Μπορεί να υπάρχουν ακόμη ρομαντικές, μεσήλικες ψυχές που κάνουν συλλογές με μολύβια και αρωματικές γομολάστιχες, ο άλλοτε όμως βασιλιάς της κασετίνας, που γέμιζε το θρανίο συνθήματα, μουτζούρωνε τη βαρετή σελίδα και έβαζε μουστάκια στην Αθηνά, ζει μέρες παρακμής, ιδιαίτερα εκτός της σχολικής τάξης.
Κείμενο: Πόπη Μανδηλαρά (*)
Οι ενήλικες περνούν ακόμα και έξι μήνες πλέον χωρίς να χρειαστεί να πιάσουνε στο χέρι τους στιλό ή μολύβι. Τα γραπτά και φωνητικά μηνύματα έχουν αντικαταστήσει ακόμη και το χαρτάκι με τη λίστα για τα ψώνια.
Το κύριο χαρακτηριστικό του, το τόσο αγαπητό σε μικρούς μαθητές και επίδοξους καλλιτέχνες -ζωγράφους και συγγραφείς- είναι η ιδιότητά του να μπορεί να διορθωθεί, να ξαναγραφτεί, να σβηστεί ή να μείνει για πάντα μια σκέψη, μια γραμμή, ένας στίχος, μια ημερομηνία.
Σήμερα, με τον ίδιο τρόπο θα επεξεργαστούμε ένα μήνυμα, θα το «διαγράψουμε για όλους», θα το σβήσουμε πριν «διαβαστεί» γιατί είπαμε παραπάνω από όσα πιθανά έπρεπε να καταλάβει ο παραλήπτης.
Κυρίως όμως δεν γράφουμε πια, τα φωνητικά μηνύματα, εκείνα που δεν μπορείς να ακούσεις μέσα σε κόσμο, δίπλα στους φίλους σου ή το ταίρι σου, έχουν έρθει για να καλύψουν το κενό των γρήγορων ρυθμών που θέλουν να οδηγούμε και να μιλάμε, να περπατάμε και να μιλάμε, να μη θέλουμε να σκεφτούμε τη σύνταξη μιας πρότασης, το «υ» και το «η» στη λέξη μήνυμα, και μας επιτρέπουν να κομπάσουμε, να φωνάξουμε και να ψιθυρίσουμε παρορμητικά, τον θυμό, την ειρωνεία, τον ενθουσιασμό ή τον έρωτα.
Επιστρέφουμε για πρώτη φορά εκεί που ξεκινήσαμε ως ανθρώπινο είδος, στη δύναμη της φωνής μας. Οι άνθρωποι μοιάζουν πλέον να απεχθάνονται τη γραφή, όλη τη συγκέντρωση και την πειθαρχία που απαιτεί. Ο Οργουελ το περιγράφει εξαιρετικά: «Σήμερα έκανα εξαντλητική δουλειά. Το πρωί έβγαλα ένα κόμμα από το κείμενό μου και το βράδυ το ξανάβαλα».
Στον αντίποδα, ο λόγος, αυθόρμητος, ηχηρός, χωρίς την αγωνία της παρανόησης από τον παραλήπτη, έρχεται πλέον εν είδει προσταγής στην Alexa και τη Siri των γνωστών εταιρειών, αλλά και σαν προκλητικά εύκολη εκκίνηση ενός ολόκληρου κειμένου από μια μόνο λέξη που δίνει το πρόσταγμα.
Η φωνή γίνεται λοιπόν το «Σουσάμι άνοιξε» για τον νέο, «έξυπνο» κόσμο. Πώς θα είναι όμως αυτός ο νέος κόσμος, ο γεμάτος με ανθρώπους που θα χάνουν σιγά σιγά την ικανότητα της σύνθεσης, που η φωνή τους θα δανείζεται στην τεχνητή νοημοσύνη και θα της επιτρέπει να «κλέβει» τη μοναδικότητά τους;
Η γραφή, αυτό που κατά κανόνα μένει, δεν είναι πια ο κανόνας, καθώς πλέον και ο προφορικός λόγος μένει επίσης. Το συναίσθημα και το αποτέλεσμα της επικοινωνίας αυτής; Ισως δεν έχει και πολλή σημασία καθώς το μήνυμα περνάει.
Οπότε; Η γραφή θα εξαφανιστεί; Θα είναι πλέον μια άσκηση για τα παιδιά του Δημοτικού; Μια εμμονή επίδοξων συγγραφέων που δεν θα διαβαστούν;
Ποιο θα είναι το κίνητρο για να γράψει κάποιος στο μέλλον; Ισως η ανάγκη για ένα καταφύγιο, ίσως η ανάγκη να ζωγραφίσουμε τη φωνή μας δημιουργώντας μαύρα σημαδάκια μνήμης πάνω στο λευκό χαρτί.
Αρθρο που δημοσιεύτηκε (22/02) στην “Εφημερίδα των Συντακτών”