Η Υπατία τοποθετείται πάνω στο θέμα των νεκρών παιδιών που εντοπίστηκαν στις παραλίες της Νάξου τα τελευταία 24ωρα.. Μας μεταφέρει στο καλοκαίρι, το χειμώνα βάζει τις διαφορές και εύχεται ” Να μην πετρώσει ο πόνος, κι αυτό είναι κάτι”.
Υπάρχουν κι αυτοί οι νεκροί… που δεν έχουν τάφο. Παρά μονάχα ένα απέραντο υδάτινο προσκεφάλι.
Υπάρχουν κι αυτοί οι νεκροί… που δεν έχουν κανέναν να τους κλάψει. Και βολοδέρνουν μες τα κύματα. Μόνοι. Και άμποτε κανείς αλήθεια να τους ψάξει.
Υπάρχουν κι αυτοί οι νεκροί… που ενίοτε θα τους ξεβράσει κάποιο χειμωνιάτικο κύμα σε κάποια χρυσαφένια αμμουδιά ενός καλοκαιριού.
Ανάμεσά τους και κορμάκια μικρών παιδιών, με φαγωμένα τα μουτράκια από τα ψάρια. Σωστοί ναυαγοί που δε φοβήθηκαν μόνα στα πεντακόσια μέτρα βάθος, που αφήκανε το χέρι της μαμάς τους, κάπου μπερδεύτηκε και το χάσανε και κείνα μείναν μόνα, μα δε φοβήθηκαν.Και είχαν το σακίδιο στην πλάτη… σωστοί ναυαγοί σου λέω…βαρύ το σακίδιο να δεις…με κάτι μουλιασμένα ρουχαλάκια και μπισκότα μέσα.
Να, σ’ εκείνη την ίδια αμμουδιά που ακόμη μυρίζει καλοκαίρι, ακούγονται ακόμη οι φωνές των δικών σου παιδιών, και οι δικές σου μη σου πω… γλυκιά μανούλα τρυφερή …που τα φώναζες να βάλουν αντηλιακό… και γκρίνιαζες μετά γιατί σου χύθηκε ο καφές στην άμμο. Και μετά πάλι τα κυνηγούσες να τα ντύσεις για να πάτε να φάτε στην ταβέρνα από πάνω.
Σ’ εκείνη εκεί την ίδια χρυσαφένια αμμουδιά στον Αλυκό… στριμώχτηκαν χθες δυό κόσμοι. Γιατί ήρθε εκείνο το κορμάκι το φαγωμένο από τα ψάρια… σε προχωρημένη σήψη είπανε… που έχει…είχε… Δεν έχει πια ενεστώτα γι’ αυτό… Είχε την ίδια ηλικία με τα παιδάκια σου που παίζαν…εκεί ακριβώς που το ίδιο κύμα ξεβράζει σήμερα τον ανθρώπινο πόνο, τον πετρωμένο σε ό,τι τρυφερό κρέας του απόμεινε πια. Και σε ό,τι ρουχαλάκια και μπισκότα απόμειναν σε ένα σακίδιο ασήκωτο απ’ το βάρος.
Κι εσύ ευρωπαία μάνα, γλυκιά, τρυφερή, θες να τρέξεις ξαφνικά εκεί στη χρυσαφένια αμμουδιά του καλοκαιριού σου…να τρέξεις δίχως να σε δει κανείς!
Να τρέξεις πάνω από κείνο το προχωρημένο σε σήψη κορμάκι…δε σε νοιάζει…να το αγκαλιάσεις θες…που δεν έχει πια μάνα…να γίνεις εσύ μάνα του για λίγο…γιατί μπορεί κανείς να μην το κλάψει…να του ισώσεις λίγο τα ρουχαλάκια του στην άμμο… να το ρωτήσεις μήπως πεινά μήπως κρυώνει ή μήπως φοβάται δίχως τη μαμά του…
Να τρέξεις ξυπόλητη θες ουρλιάζοντας, με ξέπλεκα τα μαλλιά σου και τον πόνο ζωγραφισμένο στο βλέμμα, να ανεμίζουνε τα φουστάνια σου και η μαντήλα σου όπως θα έκανε ακριβώς εκείνη η μάνα…να παραμερίσεις θες, ουρλιάζοντας όλους τους όφισερ της θάλασσας και τους ντόκτορς που έχουν μαζευτεί από πάνω του μα είναι πια αργά.
Κι ενώ ξέρεις πως θα κάνουν καιρό να ξαναφάνε και κείνοι ψωμί μαζί με σένα…μαδε σε νοιάζει…εσύ να το αγκαλιάσεις θες και να ουρλιάξεις προς όλη τη θάλασσα…αλήτες αλήτες αλήτες… να φύγει μια κραυγή και ένα αλήτες μαζί προς όλη την ανθρωπότητα απανταχού και απεριόριστα… έτσι όπως θα είσαι πεσμένη πάνω στη χρυσαφένια άμμο.
Ένα αλήτες προς όλους τους μικρούς και μεγάλους καρχαρίες της στεριάς και της θάλασσας που αφήκανε ένα παιδί να πνίγεται στα κύματα με ένα βαρύ σακίδιο στην πλάτη.
Και σφουγγίζεις το δάκρυ σου και πνίγεις τον καημό σου μετά και δεν ξεστομίζεις ποτέ εκείνο το :
«Μιά βάρκα να είχαμε ρίξει ακόμη … Μιά!»
Γιατί θα ακουστεί βαρύ και κανείς ίσως δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω.
Γιατί θα ακουστεί βαρύ σε όσους προχθές πέσαν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν ένα ξύλινο σταυρό και όχι κάτι άλλο…
Γιατί θα φανεί βαρύ και σε σένα που εκείνη την ώρα τηγάνιζες πατάτες και χαιρόσουνα στη ζέστα του σπιτιού σου.
Και επιτέλους θα φανεί βαρύ που εσύ και τα παιδιά σου κατά τύχη είστε σε έναν κόσμο που έχει καράβια και Μπλου Σταρ και όχι στον άλλον που έχει φορτωμένες με σταυρούς από σάρκα και όνειρα και πόνο βάρκες, που θα μπατάρουν μια μέρα στ’ ανοιχτά.
Τουλάχιστον όμως να μπορείς να κλάψεις γι’ αυτό το παιδάκι, είναι κάτι.
Να μην πετρώσει ο πόνος, κι αυτό είναι κάτι.
Να μην αντέχουμε στα ξεβρασμένα πτώματα, κι αυτό είναι κάτι!
Υπατία
(*) Ο πίνακας είναι της Zaklin Polenaki.