Η Υπατία γιορτάζει την Πρωτομαγιά … Και μας στέλνει το μήνυμά μας.. Τη μαργαρίτα που βρίσκει στο δρόμο και την ανάγκη των νέων να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον
Περπατούσα σκυφτή… να πάω στο μικρομάγαζο της γειτονιάς μου …στον κακάσχημο δρόμο πάλι της γειτονιάς… βυθισμένη σε σκέψεις.
Το ωστικό κύμα από τις νταλίκες και τα φορτηγά που περνούσαν ξυστά, ανακάτευε τα ήδη μπερδεμένα μαλλιά μου και σήκωνε σκόνη πολύ.
Και ξάφνου, εκεί στην άκρα του δρόμου, μες το τσιμέντο και την ασχήμια, βλέπω ξάφνου μπροστά μου μια μαργαρίτα!
Εκεί στις ξεραμένες λάσπες και τα χώματα μιας βροχής του περασμένου χειμώνα… στην άκρη της ρόδας ενός εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου… μια μαργαρίτα χαμογελαστή και κοτσονάτη όρθωνε το ανάστημά της, κοιτώντας τον ήλιο με κάτι πλατιά κατακίτρινα άνθη.
Κι ήταν σαν να μου γελούσε και να μου λέγε …
Έι’ εσύ σκυφτή! Έι! Εδώ. Στραβομάρα έχεις;
Μια μαργαρίτα μωρέ! Μες το τσιμέντο και τη σκόνη.
Κι εγώ ήθελα τότε να σταματήσω την κυκλοφορία να τη δούνε όλοι.
Πόσο θέλει να ανθίσει μια μικρή κίτρινη ελπίδα στην άκρα του δρόμου;
Όχι πολλά. Λίγη λάσπη, λίγο χώμα. Και πάνω σε ρωγμές βράχων έχω δει να φυτρώνει ελπίδα. Λίγη αγάπη και λίγο νοιάξιμο θέλει μόνο.
1η του μήνα… κι εγώ φτιάχνω γιορντάνια του Μάη. Ξεχύνομαι εκεί στους αγρούς των παιδικών μου χρόνων που φύτρωναν μαργαρίτες πολλές, με λευκά και κίτρινα άνθη, να τις περάσω με κλωστή και μπόλικη πρασινάδα.
Εκεί που είπα το πρώτο… μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά… και φτιάχναν τα πεσμένα πέταλα στο χωμάτινο δρόμο μακρύ μονοπάτι… μήπως άμ ποτε το βρει κάποια αγάπη μεγάλη.
1η του μήνα…κι εγώ κάνω γιορντάνια αμάραντα να τα πάω ευλαβικά απ’ έξω στην καλύβα του λαού να τ’ αφήσω, ποτισμένα με το αίμα, το δάκρυ και τον ιδρώτα του.
Μια καλύβα που δεν άλλαξε πολύ από τότε που μάθαινα στο σχολειό Ιστορία για όλους εκείνους τους πνιγμένους αγώνες, τα ματωμένα χέρια και τα πεινασμένα μωρά που κλαίγαν στην αγκαλιά ενός πατέρα ή μιας μάνας που πήγαινε κάθε πρωί στη γαλέρα για να φέρει ψωμί.
Στη γαλέρα του εργοστασίου, της βιοτεχνίας, του ανθρακωρυχείου, της φυτείας κι όπου ήταν το μεροκάματο τελοσπάντων.
Μπας και θρέφαν αυτά τα χέρια το μεσημέρι τη φαμίλια.
1η του Μήνα… και τι παράξενη η εργατιά φέτος. Μια εργατιά που δεν ξεχύθηκε στους δρόμους, ούτε κραδαίνει στελιάρια και τσουγκράνες.
Μια βουβή άρνηση μόνο να σηκωθούν οι νέοι πάλι και να ζωστούνε τις αλυσίδες. Στη γαλέρα της εκμετάλλευσης και της ξιπασιάς του εφήμερου πλούτου στα νησιά μας.
Μια άρνηση μόνο κραδαίνει!
Χιλιάδες θέσεις εργασίας λέει κενές που δε βρίσκουν κορόιδα φέτος ή δούλους.
Χιλιάδες…
Και τώρα εγώ θυμήθηκα στο νησί της Σαντορίνης πέρυσι, που καμάρωνε η κατά τ’ άλλα καλή σπιτονοικοκυρά μου, για ένα ισόγειο πνιγηρό δωματιάκι που ίσα ίσα χωρούσαν δυό νομάτοι γερτοί κι έναν φεγγίτη είχε μόνο…
Καμαρούλα μια σταλιά που καμάρωνε… μπροστά ήμουν…πως την έκλεισε 500 ευρώ για να μένουν δυό οδηγοί σεζονίστες μέσα.
Τι σκας μου λέει… όταν ψέλλισα να φέρω αντιρρήσεις … το αφεντικό θα τα πληρώνει…
Πάλι καλά λέω… αλλά ένα σφίξιμο μου ήρθε στο στομάχι. Για ένα νησί που δε χώνεψα ποτές μου!
1η του Μάη… κι εγώ κρατώ ένα στεφάνι αμάραντο με τα πιο ακριβά χρώματα κι αρώματα του κόσμου τούτου, τους κόπους και το ψωμί της εργατιάς όλης.
Δεν έχει λουλούδια αυτό το στεφάνι σας είπα!
Μόνο αίμα, δάκρυα και ιδρώτα.
Και ψωμί!
Κι αυτό το στεφάνι καταθέτω στα πόδια της νέας γενιάς σήμερα. Μήπως και καταφέρει να σπάσει τις αλυσίδες που δεν μπόρεσαν άλλοι.
Καλό και ευωδιαστό σας μήνα εύχομαι.
Με νίκες!
Υπατία