Η Υπατία μας μεταφέρει στην εποχή του Πολυτεχνείου.. Επέτειος 48 χρόνια έχουν περάσει και μέσα από τα μάτια νέων παιδιών δίνει την δική της εικόνα και μας μιλάει για ένα κόκκινο γαρύφαλλο
Της είπα, έλα εδώ. Ναι εσύ της λέω. Εσύ με το κόκκινο γαρύφαλλο.
Κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά και ήρθε κοντά μου.
Στάσου εκεί της λέω να σε βγάλω μια φωτογραφία. Για την εφημερίδα. Για τη σχολική εορτή.
Μη γελάς της λέω. Θέλω θλίψη. Μνημόσυνο έχουμε σήμερα…
Μα όσο της έλεγα τόσο αυτή γελούσε. Τα μάτια της είχαν μια τσαχπινιά και γελούσαν. Στο τέλος είπα και γιατί όχι; Είναι το άδολο γέλιο της γενιάς που δεν έζησε…που δεν έχει μνήμες απ’ το Πολυτεχνείο. Γι’ αυτό γελά. Διάλεξα λοιπόν την πιο χαμογελαστή και έβαλα.
Και κείνη τότε μου χάρισε το γαρύφαλλο. Πάρτε το Κυρία, μου λέει. Σας το χαρίζω!
Κι εγώ πήρα τότε το γελαστό γαρύφαλλο, το γαρύφαλλο και το γέλιο της μαζί. Τη φρεσκάδα της νιότης που η μόνη έγνοια της είναι να σχολάσει και να προλάβει να πάει φροντιστήριο…μπάσκετ ή ποδόσφαιρο μετά…αγγλικά γαλλικά γερμανικά πιο μετά…
Το γέλιο αυτό της νιότης το άδολο…που εσύ θες να το ακούς αυτό το γέλιο…υπάρχει καλύτερο μνημόσυνο από αυτό το γέλιο;
Και πήρα το γαρύφαλλο και πήγα στο σπίτι μου… κι αυτό ανακατώθηκε με τα χαρτιά και τα μολύβια στο τραπέζι μου και ανέβλυσε τότε το φτωχικό δωμάτιο λίγο από το άρωμα και το αίμα που έβαψε κόκκινο το τραπεζομάντιλο και ουρλιαχτά ξεχύθηκαν από κάτι φεγγίτες ξεχασμένους, κάτι λαγούμια και στοές του μυαλού μου…Οσα άκουγα και έβλεπα κι εγώ μικρή από τα χιλιο-ιδωμένα βίντεο της εποχής που μας έβαζαν στις σχολικές γιορτές.
Και τα παιδιά που κρέμονταν στα κάγκελα και τα μπεντένια της σχολής…κρέμονταν ξαφνικά από τους τοίχους του σπιτιού μου και φωνάζανε συνθήματα…
Αδέλφια είμαστε άοπλοι…
Αδέλφια δε θα πυροβολήσετε τα αδέλφια σας…
Είμαστε άοπλοι …βουίζει στο μυαλό μου…
Κι η μάνα που είπε μια φορά με συγκατάβαση…α ήμουν κι εγώ εκεί…α…είδα τα τανκ που κατεβαίναν στις πλατείες και συνέχιζε να καθαρίζει φασολάκια…η μάνα…δε το συζητούσε πιο πολύ…
Φώναζε τώρα κι αυτή…η μάνα μου… ήμουν κι εγώ εκεί…και τα μάτια της βουρκώναν…
Και το δωμάτιο γύριζε …
Είμαστε άοπλοι!
Οι άλλοι είχαν τα τανκ.
Κι εκείνοι είχαν την υψωμένη γροθιά τους…
Και πετάγεται και η πολιτειότητα…από το διάγγελμα της υπουργού παιδείας που διαβάσαμε πιο πριν στην τάξη…πολιτειότητα…και είναι σαν να χάσκανε τα σάπια δόντια της πολιτειότητας – τι στο καλό είναι αυτό, ξέρει κανείς;- τα σάπια δόντια χάσκανε μπροστά στην τρυφερή σάρκα των νεκρών μας που αναβλύζει εδώ και 48 χρόνια – τόσα δεν περάσαν;- αναβλύζει μυρωδιές και αρώματα και ελευθερία και δικαιοσύνη Ήλιου νοητέ και πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα φλεβαρίσει
…αναβλύζει αρώματα και λιβάνια της ιστορίας που γράφεται μόνο μια φορά κι εσύ θα την πεις έπειτα δυο και τρεις και χίλιες δεκατρείς φορές στις γενιές που θε να ‘ρθουν…κι αυτά θα βαριούνται ή δε θα καταλάβουν…
– Παιδιά πως περάσατε χθες στη γιορτή;
– Χάλια Κυρία! Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Βαρεθήκαμε…
Βαρεθήκανε…μα κάθε φορά εμείς πρέπει να τα λέμε…να μην αφήσουμε τα απόνερα να σβήσουν…της Ιστορίας…γιατί πες πες…κάτι θα μείνει…και κάτι θα θυμούνται αύριο…κι ίσως μια μέρα να βουρκώσουν και κείνα όταν θα κρατούν ένα κόκκινο γαρύφαλλο.
– Και γιατί Κυρία να μάθουμε ψέματα; Το Πολυτεχνείο έχει ένα σωρό ψέματα…και οι Αμερικάνοι τότε…
Κι αρχίζει τότε να βουίζει η γνωστή μουρμούρα για το Πολυτεχνείο και μια η μουρμούρα – ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑΝ ΝΕΚΡΟΙ- και μια τα τανκ να γκρεμίζουν τις πύλες και να σωριάζονται τα άγουρα κορμάκια κάτω από τις ερπύστριες…
Και να η μουρμούρα – Η γενιά του Πολυτεχνείου ξεπούλησε τη χώρα για αξιώματα, θώκους και παχυλούς μισθούς- και να η απλή εργατιά και οι φοιτηταί να τρέχουν κυνηγημένοι και να τα βασανιστήρια και να οι υψωμένες γροθιές και η σιδερένια θέληση όσων επέζησαν γιανα διηγηθούνε…
Και όλα χορεύουν πάλι στο μυαλό μου και το δωμάτιο χορεύει και όλες οι θύμησες και κοιτώ το γαρύφαλλο ξανά…
Πώς γίνεται ένα τόσο δα κόκκινο μικρό λουλούδι να μπόρεσε κάποτε και να σήκωσε στον τρυφερό του μίσχο, τα βελουδένια πέταλα τόσο αίμα τόσα ουρλιαχτά τόσο πόνο τόσο ψέμα και τόση αλήθεια μαζί;
Έ! Εσύ με το γαρύφαλλο. Ναι εσύ. Έλα εδώ!
Υπατία