Η Υπατία γράφει για την Ανάφη, τον τόπο εξορίας, την δύναμη των κατοίκων σήμερα να τιμήσουν τη μνήμη ανθρώπων που αγωνίστηκαν για τα πιστεύω τους…
Είναι εκείνη η ώρα… που σηκώνονται απ’ το θρόνο τους όλες οι Αναφιώτισσες.
Η Βίγλα, η Βαγιά, η Καμένη, η Χαλέπα… και τριγυρνάνε γύρω απ’ τα μνήματα. Ψυχών εξόριστων, βασανισμένων. Μαζί τους και η Παναγιά η Καλαμιώτισσα να σέρνει πρώτη το μοιρολόι γύρω απ’ το δράμα της μάνας, του πατέρα, του αγωνιστή, του κομμουνιστή, του αντιστασιακού όπως θέτε πείτε το.
Δεν είχαν μνήμα όλοι αυτοί οι λέφτεροι. Μα τώρα έχουν. Χθες το πρωί έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στην Ανάφη. Τον τόπο εξορίας τους.
Μα δε λες ότι ήταν κομμουνιστές… θα μου σφυρίξει ένας φίλος.
Ήταν αγωνιστές κι αυτό μου φτάνει… θα του σφυρίξω εγώ και ο καβγάς θα ανάψει.
Γέμισε κόσμο χτες το νησί της Ηλέκτρας Αποστόλου και των τόσων άλλων που μαρτύρησαν εκεί. Και μαζί κόκκινα σημαιάκια. Ο δήμαρχος πρώτος στο βήμα, μετά ο Κουτσούμπας. Πλήθος κόσμου με μόνο αντήλιοτο χέρι στα μάτια. Γλέντι στήνεται μετά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου. Νησιώτικα τραγούδια ξεχύνονται στα ανηφορικά σοκάκια.
Φεύγω από κει… τα σημαιάκια με χαλάνε και η ομπρέλα μιας κυρίας. Εγώ θέλω να αφουγκραστώ τα βράχια και το λυγμό τους. Θα ορκιζόμουνα πως μπορώ να ακούσω το λυγμό τους.
Μπράβο στην Ανάφη προλαβαίνω να πω. Τουλάχιστον αυτή η μικρή Κυκλάδα τιμά τη μνήμη των εξόριστων. Όχι σαν μερικές άλλες…
Τρέχω να βρω τη Βίγλα, τη Βαγιά, την Καμένη. Αυτές ξέρουν να μου πουν. Αυτές άκουγαν το λυγμό της Ηλέκτρας, όταν το 1939 έφτασε στο νησί με τη νεογέννητη κόρη της Αγνή. Εξόριστες κι οι δυό.
Κάπου σ’ εκείνα τα βράχια ακούμπησε το δάκρυ της η μάνα που θα γίνει η γυναίκα – σύμβολο της αντίστασης. Όταν θα βασανιστεί αργότερα στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.
– Μάνα εσύ και δε μετανιώνεις. Δεν υπογράφεις. Δε σκέφτεσαι το παιδί σου.
– Το παιδί μου σκέφτομαι και γι’ αυτό δεν υπογράφω…
Κοριτσάκι γλυκό τρικυμισμένο…εκεί στα ίδια βράχια θα ακούστηκε και το πρώτο γέλιο σου πριν σε πάρουν μια νύχτα κρυφά από την αγκαλιά της μαμάς σου.
Πόσες νύχτες αφέγγαρες κάτω από το φως ενός λύχνου, πόσες μυσταγωγικές κουβέντες θα γίνανε. Σκέφτομαι. Και πόσα πεισμωμένα στόματα με ένα κομμάτι ξερό ψωμί μόνο, σ’ ένα φαγωμένο στρώμα πάνω, θα θέριεψαν την κραυγή τους.
Κι εγώ τρέχω στη Βαγιά και τον Κάλαμο να αφουγκραστώ τα κοχύλια της θάλασσας που σέρνουν ακόμη εκείνη την κραυγή. Και μαζί τα άδολα γέλια της μικρής Αγνής.
Η κοινωνική ανθρωπολόγος του νησιού Μάργκαρετ Κένα… αυτός ο ζωντανός θρύλος που έφτασε στο νησί, όταν δεν είχε ακόμα ρεύμα και περιέσωσε μεταξύ άλλων το σπάνιο φωτογραφικό υλικό των εξόριστων…θα μου πει μια μέρα του 2019 γύρω από ένα φλυτζάνι καφέ…
«Το τελευταίο πράγμα που θέλω να δω πριν πεθάνω μετά τους αγαπημένους μου είναι ο Κάλαμος».
Ο Κάλαμος… αυτός που βαστεί γερά και ανυπομόνεφτα την απίστευτη βιοποικιλότητα του νησιού και μαζί όλα τα δάκρυα και τον πόνο των ανθρώπων.
Γυρίζω ξανά στα γνώριμα σοκάκια. Είναι νύχτα. Ησύχασαν τα βιολιά και τα λαούτα. Κι ακούω πίσω μου τα φουστάνια της Φιορέντζας των Κρίσπι να θροΐζουν… τις ιαχές του γενουάτη αρχιπειρατή της Ανάφης Ντε λο Κάβο… και βλέπω μες το σκοτάδι τις σαγίτες του Απόλλωνα να δείχνουν το δρόμο.
Το δρόμο προς όλες τις Ηλέκτρες του κόσμου που ακροπατούν στα βράχια και σφίγγουν τη γροθιά τους κι απαντέχουν σε πείσμα των καιρών. Σε όλες τις Ηλέκτρες που δεν υπογράφουν σε καμιά σκλαβιά και μένουν λέφτερες μέχρι το τέλος.
Εδώ είναι το νησί σας.
Ηλέκτρες.
Αυτός είναι ο δρόμος.
Κι άλλον δεν έχει κανένα.
Υπατία