Πριν από λίγες ημέρες ο φίλος κ. Γιώργος Μανωλάς-Ορεινός Αξώτης δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του μια πολύ σημαντική για τους Γλιναδιώτες και τους Γαλαναδιώτες φωτογραφία. Αναφέρομαι στην εδώ φωτ. 1,[1] σύντομη, όσο μπορώ, περιγραφή της οποίας (ένα «διάβασμά» της, ορθότερα), επιχειρώ να σας μεταφέρω στα επόμενα.
Κείμενο του Ομότιμου Καθηγητή Λαογραφίας Μανώλη Σέργη
Ο δημοσιεύσας την φωτογραφία κ. Μανωλάς αναφέρει (και κατά πάσαν πιθανότητα έχει απόλυτο δίκιο) ότι ο γάλλος περιηγητής / φωτογράφος απαθανάτισε την εικόνα του συγκεκριμένου τόπου κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτή είναι μια από τις λειτουργίες της φωτογραφίας, όπως από το 1977 έχει σημειώσει η Σούζαν Σόνταγκ, η πρώτη ίσως επιστήμων που μελέτησε συστηματικά το ζήτημα «φωτογραφία»: Ότι αυτή εγκλείει στο περιεχόμενό της και διαιωνίζει ες αεί μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή την οποία καθιστά αιώνια: «Όλες οι φωτογραφίες είναι mementomori. Για να τραβήξετε μια φωτογραφία σημαίνει ότι θα συμμετάσχετε στη θνησιμότητα, την ευπάθεια και την μεταβλητότητα ενός άλλου προσώπου (ή πράγματος). Με τον ακριβή τεμαχισμό αυτής της στιγμής και το πάγωμά της, όλες οι φωτογραφίες μαρτυρούν την αμείλικτη τήξη του χρόνου».[2]
Η φωτογραφία 1 ελήφθη/ «τραβήχτηκε» από κάποιον υψηλό χώρο στην ανατολική έξοδο του Γλινάδου, αυτήν δηλαδή που οδηγεί στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (στο «Χριστό», όπως τον γνωρίζουν οι Γλιναδιώτες), στο κοινό νεκροταφείο Γλινάδου – Γαλανάδου και φυσικά στο Γαλανάδο.
Ολόκληρη η περιοχή που «εγκλείεται»/ εγκιβωτίζεται στην φωτ. 1 μέχρι τα κράσπεδα του Γαλανάδου είναι ο ιστορικός Τζίτζαμος. Το μικροτοπωνύμιο, όπως έχω σημειώσει αλλού, [3] μαρτυρείται στα έγγραφα τουλάχιστον από τα μέσα του 17ου αι., εικάζω και πολύ παλαιότερα (μέχρι να βρεθεί η σχετική ιστορική γραπτή μαρτυρία που θα το επιβεβαιώσει).
Δεξιά από τους μεγάλους γρανιτώδεις όγκους της φωτ. 1 διακρίνονται καθαρότατα οι ελάχιστες κατοικίες ενός μικρού οικισμού που συμπεριλαμβανόταν στον ευρύτερο του Τζιτζάμου. Είναι ο οικισμός του Λουλούδου, για τον οποίο έχω επίσης αναφέρει αρκετά σε παλαιότερη μελέτη μου.[4] Εδώ περιορίζομαι στα εξής: Μαρτυρείται κι αυτός περί τα μέσα του 17ου αι. και οφείλει την ονομασία του στους πρώτους οικιστές του, στην οικογένεια Λουλούδη. Άρα, έχουμε κι εδώ το γνωστό σχήμα: Στα μέρη των Λουλούδων, ο Λουλούδος (έχω μαρτυρία και γι’ αυτήν τη γραφή), το Λουλούδο, όπως ακριβώς ίσχυσε για το Γλινάδο (π.χ.) και για όλα τα εἰς –άδο ναξιακά τοπωνύμια / μικροτοπωνύμια: Στα μέρη των Γλινάδων (από το Γλινός, την οικογένεια Γλινών [5]), ο Γλινάδος, το Γλινάδο.
