Σε ένα νοσοκομείο που τα κρούσματα καταφτάνουν συνεχώς… Που νέες κλινικές covid ανοίγουν για να καλύψουν τις ανάγκες… Με τους υγειονομικούς να έχουν γίνει κυριολεκτικά λάστιχο… Μία ηλικιωμένη γυναίκα βιώνει τη μοναξιά του θανάτου όπως αρμόζει σε μια κλινική covid, μακριά απο τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Κείτονταν στο διπλανό κρεββάτι, κουλουριασμένη, ένας σωρός από κόκκαλα και κρεμασμένη σάρκα. Γεμάτη κηλίδες απ’ αυτές που έχουν οι γερόντοι στο δέρμα. Το στόμα στραβωμένο, ποιος ξέρει από πόσα εγκεφαλικά και τα μάτια ρουφηγμένα βαθιά μέσα στις κόγχες.
Αυτό το λείψανο σχεδόν, κείτονταν δίπλα μου. Ανήμπορο να μιλήσει, μόνο μια φωνή, εξ ανάγκης μεγάλης, έβγαινε σαν ήθελε να ζητήσει νερό, με μια δύναμη που απορούσες πώς τη βρήκε…
Νερό, Νερό!
Έβγαζα τα σωληνάκια τότε από τη μύτη μου και σηκωνόμουνα και της έδινα νερό. Είμασταν και οι δυο στο οξυγόνο. Μαζί μπήκαμε στα ΤΕΠ, μαζί στην κλινική, αυτή προπορευόταν λίγο μπροστά στο φορείο κι εγώ από πίσω. Είμασταν οι δυο μας. Και μείναμε εκεί, οι δυο μας λες και μας ξέχασαν αμέσως όλοι μετά…
Νερό, Νερό!
Ήμουν η μόνη ελπίδα της να πιει νερό. Δεν υπήρχε ψυχή άλλη ζώσα γύρω. Σα να είμασταν κάπου στο πέλαγος ναυαγοί, κάπου στην έρημο, δεν ξέρω, κάπου πεταμένες τελοσπάντων.
Κι εγώ σηκωνόμουν κάθε φορά και της έδινα και τότε με κοίταζε με μια γλύκα. Έκανε μια κίνηση στην καρδιά της και καλά σ’ ευχαριστώ, αν μπορούσε το έλεγε φωναχτά και καθαρά, άλλοτε έλεγε συγνώμη παιδί μου…άλλοτε έλεγε …την ευχή μου παιδί μου!
Νερό, Νερό!
Έβγαζα τα σωληνάκια μου και πήγαινα. Κι εκείνη φόραγε το πιο πλατύ της χαμόγελο. Όλο αυτό το στραβωμένο στόμα φωτίζονταν ξαφνικά ολάκερο και γίνονταν ένα τεράστιο χαμόγελο όλο γλύκα.
Θεέ μου, δεν έχω δει πιο γοητευτικό και πιο μελίρρυτο χαμόγελο, όσο αυτής της ξεδοντιασμένης γιαγιάς. Πόσο όμορφη να ήταν στα νιάτα της άραγε…
Κάποια στιγμή εδέησε να έρθει ο νοσηλευτής. Μας περιποιήθηκε και τις δύο. Πήγε να την ταΐσει λίγη κρέμα, αγχωμένος βιαστικός να προλάβει τόσους θαλάμους. Του λέω θες να την ταΐσω εγώ; Μπορώ! Μου λέει μπορείς; Κι έφυγε με μια ανακούφιση στο βλέμμα.
Κάθε φορά που κοίταγα τη γιαγιά έπρεπε να αντέξω όλη την κατάντια του ανθρώπου και μαζί όλη τη λεβεντιά της ψυχής του! Της ψυχής της. Δες τη… κατάκοιτη ανήμπορη κουρασμένη… «παιδί μου θέλω να ξεκουραστώ»…Κι όμως όποτε έμπαινε η νοσοκόμα και ρωτούσε το όνομά της εκείνη έβαζε ξαφνικά όλη τη δύναμη που είχε απομείνει μέσα της και με στρατιωτικό παράγγελμα σχεδόν φώναζε
Λασιθιωτάκη Μαρία!
