Η Υπατία αποδίδει φόρο τιμής στον πατέρα.. Γιορτάζει σήμερα ε; Αλήθεια πόσοι το θυμηθήκαμε;
Δε θυμάμαι να λείπω συχνά από το σχολειό. Μόνο τις μέρες που ήμουν άρρωστη πολύ. Και θυμάμαι, μια τέτοια μέρα ήταν, που τον περίμενα να γυρίσει από το χωράφι. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεββάτι μου…θυμούμαι και τη μυρωδιά από κάτι χυμένα ρύζια που είχα κάνει μόλις εμετό από τα πιλάφια της μάνας μου.
Δε λέγαμε πολλά. Απλώς τον περίμενα. Να ‘ρθει να κάτσει λίγο δίπλα μου…τον περίμενα όλη μέρα για κείνη την ερώτηση …την πρόσμενα …με κείνο το γλυκό του ύφος να ρωτήξει “αν είμαι καλύτερα” …και μετά να συνεχίσει τις δουλειές που ήταν του σπιτιού. Να φτιάξει τα έχνη και τα ζωντανά.
Και τότε μόνο όλα σιάζαν μέσα μου. Μετά από κείνη την ερώτηση. Που ήταν η επισφράγιση της αγάπης μας.
Μικρή ήμουνα …μα τη μυρωδιά του πατέρα και την ασφάλεια που ένοιωθα δίπλα του, όποτε φυσούσε μανιασμένα ο βοριάς ή είχε αστραπόβροντα τις νύχτες του χειμώνα,ακόμη τη θυμούμαι.
Όπως και την αγωνία μην τον χάσω…
Πατέρας…μπαμπάς…
Γιορτάζει σήμερα.
Τι κι αν ξέφτισαν οι μνήμες σαν τα ασπρόρουχα που πλύθηκαν στο πλυσταριό φορές πολλές …θα είμαι πάντα το κοριτσάκι του.
Για τους μπαμπάδες του κόσμου, που την πρώτη φορά κοιτάξανε αδέξια το μικρό πλασματάκι που τους δώσανε στο μαιευτήριο και δεν ξέραν τι να πρωτονοιώσουν …γιατί μπορεί να μην πήραν κιλά ή να μη σκίστηκαν τα σωθικά τους στα δυό … μα κάτι παράξενο φούσκωνε μέσα τους καιρό που γέμιζε δάκρυα τα μάτια τους,που ποτέ δεν κλαίνε…
Για τους μπαμπάδες του κόσμου, που γίνηκαν μάνες ή και μάνες ή και χαζομπαμπάδες ακόμη για τους μικρούς πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες τους…
Για τους μπαμπάδες, που φτάνουν σκασμένοι στο ολοήμερο στις 4 να πάρουν το παιδί απ’ το σχολειό κι έχουν τα ρούχα τους ακόμη μπογιά και σοβάδες από την οικοδομή…
Για τους μπαμπάδες, που ξενυχτάνε να διαβάσουν για τη σχολή, με δυο και τρία πιτσιρίκια μαζί, γιατί η γυναίκα τους δουλεύει νύχτα, και στο τέλος αυτά τον κοιμίζουν πρώτα…
Για τους μπαμπάδες, που κάνουν μια και δυο δουλειές για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά τους και μόλις βάλουν το κλειδί στην πόρτα, πατουσάκια χαρούμενα τρέχουν ξοπίσω και χεράκια μικρά ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο λαιμό τους…
Για τους μπαμπάδες, που είναι χωρισμένοι και λαχταράνε κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο να ξαναγίνουν όλα όσα δεν μπόρεσαν να γίνουν τις καθημερινές…
Για τους μπαμπάδες, που ξενυχτάνε σε ένα θάλαμο νοσοκομείου γιατί το παιδί τους αργοσβήνει, μα πιο πολύ αυτοί θαρρώ…
Για τους μπαμπάδες, που χάσανε παιδιά και ο πόνος αμέρεφτος τρυπά τα σωθικά τους όσα χρόνια κι αν περάσουν…
Για τους ναυτικούς και τους ξενιτεμένους μας, εντός και εκτός, που δεν άκουσαν ούτε το κλάμα των παιδιών τους…
Για τους μπαμπάδες, που κάνουν λάθη και δεν τα παρατάνε…
Για τους μπαμπάδες, που θα κρατήσουν το χέρι της νύφης ή, του γαμπρού και τα μάτια τους βουρκώνουν.
Για τους μπαμπάδες, που θα αγαπάνε πάντα τις γυναίκες τους γιατί είναι οι μάνες των παιδιών τους.
Χρόνια σας πολλά!
Δε γεννήσατε, μα η αγάπη καi η αφοσίωση του πατέρα τίκτει γιους και κόρες όπως ακριβώς η μήτρα της μαμάς.
Υπατία
(*) Λένε πως τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα. Τα παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα ξέρουν πως δεν είναι αλήθεια αυτό.