Ο ιερός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ξεχωρίζει στην φωτ. 1 για το κατάλευκο χρώμα του. Έξι σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτόν και τον πέριξ χώρο μάς προσκομίζει η ιστορική αυτή φωτογραφία του:
- Ο προαύλιος χώρος του ήταν περίκλειστος από υψηλούς τοίχους, όπως κάποια πυργομονάστηρα, μέχρι το 1919. Έκτοτε, οι τοίχοι της αυλής του φθάνουν στο ένα μόλις μέτρο. Την πληροφορία αυτήν την διέσωσε κατ’ αρχάς η προφορική μαρτυρία του αείμνηστου συγχωριανού μου Γιάννη Δημητροκάλλη – Αμμοσιάρη σε μένα, και την μετέφερα στο σχετικό με τον ναό βιβλίο μου. [6] Τώρα η ἐν λόγῳ φωτογραφία επιβεβαιώνει άλλη μια φορά τον προαναφερθέντα πληροφορητή μου. Αρκούμαι να προσθέσω εδώ, ως μνημόσυνό του, ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν η ίδια η κοινωνική και λαογραφική ιστορία του χωριού μου. Ευτυχώς πρόλαβα (τη δεκαετία του 1980) και κατέγραψα αρκετά στοιχεία αυτής της ιστορίας… Παρενθετικά, απευθύνω έκκληση προς τους εκπαιδευτικούς του νησιού και τους λοιπούς τοπικούς λογίους, αν έχουν στο χωριό τους κάποιον αντίστοιχο Αμμοσιάρη, να τον «εκμεταλλευθούν», πριν είναι αργά…
- Διακρίνεται ευκρινώς η νότια είσοδος του ναού (η «αντρική» όπως την ονομάζουν οι Γλιναδιώτες, οι παρούσες ‒ σε θρησκευτικούς χώρους ιδίως ‒ έμφυλες διακρίσεις). Ήταν η μεγαλύτερη. Η δυτική (η «γυναικεία») μόλις και διακρίνεται. Σήμερα, μετά το γκρέμισμα των υψηλών τοίχων του περιβόλου του ναού που προανέφερα, η είσοδος αυτή είναι ισομεγέθης με την προαναφερθείσα αντίστοιχη «αντρική».[7]
- Το ψηλό δένδρο που δεσπόζει στον αύλειό του χώρο δεν είναι ο υψηλός σημερινός του ευκάλυπτος (βλ. φωτ. 2). Είναι μια τεράστια μουριά που μού ανέφερε και πάλιν ο Δημητροκάλλης, την οποία το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού απεφάσισε να κόψει. Το δεύτερο δένδρο που διακρίνεται στη σημερινή φωτ. 2 είναι ένα πευκοκυπάρισσο.
- Το κατάλευκο χρώμα του ναού ἐν συγκρίσει προς το σκούρο χρώμα των γύρω από αυτόν κατοικιών. Είναι το αποτέλεσμα της ειδικής περιποίησης και της φροντίδας των συγχωριανών μου προς τον ναό, ως ιερό χώρο. Στο προαναφερθέν βιβλίο μου έχω διατυπώσει την εικασία πως ο ναός ήταν πέτρινος και ασοβάντιστος μέχρι κάποιου χρονικού σημείου. Το ίδιο συμβαίνει και με το Λουλούδο και με το Γαλανάδο (στο βάθος της φωτ. 1). Οι κατοικίες του είναι αγαλάχτιστες, στο χρώμα της καφέ πέτρας αφημένες. Λευκός είναι όμως και πάλι μόνον ο ιερός ναός του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος διακρίνεται στην φωτογραφία, εξ αιτίας αυτής της ιδιότητάς του. Θέτω λοιπόν και πάλι, από τη θέση αυτήν, προς αναστοχασμό και μόνον, το θέμα των ολόλευκων σημερινών ναξιακών οικιών, το λευκό του Ελύτη, την επιβεβλημένη τελικά άνωθεν (;) καθιέρωση του λευκού χρώματος, ως συστατικού στοιχείου της νησιωτικής ταυτότητας, κ.τλ. Λόγῳ οικονομίας του χώρου, αποφεύγω εδώ άλλη σχετική αναφορά.
