Όταν κάποιοι συγχωριανοί μου παλαιότερα (αναφέρομαι στον 20ό αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ’70) τελείωναν τη «φεγγέρα» τους (vegghera), την εσπερίδα τους, σε κάποιοι συγγενικό / φιλικό σπίτι, ανάμεσα στις φράσεις που συνήθιζαν να εκφέρουν [π.χ., «πάμενε για τα τσόλια», για τα φτωχικά μας κλινοσκεπάσματα, ή «πάμενε να κοιντηνέψομενε» (έχω γράψει παλαιότερα για τη λέξη «*κοιτηνεύω»)] ήταν κι αυτή που μελετώ στο σημερινό σύντομο σημείωμα: «Πάμενε να κοροϊδέψομενε τσοι (α)πεθαμένοι!»
Κείμενο του Μανόλη Σέργη (*)
Οι σχέσεις νεκρών και ζώντων αρχαιόθεν (μένω αποκλειστικά στην ελληνική περίπτωση) διακρίνονταν από τα εξής στοιχεία, όπως διεξοδικά έχω παρουσιάσει στο βιβλίο μου Διαβατήριες τελετουργίες στον μικρασιατικό Πόντο (Ηρόδοτος, 2007).
Οι νεκροί κατά τη λαϊκή αντίληψη εθεωρούντο επίζηλα όντα, μοχθηρά, απαιτητικά, ιδίως προς τους συγγενείς τους. Στερημένοι τη χαρά της ζωής εξεδήλωναν φθόνο για τους επιζώντες που συνέχιζαν να χαίρονται τις μεγάλες ή μικρές της χαρές.
Οι ζώντες, από την άλλη πλευρά, φρόντιζαν παντοιοτρόπως να μηδενίσουν τον προαναφερθέντα φθόνο. Προς τούτο είχαν καθιερώσει συγκεκριμένες πρακτικές παρεμπόδισης της επιστροφής τους επί γης (ποιος δεν έχει ακούσει τη λαϊκή πρόληψη ότι οι νεκροί εξέρχονται τη νύχτα από τον τάφο τους και, το χειρότερο, ότι κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζώντες ως κακοποιοί βρικόλακες). Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες τέτοιες πρακτικές:
♦ Κατά την έξοδο του νεκρού από την κατοικία του έθραυαν μια κανάτα με νερό. Η λαϊκή ερμηνεία της συγκεκριμένης τελετουργικής δράσης από το Γλινάδο μάς λέει ότι αποσκοπούσε στο να είναι «δροσερή η ψυχή του» στη νέα αιώνια κατοικία του ή το νερό, ως διαβατήριο μέσον, να την οδηγήσει γρηγορότερα και ασφαλέστερα στα «δώματα του Άδη».
♦ Έχυναν νερό γύρω από τον τάφο του κυκλικά, δημιουργούσαν δηλαδή γύρω από τη νέα κατοικία του έναν συμβολικό κύκλο προστασίας. Αυτόν τον ίδιο κύκλο δημιουργούσαν με περικλεισμό του νεκρού στον τάφο του, δημιουργώντας κινούμενοι κύκλους συμβολικούς γύρω από τη νέα του κατοικία: Απέκλειαν το «κακό πνεύμα» του νεκρού εντός συγκεκριμένου κύκλου, όπως, θυμίζω, αντιθέτως, με τον «περισχοινισμό» ενός χωριού απέκλειαν τις έξωθεν εισερχόμενες (π.χ.) σε ένα χωριό ασθένειες, αποτρέποντας την είσοδό τους σ’ αυτό.
♦ Επέλεγαν τη θέση του νεκροταφείου του χωριού στην αντίπερα όχθη κάποιου ποταμού, όπου αυτός υφίστατο, για να αποτελεί φραγμό προστασίας στην κοινότητα (το υγρό στοιχείο και πάλι μέσον προφύλαξης). Η πρακτική μάς θυμίζει τον Αχέροντα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, τον οποίο έπρεπε να διαπλεύσει ο Χάρων με την περιβόητη βάρκα του, φορτωμένη νεκρούς για να τους μεταφέρει στον Άδη.
♦ Καθ’ όλη την εκφορά του νεκρού το κεφάλι του βρισκόταν, εν σχέσει προς τα πόδια του, πίσω, για να μην μπορεί εκείνος να στρέψει το πρόσωπό του προς τα εκεί ή να αποτυπώσει τη διαδρομή για την επιστροφή του.
