Η Υπατία μιλάει για τις “μανάδες”.. Για τη σημασία αυτής της τόσο σημαντικής λέξης για την ζωή μας
Μάνες… που βούλιαξαν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Κι έφτασε ο πόνος μέχρι το μεδούλι. Να μην έχεις πια που να σταθείς.
Έξω από αίθουσες δικαστηρίων, μάνες που γίνηκαν θεριά ολάκερα και βγάλανε κραυγή μεγάλη για τα αδικοχαμένα παιδιά τους. Και τα θεριά ακόμη τα άλλα στα δάση λουφάξανε σαν άκουσαν τη βροντερή κραυγή τους.
Μάνες που νεκροφίλησαν! Τους γιους και τις κόρες. Η μάνα της Ελένης μας, της Ερατούς μας, της Γαρυφαλλιάς μας, η μάνα του Φύσσα, η μάνα του Ζακ,που γίναν σύμβολα και μάνες όλων.
Και τόσες άλλες μάνες, που δε θα μάθουμε ή δε θα ακούσουμε ποτέ τη δικιά τους κραυγή ακόμη.
Μάνες που τα παιδιά τους γινήκανε και δικά μας και δεν μπορείς πια να κοιμηθείς ήσυχα τα βράδια. όσο αυτές οι μάνες στην πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία μας δεν έχουν βρει ακόμη το δίκιο. Των παιδιών τους.
Μάνες Εκάβες που δεν πρόκειται να φάνε ποτέ ξανά μια μπουκιά γλυκό ψωμί να χορτάσουν. Γιατί όλα γίνονται στάχτη κι αποκαΐδια στα χείλη από το δάκρυ που τρέχει.
Μάνες…
Που μπήκανε στα νοσοκομεία μαζί με τα παιδιά τους και κρατούν ορούς και σωληνάκια σε κορμάκια που λιώνουν κάθε μέρα. Κι αυτέςμαζί. Λιώνουν.
Μάνες που σφουγγίζουν ακόμη τα σάλια των παιδιών τους κι ας είναι τριάντα, με μόνη ανομολόγητη ελπίδα να μην πεθάνουν εκείνες πρώτες. Γιατί ποιος θα φροντίζει έπειτα τα ιδιαίτερα παιδιά τους.
Μάνες που κλαίνε. Κι ελπίζουν κι απαντέχουν.
Μάνες που έχουν τόση αγάπη να δώσουν. Αστείρευτη η αγάπη της μάνας και άλλη πιο ανιδιοτελή και πιο βαθιά από τούτη δε γνωρίζω.
Δεν έχω ευχάριστα μάνες!
Βαρύ το κεφαλομάντηλο. Της μάνας. Και μια φορά μάνα για πάντα μάνα.
Και μια ζωή ξενύχτι κι αγωνία μέχρι το βράδυ το παιδί να γυρίσει στο σπίτι.
Μάνες που κοιλοπόνεσαν και χάλασε το σώμα τους κι έκανε ραγάδες και βγήκαν στη γύρα για δουλειά, με ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλα δυο στο σπίτι.
Και πλύναν σκάλες και σφίξαν τα δόντια τους για να αναστήσουν παιδιά και μείναν μόνες χωρίς άντρα.
Μάνες …που μυρίζουν πρωτόγαλα και χαϊδεύουν στοργικά κεφαλάκια και ξενυχτάνε για να ‘ ναι έτοιμα όλα το πρωί πριν φύγουν για δουλειά.
Μάνες …που φωνάζουν μη τρέχεις θα χτυπήσεις μη …πάρε ζακέτα θα κρυώσεις …μη τρως πολύ ή φάε λίγο γιατί δεν τρως.
Μάνες …που δακρύζουν στο πρώτο ποίημα του παιδιού τους στο σχολειό και φοράνε ακριβό φυλαχτό αυτό το αδέξιο που τους έφτιαξε μαζί με τη δασκάλα.
Μάνες …που κοιλοπόνεσαν. Που ταχτάρισαν. Που βύζαξαν.Που γέμισε ο κόσμος γάλα. Και μωρουδίλα. Κι αγάπη. Που έχασαν τον εαυτό τους και μετά τον βρήκαν.
Και τί θα είμασταν εμείς χωρίς τις μάνες;
Τα παιδιά λένε ορφανεύουν από μάνα.
Μάνες.
Ας είναι ευλογημένες.
Κι όσες πονούν εύχομαι να βρουν τη γαλήνη. Κάτω από τη Μία. Τη Μάνα όλων.
Μάνες …που λαχτάρισαν και δε γίναν μάνες. Ποτές. Κι αυτές είναι μάνες!
Μάνες που υιοθέτησαν κι άνοιξαν την αγκαλιά και την πόρτα του σπιτιού τους σ’ ένα παιδί ξένο και μόνο στον κόσμο. Αυτές κι αν είναι μάνες!
Μάνες …που τρυφερά χεράκια γαντζώνονται γύρω απ’ τα φουστάνια τους κάθε πρωί μπροστά στον παιδικό και κλαίνε.
Μάνες! Πρώτες μήτρες αιώνιες που μια ζωή θα αναζητάς τη μυρωδιά και τον ήχο από τα έντερα όπως κάναν όσο ήσουν στην κοιλιά τους.
Μάνες …που γίνηκαν άγγελοι στον ουρανό κι ακόμη είναι μάνες!
Υπατία