανιώνω για ό,τι κι αν έζησα. Γι’ αυτό αποφασίζω να σ’ τα διηγηθώ», των εκδόσεων Αρμός (Αθήνα, 2023).
Με την υπογραφή του Μανώλη Σέργη (*)
Ο Γέρος της Δημοκρατίας – πατέρας ήταν υπόδειγμα σκέψης και δράσης για τον Ανδρέα-γιο παιδιόθεν. Επειδή πρωτίστως ήταν ένας μορφωμένος πατέρας-πολιτικός άνδρας. «Ο πατέρας μου ήταν αρχαίος Έλληνας στην νοοτροπία. Από τους λίγους αρχαίους Έλληνες που έχω γνωρίσει». Αντιμετώπιζε τη ζωή και τα προβλήματά της (όπως λέει ο Αντρέας) με φιλοσοφικό πνεύμα, διότι είχε μελετήσει εἰς βάθος «…τα έργα των μεγάλων αρχαίων συγγραφέων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, και είχε άμεση και σε βάθος γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας» (σ. 114). Με προβλημάτισε η αναφορά του Αντρέα στην πίστη του Γέρου στη Μοίρα. Μπορώ να την ερμηνεύσω ως μια ακόμη επίδραση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, ως πίστη σε μια ιδέα που είχε υμνήσει, με δεκάδες ποιητικούς τρόπους, και με πρώτη την τραγωδία, ο αρχαίος αθηναϊκός κόσμος.
Ο Ανδρέας θαύμαζε απεριόριστα τον πατέρα του, γιατί τον καθόρισε ως άνδρα και ως πολιτικό. Τον γοήτευε.Θυμάται τις Κυριακές τους, τους ατέλειωτους μαζί του περιπάτους, τις επί παντός του επιστητού συζητήσεις τους, καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Ισχυρίζεται μάλιστα πως αν δεν είχε ζήσει αυτούς τους περιπάτους, «θα ήμουν ένας άλλος!». «Κάθε δεύτερη Κυριακή με έπαιρνε απ’ το χέρι και πηγαίναμε με τα πόδια στο σπίτι του Παπαναστασίου στην Εκάλη...» (σσ. 158, 288). Θυμάται επίσης τις συζητήσεις τους με φόντο τη μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα του.
Ο Γέρος κατέστη σταδιακά ο εσωτερικός κριτής των πράξεων του γιου. Ό,τι κι αν έπραττε ή έγραφε ή σκεπτόταν, όπως λέει, αναρωτιόταν ποια θα ήταν η άποψη τουπατέρα του. «Όχι αν συμφωνεί με αυτά που γράφω, αλλά αν τα βρίσκει ενδιαφέροντα για περαιτέρω διάλογο μεταξύ μας» (σ. 118). Σπάνια συμφωνούσαν, αλλά του άρεσε να συν-ομιλούν, να ακούει την επιχειρηματολογία του και να υπερασπίζεται τη δική του σκέψη (σ. 118). Ο Γέρος ήταν ένας γοητευτικός συνομιλητής, καθόλου εύκολος αντίπαλος στην συζήτηση. Η σιωπή, κατ’ αυτόν, σε μια συζήτηση καταλήγει σε συγκατάθεση, άρα «απαιτείται να μιλάς όταν διαφωνείς, να παρεμβαίνεις όταν τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν, χωρίς να υπολογίζεις το κόστος» (σ. 122). «Ήταν πολύ καλλιεργημένη σκέψη και εγώ πολύ ανήσυχη φύση» (σ. 121). «… Ο άνθρωπος αυτός είχε την ικανότητα πραγματικά να διαβάζει την σκέψη του άλλου» (σ. 74).