Παράλληλα, απέβλεπαν στον εξευμενισμό τους, στη συμφιλίωση με το πνεύμα του. Θυμηθήτε:
■ τα «κτερίσματα» (τα προσωπικά τους αντικείμενα, την κυρίως υλική ικανοποίηση του νεκρού) που συνέθαπταν με κείνους, πρακτική που τους αφαιρούσε κάθε αφορμή να επιστρέψουν και να τα διεκδικήσουν (απόδειξη, ταυτοχρόνως της πίστης τού «παραδοσιακού» ανθρώπου στην «άλλη ζωή», στην οποία οι νεκροί συνεχίζουν την επίγεια)
■ τα απαραίτητα μνημόσυνα (είναι οι «μνῆμαι» ή οι «μνεῖαι» των Βυζαντινών, που τελούνταν συνήθως την τρίτη, την ένατη και την τεσσαρακοστή ημέρα μετά από τον θάνατο)
■ την αποχή από εκδηλώσεις που προξενούσαν χαρά και ηδονή
■ τη χρήση μαύρων ενδυμάτων ως ένδειξη πένθους («πάντες οι νεκρούς θρηνούντες μέλανα περιβάλλονται», Ιωάννης της Κλίμακος)
■ την ατημελησία των ανδρών (αξύριστοι επί 40ήμερο) και των γυναικών (απλυσία), κλπ. κλπ.
Μία από αυτές τις προστατευτικές – εξευμενιστικές πρακτικές ήταν και η «λεκτική τελετουργία» «Πάμενε να κοροϊδέψομενε τσοι (α)πεθαμένοι!». Τι σημαίνει αυτή, σύμφωνα με τα όσα προηγήθηκαν εδώ; Πάμε να κοιμηθούμε, να γίνουμε κι εμείς προσωρινά νεκροί, «γεγονός» που θα προκαλέσει και την καταστολή της ζήλειας των τεθνεώτων, θα τους ηρεμίσει, άρα θα αποφύγουμε την μήνιν τους…
Θυμίζω ότι ο θεός / δαίμων Ύπνος στην αρχαία ελληνική μυθολογία ήταν δίδυμος αδερφός με τον Θάνατο, και ότι ο ύπνος εθεωρείτο ένας μικρός θάνατος. «Ο Ύπνος είναι πρόσκαιρος θάνατος και ο Θάνατος αιώνιος Ύπνος» γράφει κάπου ο Ευριπίδης, «μνήμα της νυκτός» αποκαλεί ο Αριστοτέλης τον ύπνο, «Πλάτων έφησε τον μεν ύπνον ολιγοχρόνιον θάνατον, τον δε θάνατον πολυχρόνιον ύπνον», «Ύπνος ουδέν εστιν ή θάνατος πρόσκαιρος και εφήμερος τελευτή» (Ιω. Χρυσόστομος), Ο θάντος ήταν «αιέννυπνος» με άλλα λόγια.
Άρα, κοιμώμενοι οι Γλιναδιώτες πρόγονοί μου περιέπιπταν δήθεν στην κατάσταση των νεκρών, εξομοιώνονταν προσωρινώς μ’ αυτούς, τους εξιλέωναν μετατιθέμενοι στη δική τους «τάξη πραγμάτων». Βεβαίως ενυπήρχε σ’ αυτούς ο φόβος μην ο προσωρινός νυκτερινός ύπνος μετατραπεί σε αιώνιο του θανάτου. Από τους/τις πολύ παλαιότερους/ες πληροφορητές/τριές μου γνωρίζω τους διαφόρους τρόπους τους οποίους μετέρχονταν για να αποφύγουν αυτή τη σύνδεση, αναφέρω εδώ ενδεικτικά το είδος των προσευχών που ανέπεμπαν στο Θείο. Το «πώς» και το «αν» ακόμη «θα ξημερώνουντανε» τους απασχολούσε πολύ…
Με την πάροδο των δεκαετιών, μιλώ πάντα για τον 20ό αιώνα, ο φόβος των επίζηλων νεκρών σχεδόν εξαλείφθηκε. Μετά το 1960 παρατηρώ πως οι περισσότεροι/-ες γνώριζαν πλέον (ή παραδέχονταν πλέον) ότι η φράση που αναλύω εδώ ήταν ένα λεκτικό παίγνιο, για να επαναφέρουμε έτσι στη συζήτησή μας τη διάκριση «παίγνιον» και παιχνίδι στον λαϊκό μας πολιτισμό ή τους όρους ορθολογισμός και «υπέρ λόγον αλήθειαι». Αλλά αυτό είναι θέμα ενός άλλου σημειώματος.
O επισυν. πίνακας «Ύπνος και Θάνατος» είναι έργο του J. W. Waterhouse (1894)
(#) Μανόλης Γ. Σέργης Ομότ. Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης