Διαφωνία προκύπτει γύρω από την θεσμοθέτηση, και νομική ή μη κατοχύρωση, του όρου γυναικοκτονία, όχι όμως και συμφωνία γύρω από την παραδοχή του φαινομένου, το οποίο τα τελευταία έτη, ήδη από την εποχή της πανδημίας της covid-19, σημειώνει έξαρση.
Της Αμαλίας Κουμπούρα (#)
Ο λόγος περί γυναικο-κτονίας, ή μη, θυμίζει κάπως την διαφωνία περί ροζ σημαίας στο Γενικό Προξενείο της Νέας Υόρκης. Από την μία, ο εθνικός λόγος για την επιβεβλημένη ανάγκη της αδιατάρακτης χρησιμοποίησης και αναφοράς του εθνικού συμβόλου με τα μπλε και άσπρα χρώματα, από την άλλη, η προσαρμογή του εθνικού συμβόλου σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα, με συγκεκριμένο καλλιτεχνικό μήνυμα, το οποίο θέλησε να επικαιροποιήσει την σημαντική μεταβολή της κοινωνικής συνοχής, μέσα από τις δολοφονίες γυναικών ‒κατά σύστημα, έστω και αν κάποιοι «ορθολογιστές» δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την ιστορική εμφάνιση της λέξης γυναικοκτονία.
Ο λόγος της συνάφειας ανάμεσα στην ροζ σημαία και την γυναικοκτονία είναι πολύ απλός.
Τα εθνικά σύμβολα, όπως η σημαία, δεν αποτελούν φενάκη και αυτόχρημα αυτοσκοπό ‒μάλλον δεν πρέπει να αποτελούν. Είναι φορείς ιδεών και αξιών, για τις οποίες ιστορικά έχουν συντελεσθεί εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες για την μεταβολή των καθεστώτων, τον αυτοπροσδιορισμό και την ανεξαρτησία ενός λαού. Τα τελευταία 15 έτη ομηρείας, με την επιβολή των μνημονίων και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό λόγω πανδημίας, η χώρα εισήλθε σε ένα χρόνιο περιορισμό εθνικού αυτοπροσδιορισμού, εντός μίας νέας μορφής νεοαποικιοκρατικού «μετανθρωπισμού», έχοντας δεσμεύσει ήδη την εθνική ταυτότητά της στο υπερ-Ταμείο, επί παραδείγματι. Γεγονός που συνιστά μία πρώτη αλλοίωση και διακύβευση της εθνικής αυτής ταυτότητας.
Εδώ η ροζ σημαία, θα πει κάποιος, έρχεται να «κουμπώσει» αρμονικά, ως σημαία του αίματος αυτοκτονιών, τότε, επί Χρηματιστηρίου, ως σημαία θυσίας περιουσιών στα funds, καταστροφής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αγροτικής τάξης με την νέα ΚΑΠ, συρρίκνωσης του δημιουργικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας με 700.000 Έλληνες εκτός χώρας, κατάργησης του Κράτους Δικαίου και ανυπολόγιστης περιβαλλοντικής καταστροφής 1.000.000 στρεμμάτων δασικής έκτασης.
Μήπως το ροζ χρώμα θα έπρεπε να βαφτεί και κόκκινο, πάλι θα πουν κάποιοι.
Ο λόγος περί γυναικοκτονίας είναι κατά βάσιν και λόγος περί του ρόλου της γυναίκας, περί κοινωνικού φύλου, περί συμβόλων. Πότε ξεκινά να εμφανίζεται, πότε κορυφώνεται, γιατί, υπό ποιές συνθήκες και με ποιές μορφές. Πόσες δολοφονίες γυναικών έχουμε τα τελευταία χρόνια; Δολοφονίες εντός μίας ακραίας φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, μήπως;
Δολοφονίες με καραμπίνα μπροστά στα μάτια ανήλικων κυρίως παιδιών, με καρτέρι, με δικαιωματισμό του ανήκειν, με μίσος, για τα «λίγα» και «ανεπαρκή» να επιτελέσει μια γυναίκα. Προκλητική και απαράδεκτη η αδυναμία της να αντισταθεί και να μην επιτίθεται ‒ουδείς λόγος βέβαια για το τι συμβαίνει μάλιστα και με την προσωπικότητα των κακοποιημένων επί έτη θυμάτων, τι γίνεται στην περίπτωση που ανήλικα τέκνα είναι μάρτυρες ή γνώστες μιας γυναικοκτονίας.
Αν μιλήσουμε σοβαρά και ανοικτά για τις δολοφονίες γυναικών, θα κληθούμε να μιλήσουμε σοβαρά και για τα δικαιώματά τους, και για την λειτουργία των συμβόλων σε μία ανθρωπολογική θεώρηση. Τα περί ορισμών, λοιπόν, χρειάζονται μία μικρή αναβολή, κατόπιν συζήτησης με επιστημονικούς κλάδους (όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία), ώστε η διαμόρφωση ενός πλαισίου να μην είναι στείρο αποτέλεσμα κυβερνητικών επιλογών.
(#) Η Αμαλία Κουμπούρα, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Λαογραφίας ΕΚΠΑ