- Ανατολικότερα του «Χριστού», το υπερυψωμένο ογκώδες και ευκρινές κτήριο είναι το ιστορικό για τους Γαλανογλιναδιώτες «Σκολειό του Πάσα- Κόρδα». Σύμφωνα με όλες τις πηγές μου (προφορικές και λίγες γραπτές) στο σχολείο της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως που λειτούργησε εκεί (την περίοδο 1919-1922) δίδαξε ο προπάππος μου ιερέας και διδάσκαλος ΓαλανοΓλινάδου (αλλά και Αγερσανιού, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη) αείμνηστος Εμμανουήλ Ν. Ορφανός. Το μικροτοπωνύμιο Πάσα Κόρδα είναι ανθρωπωνύμιο, προέρχεται δηλαδή από το όνομα κάποιου ιδιοκτήτη των κτημάτων (όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο κτήριο). Ήδη από το 1790 «συναντώ» αναφερόμενον στα έγγραφα κάποιον Πάσα-Κόρδα να κατέχει, όντως, κτήματα γύρω από τον «Χριστό».[8] Πρόκειται άραγε για Οθωμανό ιδιοκτήτη γης ή για παρωνύμιο (ορθοδόξου ή καθολικού) χριστιανού;
Ας «διαβάσουμε» τώρα συγκριτικά τις δύο φωτογραφίες. Η φωτ. 2 ελήφθη στις 26 Απριλίου 2023. Με την φωτ. 1 έχουν διαφορά 110 τουλάχιστον έτη.
Φαίνονται στην φωτ. 2 τα βράχια τής φωτ. 1 (στο Λουλούδο). Πολύ απλά, δεν έτυχε το συγκεκριμένο κτήμα (επί του οποίου απλώνονται επί δεκαετίες) να έχει πωληθεί. Σε μία ημέρα, ένας υπερσύγχρονος εκσκαφέας θα τα είχε θέσει οριστικά στη λήθη. Αντιθέτως, οι κατοικίες του μικρού οικισμού υφίστανται μεν, αλλά αφ’ ενός ως ιδιοκτησίες ευρωπαίων ιδιοκτητών πλέον (από τη δεκαετία του 1990 αν δεν απατώμαι) και προφανώς ανακαινισμένες, «λευκοφορούσες», «σα τζι μυίες μεσ’ το γάλα» όπως ευφυώς μού παρατήρησε κάποιος Γλιναδιώτης, ως παντελώς δηλαδή απροσάρμοστες στο κυρίαρχο γκριζωπό χρώμα των γύρω γρανιτένιων βράχων. Ο ξένος περιηγητής / φωτογράφος γράφει στα περιθώρια της φωτ. 1: «Η Νάξος είναι πολύ βραχώδης, με ελάχιστα δάση (…). Η γοητεία της έγκειται κυρίως στο υπέροχο φως της, στις ανακλάσεις του επάνω στα βράχια και στη λευκότητα των κτηρίων, στη διάφανη ατμόσφαιρά της (…)». Εντύπωση στον ξένο επισκέπτη προξένησε το θαυμάσιο φως του νησιού μας, υμνημένο πολλές φορές και από διάφορους επισκέπτες του. Πρόσεξα πάντως ότι αναφέρεται και στις επί των λευκών οικιών ανακλάσεις του φωτός, ήδη από το 1910….
Ο «Χριστός» της φωτ. 2 έχει πλέον δύο δένδρα στον αύλειο χώρο του, και το οικιστικά διευρυμένο (προς όλα τα σημεία του ορίζοντα) Γαλανάδο έχει φθάσει μέχρι το «Σκολειό του Πάσα-Κόρδα».
Ο ναός του Αγίου Πνεύματος Γαλανάδου ξεχωρίζει δυσκολότερα στην φωτ.2, καθ’ όσον είναι «πνιγμένος» στο λευκό των γύρω κατοικιών που αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η θέα από το Γαλανάδο εκτείνεται μαγευτική, οι πολυτελείς του οικιστικές κατασκευές είναι ευδιάκριτες στην φωτογραφία.
Στην φωτ. 1 δεν διακρίνεται ο τσιμεντένιος δρόμος της φωτ. 2. Όχι φυσικά αυτός, αλλά το προϋπάρχον στη θέση του θαυμάσιο πέτρινο καλντερίμι που τσιμεντοστρώθηκε τη δεκαετία του 1990 για να αποκτήσει το χωριό (δι’ αυτοκινήτων) επικοινωνία με την υπόλοιπη Νάξο και από την ανατολική του είσοδο. Γράφω εδώ παρακάτω για τα μηνύματα των σύγχρονων ιδίως φωτογραφιών. Εξομολογούμαι ότι ενσυνειδήτως επέλεξα να εικονίζεται στην φωτ. 2 η (κατ’ εμέ) βαρβαρότης που επιδείχθηκε χάριν της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού»… Επεδίωξα αυτήν την καταγγελία διά της φωτογραφίας…
Επιλογικά: Ως λαογράφος, σαγηνεύτηκα από την πρώτη στα ελληνικά έκδοση της μελέτης της Σόνταγκ, το 1993 (η αγγλική έκδοση είναι του 1977, όπως προαναφέρθηκε). Θεωρώ πλέον την φωτογραφία ως ένα από τα αποτελεσματικότερα εργαλεία μετάδοσης της μνήμης. Φωτογραφίες όπως η φωτ. 1 του άρθρου μου προσφέρουν αποδείξεις, μνημονεύουν ες αεί. Είναι εργαλεία της Ιστορίας. «Κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε ή δεν έχουμε σαφή εικόνα του φαίνεται αποδεδειγμένο όταν μας επιδειχθεί μια φωτογραφία του», γράφει η Σόνταγκ.[9] Η ιστοριογραφική αξία τέτοιων φωτογραφιών ποικίλλει βεβαίως ανάλογα με τη δυνατότητα που μας δίνεται να συνδυάσουμε τις διαθέσιμες πηγές ως προς το αντικείμενο που επιχειρούμε να μελετήσουμε (τον χώρο του Λουλούδου, του Τζιτζάμου, τον «Χριστό», το Γαλανάδο ἐν προκειμένῳ).
Βεβαίως, οι νεώτερες φωτογραφίες δύνανται να εξιδανικεύουν τον χώρο, αυτές τις οποίες η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί πανεύκολα να αλλοιώσει/αναδιαμορφώσει (για πολλούς και ετερόκλητους σκοπούς). Τα εικονογραφικά στοιχεία τους δύνανται πλέον να αναπαριστάνουν τον χώρο όχι όπως αυτός είναι, αλλά όπως επιθυμεί ο «φωτο-γράφος». Τα σύγχρονα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται προσδίδουν μορφή σε κάποιες υποκειμενικές εκδοχές του τόπου και του χρόνου. Η φωτ. 1 του γάλλου περιηγητή/φωτογράφου δεν υπάγεται σ’ αυτήν την κατηγορία. Αποδίδει ρεαλιστικά το τοπίο.
