Η Νάξος δεν είναι απλώς προορισμός. Είναι εμπειρία. Και για κάποιους ανθρώπους, είναι κάτι ακόμη πιο πολύτιμο: ρίζα και αφετηρία του εαυτού τους. Η Σοφία Ρομπόλη, διερμηνέας νοηματικής γλώσσας και ψυχολόγος, γράφει για τη Νάξο που τη μεγάλωσε, για τα καλοκαίρια της ξεγνοιασιάς, τα σκονισμένα γόνατα, τα πανηγύρια και τις μυρωδιές του αρσενικού τυριού.
Μιλά για το νησί ως κομμάτι μνήμης και αναφοράς, για μια Πορτάρα που δεν είναι μόνο μνημείο αλλά σύμβολο ελευθερίας, για τις συναντήσεις που έγραψαν μέσα της — όπως αυτή με τον Μανώλη Γλέζο στην Απείρανθο.
Το κείμενό της, δημοσιευμένο στην καλοκαιρινή έκδοση της Athens Voice, δεν περιγράφει απλώς τη Νάξο: την ζει, τη θυμάται, την ανασαίνει. Κι αυτή η αφήγηση, με λέξεις λιτές αλλά φορτισμένες, μάς χαρίζει μια εικόνα της Νάξου αλλιώτικη: οικεία, εσωτερική και αληθινή.
Η ανάρτησή της με τίτλο “Ένα ταξίδι στη Νάξο της καρδιάς μου”
“Θα σας πω για το δικό μου νησί… Το απέκτησα μικρή κι από τότε «το έχω πάντα μαζί μου». Έχω συνηθίσει τους τόσο έντονους ρυθμούς στην καθημερινότητά μου, που κάποιες φορές όλο αυτό είναι σαν να γίνεται επίτηδες για ν’ αναζητήσω ντε και καλά την ηρεμία μου. Να σκεφτώ πού θα ήθελα να βρίσκομαι, κάπου μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα, σ’ έναν δικό μου επίγειο παράδεισο. Αυτός ξέρω ότι είναι η Νάξος και περισσότερο απ’ όλους το γνωρίζει ο εαυτός μου από την παιδική μου ηλικία, από εκείνα τα καλοκαίρια της ξεγνοιασιάς, της έντονης μυρωδιάς, των αισθήσεων, του αυθορμητισμού, της εξερεύνησης, της επαφής με μια υπερβατική πραγματικότητα, που είναι σαν τους δείκτες ενός χαλασμένου ρολογιού που δεν μετράει ούτε ώρες ούτε λεπτά.
Η Νάξος είναι εκείνο το νησί όπου έμαθα πώς είναι να είσαι πραγματικά ελεύθερος. Με θυμάμαι με ένα κομμάτι ψωμί από τον παραδοσιακό φούρνο του Γαλανάδου, που με μεγάλωνε τα καλοκαίρια μου, και ένα κομμάτι αρσενικό, το αγαπημένο μου ναξιώτικο τυρί, άναρχα κομμένα, χωρίς καμιά συμμετρία, όπως ήταν η ζωή μας τότε.
Τα γόνατά μου ήταν πάντα πληγωμένα από την επαφή ενός κακομαθημένου κοριτσιού από την πρωτεύουσα με το χώμα, τη γη, την καλλιέργεια, τον κάματο, τον καυτό ήλιο στο χωράφι, αλλά και τη χαρά της συγκομιδής της δικής μου πατατούλας! Πληγές με νόημα από τα βότσαλα στη θάλασσα, την πτώση από το ποδήλατο, τα άλματα πάνω από τάφρους, αλλά και τους πρώτους εφηβικούς καλοκαιρινούς έρωτες.
Ατέλειωτα γέλια με παρέες στην αυλή του σχολείου ή της εκκλησίας, πανηγύρια, βιολιά, παραδοσιακοί νησιωτικοί χοροί με φλοράλ, κοντά φορέματα, που έκαναν τις γιαγιάδες του χωριού να κοιτούν περίεργα πίσω απ’ το μαύρο τους μαντήλι.
Δεν είχαμε ανάγκη την τηλεόραση, κανείς δεν την είχε στη Νάξο που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί βρήκα το νησί μου και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους, με το χαμόγελο και την τραγουδιστή προφορά τους, οι οποίοι στην πορεία έγιναν συγγενείς. Η βαφτιστήρα μου, η Γεωργία, είναι πάντα εκεί, με περιμένει, κι εγώ περιμένω να σταματήσουν οι δείκτες του ρολογιού για να βρω εκείνο τον νεκρό χρόνο που θα μου επιτρέψει να δραπετεύσω.
Αξέχαστη η στιγμή που γνώρισα στην Απείρανθο τον Μανώλη Γλέζο, που τον έβλεπα σαν τον παππού μου, ο οποίος ήθελε να με ξεναγήσει στο χωριό του. Έβλεπα τη χαίτη του να ανεμίζει σαν σημαία στην Ακρόπολη. Του μίλησα για την ιστορία αυτή χρόνια μετά, όταν τον συνάντησα σε παρουσίαση βιβλίου κοινού μας φίλου, και το θυμήθηκε.
Αυτό το νησί έχει το κάτι παραπάνω, όση ανάπτυξη και να γνωρίζει, όσες οργανωμένες παραλίες και να υπάρχουν. Την ενέργειά του την αντιλαμβάνεσαι από το πλοίο ακόμα, από την πρώτη στιγμή που ξεπροβάλλει η Πορτάρα. Η Νάξος είναι μια πόρτα που ανοίγει σε όλους όσους αναζητούν μαγεία, καλό φαγητό, παραλίες, ψιλή άμμο όπου βυθίζονται τα πόδια και αισθάνεσαι τη γη, τους καρπούς, τις μυρωδιές. Αναζητώντας μία οικογένεια, πάντα θα τη βρίσκω στην «οικογενειακή Νάξο», που αποτελεί το καταφύγιό μου”.