Κι εγώ έμενα να διαχειρίζομαι κάθε φορά την κατάντια της σάρκας, τη λεβεντιά της ψυχής και το ποια από τις δυό μας πραγματικά είχε περισσότερο την ανάγκη της άλλης. Αυτή εμένα για να της δίνω νερό, ή εγώ εκείνη για να παίρνω απ’ τη δύναμή της…
Κάποια στιγμή, η γιαγιά προς τη νύχτα ησύχασε. Έπαψε να ζητά νερό και παραδόθηκε σε έναν ήσυχο ύπνο. Είπα από μέσα μου θα κουράστηκε ,αλλά σε κάθε ήχο και τίναγμα του κορμιού της ανασηκωνόμουνα να δω μήπως με θέλει.
Κάποια στιγμή ακόμη πιο νύχτα κι ενώ είχα αρχίσει να θυμώνω με τους νοσηλευτές…είχαν αργήσει πολύ να έρθουν… από τις 8 τους το είχα ζητήσει και είχε πάει 2…ώσπου μπαίνει μια νοσοκόμα να την περιποιηθεί…
Και ήταν τότε που την άκουσα ξαφνικά μέσα στην ύποπτη σιγαλιά, να φεύγει… να πετά τα πιεσόμετρα κάτω και να φωνάζει στο διάδρομο ΓΙΑΤΡΟΣ! ΓΙΑΤΡΟΣ!
Πετάχτηκα σαν το ελατήριο πάνω! Αμέσως κατάλαβα…κι εκεί μπροστά στα μάτια μου κι ενώ προσπαθούσα να απλώσω τα χέρια σε μια κίνηση να τη φτάσω «κυρία Μαρία κυρία Μαρία» φώναξα κι αυτή ξεψύχησε μπροστά στα μάτια και τα απλωμένα χέρια μου.
Σάστισα…τα έχασα…και η γιατρός που μόλις μπήκε…πιο σαστισμένη από μένα μου φάνηκε. Και ίσως να είχε και μια ενοχή στο βλέμμα, γιατί την κοίταζα οργισμένη σα να της έλεγα
«Ορίστε! Τόσες ώρες σας παρακαλούσε η καημένη να την αλλάξετε, ε τώρα θα την αλλάξετε μια και καλή! Τόσες ώρες με ζάχαρο 40 και κολπική μαρμαρυγή»
Όχι, δεν είχε λύπηση το βλέμμα μου εκείνη την ώρα!
Είχε οργή! Για ένα σύστημα που ξεχνά το γέρο εξ ανάγκης για να περιθάλψει τον νέο. Γιατί αν εγώ έπεφτα ξερή…ξέρω πως θα σηκωνότανε όλο το νοσοκομείο στο ποδάρι. Ενώ για κείνη σιωπή…και ενοχή στο βλέμμα.
Αυτή η γυναίκα είχε κάποτε μωρά στο βυζί και κότες στην αυλή της. Είχε και άντρα και μετα εγγόνια και θα περπατούσε και θα σειόταν η γης και θα πλέρωνε τους φόρους της μια ζωή για να πεθάνει με μόνη παρηγοριά και αποκούμπι μιαν άγνωστη!
Αχ, πόσο θυμωμένα την κοίταξα τη γιατρό και τις νοσηλεύτριες που μπήκαν. Με παρακάλεσαν να με πάνε σε άλλο θάλαμο με άλλες γυναίκες που θα είχα παρέα! Όχι δε θέλω τους είπα! Θέλω να μείνω εδώ! Με παρακάλεσαν… εντέλει σεκλετισμένη και βαριά πήρα τα πράγματά μου κι έφυγα.
Μόνο που όπως πέρασα από δίπλα,έπιασα το χέρι της σφιχτά, αυτό το σκελετωμένο χέρι, βιαστικά σαν ύστατο χαιρετισμό στα όπλα μιας ψυχής 96 χρονών…
Σεκλετισμένη και βαριά πήγα στον άλλο θάλαμο…
Λασιθιωτάκη Μαρία!
Είμαι σίγουρη πως με αυτό το στρατιωτικό παράγγελμα με λεβεντιά θα διάβηκε τον παράδεισο.
Κι όμως δεν μπορώ να σταματήσω τα δάκρυά μου που κυλάνε ανάμεσα στα σωληνάκια τους αναπνευστήρες και τις μάσκες.
24 Αυγούστου
Μια νύχτα στην κλινική covid
Υπατία