Η Υπατία μας ταξιδεύει σε μνήμες και θύμησες… Από το Πάσχα των παλαιών… Και το σήμερα που έχει μείνει πλέον ζωντανό μέσα από τις μυρωδιές
Καθότανε στο σαλόνι του πλοίου… κι έβλεπε τις πιτσιλιές που σκάγαν στο τζάμι. Γεμάτο πάλι το Μπλου Σταρ. Όπως τον παλιό καλό καιρό. Που δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα.
Είχε πάρει την πολυπόθητη άδεια και γύρναγε στο νησί της. Πάσχα στο χωριό! Πάσχα στο Νησί! Γιατί δε γινόταν αλλιώς…
Θα την περίμενε μια αυλή βέβαια γιομάτη ριγμένες βουκαμβίλιες και όλο το χώμα του χειμώνα και η άμμος της θάλασσας χωμένη στους αρμούς του σπιτιού. Μα δεν την ένοιαζε διόλου.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Που έσμιγε όλη η οικογένεια σ’ κείνη την αυλή με την κατακόκκινη βουκαμβίλια και τα μπλε πορτοπαράθυρα. Φύγαν αρκετοί έκτοτε.
Πιο πολύ τα μνήματα τώρα την περιμέναν. Να ασβεστώσει, να ανάψει τα καντήλια, να σκουντουφλήσει σε κανένα πεζούλι και να της πέσει πάλι ο σταυρός. Που σήκωνε καιρό.
Κάθε άνθρωπος σηκώνει το δικό του σταυρό και ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, σκεφτόταν. Και έβλεπε γύρω της αλήθεια πολλούς σταυρούς και πολλούς Γολγοθάδες. Και κάποιοι απ’ αυτούς ίσως δεν έχουν να προσμένουν Ανάσταση καμιά, φοβόταν.
Γιομίσαν οι ουρανοί νιάτα…μονολόγησε κοιτώντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Και πολύ δυστυχία στον κόσμο είδε.
Άλλος σηκώνει το σταυρό της κατάθλιψης, άλλος του πένθους, άλλος της αρρώστιας, άλλος αυτόν όταν χάνεις παιδί. Σκεφτόταν.
Μα πρώτη φορά μετά από τόσο πένθος τόση πανδημία τόση φτώχια και ακρίβεια, λαχταρούσε πραγματικά ξανά εκείνη την ριγμένη βουκαμβίλια στο πλακόστρωτο της αυλής της ,σαν να ‘ταν η δικιά της ολόδικιά της Ανάσταση.
Και θα άσπριζε με χαρά μεγάλη όλα τα πεζούλια της γειτονιάς κι όλα τα μνήματα του νεκροταφείου στο χωριό της. Αυτή τη φορά…που ο χρόνος φαινόταν να έχει κάνει επιτέλους τη δουλειά του.
Η τηλεόραση έπαιζε πάλι για την Πισπιρίγκου. Την εθνική καταφρονεμένη μάνα. Πώς μπόρεσε σκεφτόταν …η βρώμα …και φούντωνε.
Ακόμη μύριζε τη σάρκα από τα δικά της παλικαράκια σαν ήταν μωρά, τη μεθυστική μυρωδιά και το άγγιγμα που έκανε τις ορμόνες της να ταξιδεύουν σε όλο της το σώμα. Πώς μπόρεσε…
Ο αέρας ήταν δυνατός. Και οι στάλες που πέφταν στο τζάμι γίνονταν τώρα κύμα ολάκερο που έλουζε για λίγο το γρήγορο σκαρί. Έκανε και κρύο. Μα δεν έλεγε κι αυτή η Περσεφόνη να ανεβεί φέτος.
Φαντάσου να περνούσε λέει καλύτερα στα αραχνιασμένα παλάτια του Άδη και να ανέβαλε ολοένα την άφιξή της στη Γη. Φαντάσου…
Παρακαλούνται οι επιβάτες με προορισμό την Πάρο…
Σε λίγο θα φτάναν. Το άκουγε στα μεγάφωνα. Και τί είναι Πάσχα θαρρείς; Ρώτησε βιαστικά τον εαυτό της σε μια γρήγορη επανάληψη προτού να πέσει η πόρτα του πλοίου…
Μια κατακόκκινη βουκαμβίλια σε μια εσωτερική αυλή, ένα στρωμένο τραπέζι από κάτω, τα μπλε πορτοπαράθυρα και τα ασπρισμένα μπεντένια. Η μυρωδιά απ’ τα φρεσκοψημένα τσουρέκια της γειτόνισσας και οι φωνές των παιδιών στην πλατεία.
Και άφθονο μαρούλι σαλάτα με άγρια αγκινάρα. Που της άρεσε πολύ.
Και κάπου εκεί η Ανάσταση. Κυρίως αυτή. Άκρως προσωπική για τον καθένα. Σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Μόνο.
Καλή Ανάσταση!
Υπατία