Η στροφή προς τον ποιοτικό χαρακτήρα του τουρισμού αποτελεί, εδώ και χρόνια, μονόδρομο για τους ελληνικούς προορισμούς.
Του Νότη Μαρτάκη
Φαινόμενα υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού ή και συγκριτικά στοιχεία που περιορίζονται μόνο στις αφίξεις, παραγνωρίζοντας τις διανυκτερεύσεις και τη Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη, δίνουν λανθασμένη εντύπωση ως προς την επιτυχία του στόχου της τουριστικής ανάπτυξης. Πολύ περισσότερο, που, οι τελευταίες δυσμενείς επιρροές εξ αιτίας της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και των ανατιμήσεων προϊόντων και υπηρεσιών σε συνάρτηση και με την αύξηση των επιτοκίων, συμπιέζουν το μέσο εισόδημα του καταναλωτή των διακοπών ενώ, ταυτόχρονα, εκτοξεύουν το λειτουργικό κόστος εξυπηρέτησης των πελατών από τις επιχειρήσεις μεταφοράς, φιλοξενίας και διαμονής.
Είναι, συνεπώς, παρακινδυνευμένη κάθε πρόβλεψη για χρονιά – ρεκόρ ακόμα και σε επίπεδο ταξιδιωτικών εισπράξεων, πράγμα που είχαμε επισημάνει και στο πρόσφατο παρελθόν όταν είχαμε διαχωρίσει τα ταξιδιωτικά κριτήρια του 2022 έναντι της εφετινής και των επόμενων τουριστικών περιόδων.
Πέρυσι ίσχυαν ως κίνητρα τα λεγόμενα «ταξίδια εκδίκησης».
Και εφέτος, όπως επισημαίνει έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδιών «οι συρρικνούμενοι προϋπολογισμοί ταξιδιών σηματοδοτούν το τέλος της εκδίκησης-δαπανών των διακοπών». Η ίδια, μάλιστα έρευνα της ETC που πραγματοποίησε η MINDHAUS, επισημαίνει ότι το 72% των Ευρωπαίων, λιγότεροι κατά 5% από πέρυσι, σκοπεύουν να ταξιδέψουν μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου, εξέλιξη που, όπως αναφέρεται, επηρεάζεται από τη μείωση της τάσης «revenge travel» που κυριάρχησε την πρώτη περίοδο μετά τον κορωνοϊό.
Τρία χρόνια πριν, στις 21 Μαϊου του 2020, είχαμε επισημάνει ότι «πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτό, ότι ο Τουρισμός, ως οικονομική δραστηριότητα, μετρά τις επιδόσεις του περισσότερο σε εισπράξεις και λιγότερο σε αφίξεις. Το θέμα λοιπόν δεν είναι μόνο να υπολογίζουμε “κεφάλια” αλλά κεφάλαια».
Επειδή, έκτοτε, μεσολάβησαν νέα ,μετά την πανδημία, απρόβλεπτα γεγονότα, ακόμα και τα εισρέοντα κεφάλαια απαιτούν επαναξιολόγηση. Και εξηγούμαστε : Το ΔΝΤ αναμένει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 3,4% το 2022 σε 2,8% το 2023. «Η αβεβαιότητα είναι υψηλή και το ισοζύγιο των κινδύνων αυξάνεται, όσο ο χρηματοπιστωτικός τομέας παραμένει άστατος», ανέφερε το Ταμείο στην τελευταία του έκθεση.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα έγκυρων Μέσων Ενημέρωσης, τα γεγονότα του Μαρτίου είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς η πιο απότομη αύξηση των επιτοκίων από τη δεκαετία του 1980 μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
«Κάτω από την επιφάνεια δημιουργούνται αναταράξεις και η κατάσταση είναι αρκετά εύθραυστη, όπως μας υπενθύμισε η πρόσφατη περίοδος τραπεζικής αστάθειας», προειδοποίησε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσά. Και όπως σχολιάσθηκε, «αρχικά, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής είχε αποτελέσει καλό νέο για τις τράπεζες, κυρίως λόγω της ώθησης στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα.
Ωστόσο, οι τριγμοί στον κλάδο τον Μάρτιο έδειξαν και την άλλη πλευρά του νομίσματος αυτού. Η αυστηροποίηση των πιστωτικών συνθηκών που είναι ήδη εμφανής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, καθώς και οι πρόσφατες εξελίξεις κάνουν τις τράπεζες πιο επιφυλακτικές σε ποιον δανείζουν, πόσο δανείζουν και με ποιο επιτόκιο. Αυτό θα εμποδίσει τις πιστωτικές ροές και θα χτυπήσει τα μεγέθη των τραπεζών αλλά και την οικονομία».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις που είδαν το φώς της δημοσιότητας «στο υπόλοιπο του 2023, το περιβάλλον για πολλές εταιρείες θα γίνει πιο δύσκολο, με την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης να επιβαρύνει τα έσοδα, ενώ η μειωμένη ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλίσουν τα υψηλότερη κόστη στους καταναλωτές, θα πιέσει τα περιθώρια κέρδους». Είναι, συνεπώς, σαφές ότι το προβληματικό ( αν όχι δυσοίωνο) αυτό περιβάλλον θα περιορίσει, αν όχι τον αριθμό των ταξιδιωτών, τουλάχιστον τη μέση δαπάνη τους.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην αρχική μας τοποθέτηση ως προς την ανάγκη καταφυγής στην ανάδειξη της ποιοτικής διάστασης του τουρισμού. Η επίτευξη αυτού του στόχου έχει μεγαλύτερη αξία από οποιαδήποτε ανάλυση είτε σε αφίξεις είτε ακόμα και σε πληρότητες, όταν μάλιστα δεν γνωρίζουμε με ποιες τιμές καλύφθηκαν. Πολύ περισσότερο που λίγο καιρό πριν, σημαντικός ξενοδοχειακός παράγοντας της Ρόδου επεσήμαινε ότι ασκούνται πιέσεις από ταξιδιωτικούς φορείς του εξωτερικού για συμπίεση των ξενοδοχειακών τιμών.
Έχουμε επανειλημμένα επισημάνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα αξιόλογο τουριστικό προϊόν. Αν συμπληρωθεί με το αντίστοιχο επίπεδο υπηρεσιών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με έμφαση στην εκπαίδευση και τη μετεκπαίδευση του απασχολούμενου προσωπικού σε όλους τους κλάδους (άμεσους αλλά και έμμεσους) που συναλλάσσονται με τους επισκέπτες, μπορεί η επιδιωκόμενη στροφή στην ποιότητα να έχει αποτέλεσμα.
Τότε – και μόνο τότε – θα μπορούμε, δικαιωματικά, να μιλάμε για επιτυχία στην εφετινή και τις μελλοντικές τουριστικές χρονιές. Γιατί, αν συνεχίσουμε να πουλάμε μια «πρώτη ύλη» σημαντικής αξίας όπως είναι η φύση, η γραφικότητα, η ιστορία και ο πολιτισμός, με φτηνές υπηρεσίες, το «marketing mix» θα παραμείνει εγκλωβισμένο στη σφαίρα του “marketing myopia”.
(*) Νότης Μαρτάκης – πρόεδρος του Ομίλου MTC GROUP