Στην κρίσιμη ερώτηση του Θ. Λάλα τι θα έλεγε ο Γέρος (αν ζούσε) στον Ανδρέα μετά από εκείνο το γνωστό νεύμα του προς την Δήμητρα Λιάνη στη σκάλα του αεροπλάνου, η απάντησή του είναι σαφέστατη: «Ο πατέρας μου ήθελε με κάθε τρόπο να με προφυλάξει στην πολιτική ζωή. Και σ’ αυτό ίσως να ήταν συντηρητικός απέναντί μου» (σ. 97). Θα τον επιτιμούσε δηλαδή. Όμως θυμάται ότι ο ίδιος ο πατέρας του τού είχε δώσει ένα (παρόμοιο;, διερωτώμαι) παράδειγμα: Το 1919 ο Γέρος ερωτεύτηκε την Κυβέλη. «…Και έφυγε. Πράγματι, όσο οξύμωρο και να ακούγεται, έφυγε. Μπορεί να έφυγε από κοντά μας οριστικά το 1925 που έκλεισε το θέμα με την μητέρα μου, αλλά εγώ ήμουνα τότε έξι ετών και τα θυμάμαι όλα. Ήταν τόσο δυνατός και σφοδρός ο έρωτας, που τον ώθησε να φύγει. Έφυγε και πήγε να ζήσει με την Κυβέλη, τον μεγάλο του έρωτα (…). Και θυμάμαι ότι οι εφημερίδες ήταν γεμάτες τότε, κάθε μέρα, με τον έρωτα του Γεωργίου Παπανδρέουκαι της Κυβέλης… Όλ’ αυτά τα αντιμετώπιζα κι εγώ στο σχολείο που τα σχολίαζαν τα άλλα παιδιά. Υπήρχε μεγάλη κοινωνική αντίδραση γι’ αυτή τη σχέση, την οποία έζησα στο πετσί μου και την ξεπέρασα» (σσ. 97-98). Διερωτώμαι αν το παράδειγμα του πατέρα στην παιδική ψυχή του Αντρέα ήταν ένα αντιπαράδειγμα ή ένα παράδειγμα προς μίμηση, όπως έπραξε ο ίδιος αργότερα. Βεβαίως, άλλο Κυβέλη, άλλο Λιάνη (δική μου η αξιολόγηση)…
Κρίνω πως θα ανέμενε κάποιος ότι ο Ανδρέας θα έφερε το άγχος ή το άχθος του ονόματός του. Φαίνεται στις συνεντεύξεις του πως αντιμετώπισε το ζήτημα με επιτυχία: «Αν κάποια στιγμή νιώσεις ότι πρέπει να γίνεις εφάμιλλος του πατέρα σου, μπορεί να σου δημιουργηθούν πολλά προβλήματα. Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί, να μετρηθεί με κάποιον άλλο. Μετριόμαστε μόνο με τον εαυτό μας» (σ. 165). Σε αυτό βοήθησε, κρίνω, ο αποχωρισμός των δύο ανδρών επί 20 χρόνια, όταν ο Ανδρέας γύρισε οριστικά στην Ελλάδα είχε τα δικά του πλέον οράματα και ιδέες (σ. 166). Όταν έθεσε υποψηφιότητα το 1964 στις εκλογές, η ακαδημαϊκή του ταυτότητα «παραδόθηκε» στην πολιτική του αντίστοιχη. Άρα, η σχέση τους δεν είχε καθηλωθεί στα προγενέστερά της στάδια, αλλά ολοκληρώθηκε εξελικτικά.
Ο Γέρος επέμενε να αναμειχθεί ο γιος του στην πολιτική (σ. 133), αυτός πρώτος διέγνωσε την πολιτική του διάσταση (σ. 163). Η πολιτική υπήρξε για αμφοτέρους «περιεχόμενο ζωής» (σ. 174), ο Ανδρέαςεισήλθε στον πολιτικό στίβο διότι πίστευε ότι «υπάρχουν καλές προθέσεις και κυρίως ότι υπάρχει μια καθαρότητα», ενάντια στην κοινότυπη λαϊκή διαίσθηση ότι πίσω από κάθε παραπέτασμα εξουσίας «παίζονται χοντρά παιχνίδια». (σ. 247). Αυτήν την αίσθηση την τόνιζε το παράδειγμα του πατέρα του. Η απόφασή του να γυρίσει στην Ελλάδα οριστικά ισοδυναμούσε με χρέος: Όραμα «είναι ο λόγος που ζούμε, ο λόγος που αξίζει που ζήσαμε» (σ. 231) και αυτό τού το ενεφύσησε ο Γέρος, με το παράδειγμά του, ασχέτως αν μετά, για να πραγματώσεις το όραμα, χρειάζεται να διεκδικήσεις την εξουσία, και αυτή διαθέτει ισχυρή παραμορφωτική εξουσία, όπως ο ίδιος παραδέχεται (σ. 262). Βέβαια, άλλο ο πολιτικός οραματισμός ενός ηγέτη και άλλο μιας ομάδας ανθρώπων που ανέλαβαν να τον πραγματώσουν…
Έρχομαι τώρα σε μια συμπληρωματική διάσταση των σχέσεων των δύο ανδρών: «.. Με τον πατέρα μου είχαμε πολλά που μάς χώριζαν (…), αλλά είχα και έναν βαθύ σεβασμό προς το πρόσωπό του. Ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς για μένα, ένα πρόσωπο στην ζωή μου που υπολόγιζα. Του οφείλω πολλά. Ανάμεσα στα πολλά και πολλά τραύματα βέβαια… Δεν μ’ αρέσει να λέω τέτοια βαριά πράγματα, ούτε να λέω καλές κουβέντες για μένα. Αλλά απαντώ ειλικρινά!» (σ. 81).
Ο Ανδρέας μιλά για τραύματα που του εγχάραξε ο Γέρος. Πολιτικά κατ’ αρχάς. Για τον Ανδρέα ήταν απροσδόκητη η συμβιβαστική απόφαση του πατέρα του να δεχθεί (με τον ηγέτη τής τότε Ε.Ρ.Ε. Παναγ. Κανελλόπουλο) τον Παρασκευόπουλο ως πρωθυπουργό της μεταβατικής κυβέρνησης, τον Δεκέμβριο του 1966 και να «τα βρεί» με τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Με την συγκεκριμένη απόφαση, όπως ισχυρίζεται ο Αντρέας, «…θα γελιοποιούσαμε τον Ανένδοτο αγώνα μας. Η συνεργασία μας με την ΕΡΕ θα δημιουργούσε ένα φοβερό πλήγμα αξιοπιστίας και οι απελπισμένοι ψηφοφόροι μας θα μας γύριζαν απογοητευμένοι την πλάτη» (σ. 103).
«Το προηγούμενο βράδυ ήμουν με τον πατέρα μου στο Καστρί και δεν μού είχε πει κουβέντα για το τι σκεπτόταν να κάνει. Αυτό, ομολογώ, ήταν ένα πολύ αναπάντεχο λάθος για το ήθος και το πολιτικό ανάστημα του Γεωργίου Παπανδρέου» (σ. 102). Ο Γέρος, θεωρούσε ότι ο νεαρός βασιλιάς, μετά τα γεγονότα του 1965, «είχε αναγνωρίσει τα λάθη του και είχε αλλάξει» (σ. 102). Ο Ανδρέας το εκλάμβανε ως «...μια στημένη παγίδα των Αμερικανών με την σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου» (σ. 103). «Κάνε ό,τι θέλεις...» ήταν η απάντηση του Γέρου στις αντιρρήσεις του γιου του. Συμπληρώνω, δεν εξάγεται από τις συνεντεύξεις, ότι τότε ο Ανδρέας οριοθέτησε περισσότερο τον δικό του πολιτικό δρόμο.
Η στάση του Γέρου το 1964 έναντι του Τζόνσον με αφορμή τις συνομιλίες για το Κυπριακό ήταν η β΄ σημαντική αντίρρηση του Αντρέα. Από πολλούς θεωρήθηκε ότι η στάση αυτή του Γεωργίου Παπανδρέου έστρεψε τους Αμερικανούς εναντίον του και τους ώθησε, τελικά, να μελετήσουν την πτώση της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου. (Ο Γέρος το είχε διατυπώσει ευθέως σε συνεργάτες του). «Θαυμάζω το ‘όχι’ του πατέρα μου, αλλά το ερμηνεύω ως απόφαση της στιγμής και όχι σαν αποτέλεσμα πεποίθησης» (σ. 168). Με την έννοια ότι η πολιτική του πατέρα του στηριζόταν (όπως και του Βενιζέλου) στο ότι το «στήριγμα σε κάποια ξένα κέντρα ήταν απαραίτητο για την επιβίωση της χώρας» (σ. 168). Βλ. και σχετικό δόγμα του Κ. Καραμανλή.
Η σημαντικότερη πολιτική τους διαφορά (όχι τραυματική πάντως) ήταν η διαφορετική στάση τους απέναντι στην Αριστερά. Ο Ανδρέας διατηρούσε καλές σχέσεις μαζί της, έχει δεκάδες φορές αναφερθεί στο τροτσκιστικό του παρελθόν, σ’ αυτό το ισχυρό στην εποχή του ρεύμα αμφισβήτησης της κομμουνιστικής ορθοδοξίας. Ο πατέρας του, ένας φιλελεύθερος δημοκράτης αστός, τον παρωθούσε να διαβάζει Κάουτσκι, Μαρξ. Κυρίως τον δεύτερο, για να τον κατανοήσει, όπως του έλεγε από μικρός και «να τον ξεπεράσεις γρήγορα» (σ. 288). «Του Γεωργίου Παπανδρέου δεν ήταν ποτέ αρμονικές…» οι σχέσεις με την Αριστερά (σ. 167), ούτε φυσικά, προσθέτω, της Αριστεράς με εκείνον…
Ο Ανδρέας όμως, σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, λέει ότι είχε «… και μια βαθύτερη προσωπική ανομολόγητη κόντρα μαζί του...». Ήταν ένα γεγονός τραυματικό γι’ αυτόν, από εκείνα που «παίζουν τον ρόλο τους μέχρι το τέλος της ζωής μας!» (σ. 163). Τον ενόχλησε πάρα πολύ, και ενώ το καταλαβαίνει και συνειδητά το υποβαθμίζει με τη σκέψη του, αυτό συνεχίζει να τον απασχολεί. «Ξέρω ότι αυτό το γεγονός με έχει επηρεάσει αρνητικά, αλλά δεν ξέρω πώς και γιατί» (σ. 164).Αναφέρομαι στην επ’ αυτοφώρῳ από τον γιο σύλληψη του Γέρου να κάνει έρωτα μέσα στο σπίτι τους με μια άλλη γυναίκα, όχι με τη μητέρα του μικρού Ανδρέα εννοώ.
Κατά τον Freud, ο πατέρας, ως απόλυτος εξουσιαστής στα αρσενικά και θηλυκά μέλη της ομάδας, διατηρούσε το αποκλειστικό δικαίωμα στην απόλαυση της γυναικείας σεξουαλικότητας ως κάτοχος όλων των γυναικών. Για τους λαογράφους η παγκόσμια Μυθολογία γέμει αρχαϊκών πατρικών μορφών: Κρόνος, Δίας, Λάιος, και θυμάτων τους (Νάρκισσος, Οιδίπους, Ιππόλυτος). Ο μυθολογικός πατέρας δεν υπόκειται στον νόμο. Μέσω αυτού του είδους ταύτισης θα αποκτήσει ο Ανδρέαςτην σεξουαλική του ταυτότητα; Λέγεται (δεν εξάγεται από τις συνεντεύξεις) πως ήταν ανέκαθεν δεινός ερωτύλος… Επιδρά ο συγκεκριμένος πατέρας στην ανάπτυξη της αρρενωπότητας του γιου του; Ή, η σεξουαλική ταυτοποίηση του αγοριού με τον πατέρα εξαρτάται από τον βαθμό στοργής που δέχεται από αυτόν και από το πόσον ουσιώδης είναι η σχέση τους; Κρίνω πως όπως κι αν δει κάποιος το ζήτημα, στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται.
Η σημαντικότερη απώλεια στη ζωή του Ανδρέα ήταν ο χαμός του πατέρα του (σσ. 97, 205). Έχασε το πρότυπό του και το στήριγμά του. Επιβεβαίωσε με αυτόν τον αφορισμό του την πλήρη αποδοχή του πατέρα του, επιβεβαιώθηκε αυτός ο λιμπιντικός δεσμός μαζί του. Όλη τους η κοινή ζωή δημιούργησε συνθήκες μιας προστατευτικής οικειότητας. Ακόμη και κατά την εφηβεία, όταν ο κάθε έφηβος (κατά Φρόυντ) διακατέχεται από την ασυνείδητη επιθυμία θανάτωσης του πατέρα (κατά τα γνωστά περί το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα), ο Ανδρέας δεν χρειάζεται να τον «φονεύσει» για να τον επανεγκαταστήσει μέσα του αργότερα.Βεβαίως, είχαν τις αναπόφευκτες μεταξύ τους συγκρούσεις, διαφωνίες, όπως συμβαίνει με όλες τις ισχυρές σχέσεις. Λέω δηλαδή ότι στην περίπτωση του Ανδρέα δεν χρειάστηκε να πεθάνει ο πατέρας του για να τον αποδεχτεί. Αντιθέτως, καθώς ο Γέρος στάθηκε ανέκαθεν άριστο πρότυπο, δεν είχε θέμα ο Ανδρέας να τον αποδέχεται, να τον θαυμάζει, να τον λατρεύει, και να τον θεωρεί σημείο αναφοράς του ες αεί.
Λιμπιντικός δεσμός δεν είναι μόνον η κλασική οιδιπόδεια σχέση με τον πατέρα, αλλά η σχέση με τον εξαιρετικό πατέρα. Πώς να μην του λείψει του Ανδρέα ο Γέρος του; Ήταν όλη του η Παιδεία, η σκέψη, ο εσωτερικός διάλογός του, αυτός που τον «εξίταρε», ένας επί γης θεός. Ο Ανδρέας, ο μετέπειτα χαρισματικόςηγέτης συνομιλούσε «εξ απαλών ονύχων» με την Ιστορία έχοντας δίπλα του την ίδια την Ιστορία. Άρα, συντελούσης και της δικής του ευφυούς και προικισμένης φύσης, είχε διά του πατρός του ορθάνοιχτο τον δρόμο να εξελιχθεί…
(#)… Ο Μανώλης Σέργης είναι καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής με καταγωγή από το Γλινάδο της Νάξου