Η Υπατία για μία ακόμη φορά δεν κρύβεται πίσω από το δάκτυλό της… Γιατί ενώ όλοι δείχνουμε την Ανατολή με βάση τα τελευταία γεγονότητα με την επανεμφάνιση των Ταλιμπάν, ξεχνάμε τα του οίκου μας…
Η γιαγιά μου φορούσε τσεμπέρι. Στην κεφαλή. Ένα μαύρο. Δε θυμάμαι να το βγαλε και ποτές. Δε θυμάμαι να είδα ποτέ τα ψαρά της μαλλιά, παρά μονάχα σαν υποψία κάτω απ’ το μαντήλι. Κι αν της έλεγες να το βγάλει σίγουρα θα έλεγε όχι. Γιατί ένοιωθε γυμνή χωρίς αυτό.
Και δεν ξέρω γιατί έχω ακόμη στο μυαλό μου ιστορίες. Όχι πολύ παλιές. Και μαζί τις κραυγές από κόρες που σφάχτηκαν στα σοκάκια του χωριού μου σαν τα γουρούνια από τον κύρη ή, τον αδερφό. Γιατί τόλμησαν να σηκώσουν ανάστημα στα βαριά ήθη. Γιατί τόλμησαν να κοιτάξουν έναν άντρα ή, ακόμη χειρότερα να αφήσουν έναν άντρα.
Και δεν ξέρω γιατί θυμάμαι ακόμη εκείνη τηγειτόνισσα που μια μέρα μου είπε πως κρύφτηκε – κοπελιά ήταν τότε- στον μεγάλο ξυλόφουρνο που ψήνανε τα παξιμάδια, για να μην την βρει ο αδερφός της που την έψαχνε με το ντουφέκι. Και η μάνα από δίπλα. Να οπλίζει το ντουφέκι.
Ή όλες εκείνες τις προγιαγιάδες μου που τις άρπαξαν από το χωράφι σε ένα τσουβάλι μέσα κι αυτό ήταν αρραβώνας και γάμος μαζί.
Ε ξεχνιούνται αυτά;
Και δεν ξέρω ακόμη γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω την κραυγή που δεν έβγαλε ποτέ αυτή η δύσμοιρη Υπατία, καθώς ξέσκιζαν τις σάρκες της φανατισμένοι παραβολάνοι. Δε θα πω χριστιανοί για να μην σκανδαλίσω. Γιατί ούτε κι αυτή ξεχνιέται.
Κι όμως σήμερα…αποστρέφω το βλέμμα μου από την Ανατολή. Γιατί δεν αντέχω να κοιτάξω. Τις κομμένες μύτες και τα αυτιά και τα λιθοβολημένα κορμιά γυναικών στις πλατείες. Τις Burqa και τα Hijab και τα Niqab… πως τα λένε …και τα φοβισμένα βλέμματα από πίσω που δε μάθανε ποτέ στη λεφτεριά και πως είναι ο ήλιος να χαϊδεύει το πρόσωπο και το γλυκό αεράκι να στεγνώνει το δάκρυ.
Αποστρέφω το βλέμμα και τρέχω να παρηγορηθώ στη σύγχρονη δυτικοευρωπαία γυναίκα να πάρω ανάσα γιατί μου κόβεται. Άλλη η δική της φυλακή βέβαια. Περίτεχνη και λαμπερή. Άλλο το δικό της το τσεμπέρι.
Μα ακόμη πιο καλά τρέχω στον Ησίοδο και την Παμμήτειρα Γη, που γέννησε κάποτε τον αστέρινο Ουρανό, τον Πόντο τον βαθύ, τα ποτάμια και τα όρη. Μόνη. Δίχως πόθο ερωτικό. Η αρχέγονη πανίσχυρη μήτρα που λατρεύτηκε σαν θεά και αγκάλιασε όλη την πλάση.
Τρέχω στον Όλυμπο που ακόμη κι ο Δίας ο ίδιος φοβόταν τις γυναίκες. Τη Μήτιδα την κατάπιε από την τρομάρα του, η Ήρα του γκρίνιαζε και ποιος αντέχει τέτοια γκρίνια, στις Τρεις Μοίρες δεν τολμούσε να εναντιωθεί και στα νερά της Στυγός ορκίζονταν σε χρυσό τάσι μέσα και δεν τολμούσε να παραβεί τον όρκο του. Και η Αθηνά ; Ω η Αθηνά ήταν αλήθεια πιο άξια στα μάτια του κόρη από τον Άρη.
Μια αρμονία θεοτήτων από φαλλούς και αιδοία όλος ο Όλυμπος μαζί.
Αφήνω τον Όλυμπο και τρέχω ακόμη στη αρχαία Σπαρτιάτισσα στην αρχαία Γορτύνια στην Κυκλαδίτισσα και τέλος στην Κερά των Όφεων της Κρήτης για ύστατη παρηγοριά. Που κραδαίνει τα φίδια και προτάσσει τα στήθη τηςγυμνά σαν ασπίδα προς κάθε κακό.
Προτού αυτή η πανίσχυρη μητριαρχική και γενεσιουργός δύναμη υποβιβαστεί και πνιγεί στις μαντινάδες και τα τραγούδια που δεν καταλάβαινα μικρή «Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα» ή «ο άντρας γεννά και η γυναίκα τίκτει» και άλλα τέτοια.
Προτού πνιγεί στο αμάρτημα μιας Εύας και εξυψωθεί λίγο αμέσως μετά στο άσπιλο δοχείο μιας Νύμφης Ανύμφευτης. Μα δοχείο. Μόνον.
Και τελικά διαπιστώνω πως δεν είναι ανάγκη να κοιτάξω στην Ανατολή για να δω τον ξεπεσμό τη δουλεία και την εργαλιοποίηση της Γυναίκας. Μπορώ κι εδώ να τη δω…διαχρονικά βέβαια… αλλά μπορώ.
– Πως σε λένε;
– Ζαρίφα
– Θέλεις να σε πάρω μακριά;
– Πού;
– Εκεί όπου κανένας άντρας δε θα μπορεί να σε έχει κτήμα του ξανά.
Εκεί όπου ο ήλιος θα είναι ανυπόφερτος στα μάτια σου και το αεράκι θα σου μπερδεύει τα ξέπλεκα μαλλιά.
Εκεί όπου δε θα φοβάσαι πια. Να γεννήσεις κοριτσάκι.
Εκεί όπου δε θα χρειαστεί να πετάξεις ποτέ το μωρό σου πάνω από ένα συρματόπλεγμα για να το σώσεις.
Υπατία