Η Υπατία κάνει μία βόλτα στην πολύβουη και φωτισμένη πόλη… Και σκέφτεται… Ο Καζαντζάκης στο μυαλό της αλλά και ο άλλος εαυτός της… Ποιες είναι οι σκέψεις της αλήθεια;
Περπατούσε στο κέντρο της καταστόλιστης Πολιτείας και η καρδιά της σφίγγονταν από την αντίθεση. Τόσα λαμπιόνια έξω στους δρόμους και τις πλατείες και κείνη μέσα της μαύρο σκοτίδι…
Περπατούσε και σκεφτόταν πόσα να ξοδέψει απόψε. Τα παιδιά γκρινιάζανε, θέλαν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και μερικά στολίδια. Θέλαν να γράψουν και γράμμα στον Άη Βασίλη. Κλασικά ο μικρός θα ζητούσε πάλι το playstation 5, που ο μόνος τρόπος να το αποκτήσει θα ήταν όντως να του το φέρει ο Άη Βασίλης.
Μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο. Το αγαπημένο της. Συνήθως έβριθε από κόσμο και οι υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν στο βάθος νευρικά. Αυτή τη φορά δεν ήταν κανείς. Πλησίασε την ιδιοκτήτρια πίσω από μια κολόνα, τρόμαξε να τη βρει, και κείνη της ζήτησε να δει τα χαρτιά της διστακτικά. Ξέρετε το πρόστιμο…πήγε να δικαιολογηθεί. Ξέρω, ξέρω, την καθησύχασε Τα έχω όλα, μην ανησυχείτε. Η βιβλιοπώλισσα της χαμογέλασε ανακουφισμένη. Μόνο που όταν πήγε να πληρώσει, διέκρινε στο βλέμμα της μια απόγνωση. Τα νοίκια τρέχουν… οι υπάλληλοι, δεν έχω πια λεφτά να τους πληρώνω… οι φόροι τρέχουν… ειλικρινά δεν ξέρω αν θα καταφέρω να κρατήσω το μαγαζί αυτή τη φορά…όλα αυτά ήταν σα να έλεγε το βλέμμα της.
Βγήκε έξω και τυλίχτηκε στη θλίψη. Εκείνης της βιβλιοπώλισσας. Και να ‘ σου, ξανά τα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν ρυθμικά. Τι παραφωνία Θεέ μου, σκέφτηκε. Πίσω από το άδειο βλέμμα της βιβλιοπώλισσας είδε το άδειο τραπέζι των υπαλλήλων της τη μέρα των Χριστουγέννων και η καρδιά της σφίχτηκε πάλι.
Μπήκε σε ένα φαρμακείο.
Ο Καζαντζάκης έλεγε πως μόνο άμα νοιώσεις τον πόνο των άλλων, μόνο τότε λογάσαι άνθρωπος. Αυτό σκεφτόταν όταν έμπαινε.
Ο φαρμακοποιός της έδωσε ένα σελφ τεστ που δικαιούνταν δωρεάν. Είναι για το ρεβεγιόν της είπε. Για να πάτε ελεγμένη.
Νομίζω πως η λέξη κλειδί – κερασάκι στην τούρτα…στην ξέχειλη από θλίψη καρδιά της ήθελα να πω… ήταν αυτή.
Ρεβεγιόν…
Που σα βρισιά ακούστηκε εδώ που τα λέμε.
Και να σου ξανά ο Καζαντζάκης στο μυαλό της. Μόνο άμα νοιώσεις τον πόνο των άλλων…
Ποιο ρεβεγιόν; Πώς θα μπορούσε κανείς να εορτάσει φέτος; Με τόση θλίψη απόγνωση και θάνατο τριγύρω. Σκεφτόταν.
Βγήκε από το φαρμακείο νευριασμένη. Όλα τα φωτάκια γυρίζαν στο μυαλό της. Και ξαφνικά, ήθελε να τα ξεκρεμάσει όλα! Να ησυχάσουν λίγο τα μέσα της από τη φωταψία.
Αν έστω και μια οικογένεια υποφέρει. Φώναζε από μέσα της. Αν έστω και μια οικογένεια δεν έχει τα βασικά για το γιορτινό τραπέζι. Αν έστω και μια οικογένεια έχει μια άδεια καρέκλα φέτος σε κείνο το τραπέζι…
Αν έστω και μία… και είναι τόσες πολλές Θεέ μου! Όπου και να κοιτάξω βλέπω απόγνωση…
Μα τα παιδιά πρέπει να χαρούν, είναι Χριστούγεννα. Πετάχτηκε μια άλλη φωνή από μέσα της. Δεν μπορείς να βυθιστείς στο πένθος. Τα παιδιά!
Όχι! Δε λεγόμαστε άνθρωποι να κρεμάμε φωτάκια και να διασκεδάζουμε, όταν ο πόνος η φτώχεια και η αδικία βασιλεύουν στον κόσμο…και τα παιδιά είναι μέρος αυτού του κόσμου. Έλεγε μια άλλη φωνή!
Πάλευε ο Καζαντζάκης μέσα της, με το Δήμαρχο της πόλης και την τόσο εορταστική του διάθεση. Ακόμη και ένα κομμάτι ουρανού είχε φτιάξει από γαλάζια λαμπιόνια…σήκωνες το κεφάλι σου και έβλεπες έναν μπλε ουρανό…
Και όση ώρα πάλευε μέσα της, ξαφνικά ακούγονται κρότοι από βεγγαλικά που σκάγαν πιο πέρα στην πλατεία. Και ήταν αλήθεια, σα να ανατινάζαν βράχους.Και ήταν το άναμμα του Δέντρου απόψε. Το είχε ξεχάσει.
Να φέρω τα παιδιά να το δούνε αύριο…σκέφτηκε εξαντλημένη από την πάλη…
Και τάχυνε το βήμα.
Να περάσουμε φτωχικά κι ας έχουμε υγεία σκεφτόταν και μαλάκωνε τα μέσα της.
Κι αγάπη! Πετάχτηκε η άλλη φωνή. Γιατί αυτή δεν μπορεί να μας την πάρει κανείς.
Υπατία