Συμπληρώνω το άρθρο με ελάχιστα θεωρητικά, με την επισήμανση ότι οι λαογραφικές μελέτες περί την «ανάγνωση» της παλιάς και της σύγχρονης φωτογραφίας είναι πλέον πάμπολλες. Επικεντρώνω στις φωτογραφίες – πορτραίτα. Άλλο θέμα η φωτ. 1 του άρθρου μου και άλλο (π.χ.) η σκηνοθετημένη φωτογραφία του πορτραίτου ενός άνδρα, μιας γυναίκας, επώνυμου ή ανώνυμου, ή μιας οικογένειας. Η σκηνοθετημένη φωτογραφία είναι ένα ιδανικό μέσον για να αποτυπωθούν κυρίως ατομικές ταυτότητες, τις περισσότερες φορές στην εξιδανικευμένη εκδοχή τους. Το πρόσωπο ενός πορτραίτου υποδύεται τον καλύτερο ρόλο/εαυτόν του, σκηνοθετεί ειδικά μελετημένες (και με τη βοήθεια του «σκηνοθέτη-φωτογράφου») πόζες, υιοθετεί κοινωνικούς ρόλους τους οποίους (σπανίως ή και ουδέποτε)είχε τη δυνατότητα να βιώσει στην καθημερινότητά του. Συντελείται ένα είδος «απάτης» δηλαδή: «Το φωτογραφιζόμενο στο πορτραίτο πρόσωπο πρέπει να δείχνει ότι δεν νοιάζεταιγια τους μελλοντικούς θεατές της εικόνας του, κρύβοντας ότι κατ’ ουσίαν έχει ήδη προετοιμάσει τον εαυτό του για ‘επιθεώρηση’». [10]
Ακροτελεύτιο: Η «ανάγνωση» μίας και μόνον λεπτομέρειας (από μια φωτογραφία) παρέχει αφορμή για συγγραφή δεκάδων σελίδων, αφού ο καθένας γι’ αυτήν και μόνον αυτήν την ίδια λεπτομέρεια θα δια-τυπώσει διαφορετικές εν-τυπώσεις. (Εκτός του ότι αυτήν την λεπτομέρεια δεν την επισημαίνουν ενδεχομένως όλοι οι «αναγνώστες» της). Τι θα έγραφα, π.χ., μόνον για το τσιμεντοστρωμένο πρώην καλντερίμι της φωτ. 2 που το λείαναν επί δεκαετίες οι ζωές των συγχωριανών μου και το τσιμεντόστρωσαν σε μια μέρα; Ή νύκτα;
[1] Μού απέστειλε μετά από παράκλησή μου την φωτογραφία που συζητώ και στο προσωπικό μου mail, όπως έπραξε και ο κ. Ερρίκος Ν. Δελλαρόκκας, που διάβασε το σχετικό μου αίτημα προς τον κ. Μανωλά. Ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας τους δύο εκλεκτούς συμπολίτες μας.
[2] S. Sontag, Περί φωτογραφίας, Εκδόσεις Φωτογράφος, Αθήνα 1993.
[3] Μ. Γ. Σέργης, Για μια Λαογραφία των τοπωνυμίων…, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2016, στο λήμμα Τζίτζαμος του Ευρετηρίου.
[4] Μ. Γ. Σέργης, Για μια Λαογραφία των τοπωνυμίων…, ό.π., στο λήμμα Λουλούδο του Ευρετηρίου.
[5] Μ. Γ. Σέργης, Για μια Λαογραφία των τοπωνυμίων…, ό.π., 15-18.
[6] Μ. Γ. Σέργης, Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Γλινάδο Νάξου…, Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2018, 40.
[7] Μ. Γ. Σέργης, Ο ναός της Μεταμορφώσεως…, ό.π., 34-35.
[8] Μ. Γ. Σέργης, Για μια Λαογραφία των τοπωνυμίων…, ό.π., 176-177.
[9] Πρβλ. Susan Sontag, ό.π., 17.
[10] Max Kozloff, Lone Visions, Crowded Frames. Essays on Photography, University of New Mexico Press, Albuquerque 1994, 3.