Η Υπατία – με καθυστέρηση μικρή – μιλάει γα τον Ερωτα… Την ανάγκη να ερωτευτούμε έστω και μία φορά… Να νιώσουμε αυτό το ξεχωριστό συναίσθημα που μας κάνει … ανίκητους
Ήθελα προχθές να σας μιλήσω για τον έρωτα…μα ξάφνου μια φωνή μέσα μου πετάχτηκε:
Σιγά! Εδώ έχουμε τόσα φλέγοντα ζητήματα με τον έρωτα θα ασχοληθούμε;
Μα αμέσως μια άλλη φωνήπετάχτηκε κι αυτή :
Ναι! Μα χωρίς τον έρωτα δεν μπορούμε να ζήσουμε και πως αλλιώς θα κάναμε παιδιά;
Και να… η φιλενάδα σου η Βάσω όταν πέρυσι έκανε χημειοθεραπείες ένας έρωτας της ζέσταινε την καρδιάκι έτσι εκείνη άντεξε. Η ίδια σου το είπε. Πόση δύναμη πήρε τότε. Γιατί ο έρωτας είναι ο μόνος που μπορεί να νικήσει το θάνατο! Οπότε, ναι πες για τον έρωτα ξανάλεγε αυτή η φωνή.
Και τότε πετάχτηκε μια άλλη…φωνή …πάλι…
Ναι! Μα δες και πόσους έχει κάψει αυτός ο έρωτας… και ένα πυροτέχνημα ήταν που τους θάμπωσε η λάμψη τα μάτια τους μα τώρα δες! Ζούνε μες τα σκοτάδια. Σεβάσου τον πόνο τους. Και αυτή η βραδιά μπορεί να μην περνά για κείνους, που το πρωί λένε…σιγά ζω και μόνος μου ή μόνη μου καλά…μα όταν φτάνει το βράδυ και δεν έχουν τον ώμο του αγαπημένου τους να ακουμπήσουν… σιντριβάνι τα μάτια τους… γι’ αυτόμη λες πολλά! Ούτως ή άλλως όσοι έχουν τον Βαλεντίνο ή την Βαλεντίνα τους δεν έχουν ανάγκη.
Και πάνω που είχα καταλήξει, να σου και μια άλλη φωνή, κοροϊδευτική ήταν αυτή πολύ…
Σιγά! Έρωτες και αηδίες! Και να τους δω εγώ όλους αυτούς τους Βαλεντίνους και τις Βαλεντίνες σου… σε πενήντα χρόνια γάμου από τώρα. Τότε να τους δω να τους παραδεχτώ. Αν θα αντέξουν τα σοκολατάκια και οι καρδούλες και τα λέλουδα. Κι αν θα κρατεί ακόμη ο ένας το χέρι του αλλουνού για θα τον πέμπει στο διάολο που είναι και το πιο πιθανό.
Και τότε μια άλλη φωνή μέσα μου πετάχτηκε πάλι και μου λέει:
Θυμάσαι τη θειά σου τη Μεγαλογιώργαινα; Ε; Τη θυμάσαι;
Όχι δεν τη θυμάμαι λέω! Κι ένα πυροτέχνημα είναι ο έρωτας, ανίκητος στη μάχη, μα πυροτέχνημα, μια λάμψη είναι και λίγο κρατά…μια μούφα τελοσπάντων, μια απάτη, ένα πουκάμισο αδειανό και μια Ελένη… που ξυπνάς μια ωραία πρωία και λες…ποιος είστε Κύριε; Και ποια είναι αυτή η Μέγαιρα;
Γιατί ερωτεύτηκες ένα κενό είδωλο και μια προσδοκία χαμένη.
Τη θυμάσαι τη θειά σου τη Μεγαλογιώργαινα; Ε;
Όχι δεν τη θυμάμαι ξαναλέω! Και…ναι ζωοποιός η δύναμη του έρωτα και συναρμοστική πολύ μα κρατά λίγο και μετά συντρίμμια όλα και στάχτη και μπούρμπερη και οι χωρισμένοι δεν γιορτάζουνε ποτές!
Τη θυμάσαι τη θειά σου τη Μεγαλογιώργαινα; Επέμενε η φωνή…
Ναι τη θυμάμαι! Ξεσπάω τελικά. Ένα βράδυ …μικρό κορίτσι ήμουνα και με έπαιρνε η γιαγιά μου που ήταν φίλες οι δυο τους πολύ και βεγγερίζαμε στο σπίτι της… γιατί ο μπάρμπας μου ο Μεγάλο Γιώργης ήταν στα τελευταία του. Για κάποιο λόγο τον λέγαν Μεγάλο μα δε θυμούμαι να σας τον πω.
Κι εκείνο το βράδυ, θυμήθηκα πως την κοίταζα βαθιά μέσα στα μάτια και εκείνη με τη σειρά της τον κοίταζε… τον άντρα της… κατάκοιτος μήνες…δεν καταλάβαινε τίποτα πια… μα κείνη ήταν εκεί δίπλα του ολάκερη λαμπάδα αναμμένη! Και οι άλλες γυναίκες κουβεντιάζανε και κοιτούσαν αλλού…
Μα εγώ είχα κολλήσει τα μάτια μου απάνω της. Μικρό κορίτσι ήμουνα, αμάθητο στον έρωτα… δεν ήξερα καν τι ήταν αυτό… μα κείνο το βράδυ θα μάθαινα.
Γιατί την ώρα που ξεψυχούσε ο μπάρμπας μου, εκείνη πετάρισε λίγο προς το μέρος του και τον κοίταξε αχόρταγα βουβά.Το φιλντισένιο κορμάκι της το ρυτιδιασμένο πια, έγειρε λίγο προς το μέρος του,σα να του λεγε… στάσου αγαπημένε μου… μα φωνή δεν έβγαινε από πουθενά…
Κι εγώ μονάχα είδα τη σκηνή. Οι άλλες γυναίκες σας είπα κουβεντιάζανε χαμπάρι δεν πήραν…μόνο εγώ κοιτούσα αδιάκριτα να δω το Χάροντα να κατεβαίνει που δεν φαινόταν και να δεις που πρέπει να κοντοστάθηκε μπροστά στα ξέχειλα μάτια της θειάς μου της Μεγαλογιώργαινας…
Τα ξέχειλα απ’ αγάπη κι από έρωτα… αντίο αγαπημένε μου ήταν σαν να του λεγε σιωπηλά… κι εγώ τότε την είδα μπροστά μου ολοζώντανη νια κοπελιά να γέρνει στη βρύση του χωριού με τη στάμνα της κι ήταν τα μάγουλά της ρόδα και κείνος ντελικανής όμορφος να της τραγουδά…
Αντίο αγαπημένε μου… σαν να του λεγε σιωπηλά…
Μικρό κορίτσι ήμουνα. Δεν ήξερα από έρωτα. Μα αν με ρωτάγατε, στα μάτια τους εκείνο το βράδυ τον είδα.
Και ήταν αμάραντος αυτός ο έρωτας! Και μεγάλος! Όπως το όνομα του θειού μου του ΜεγάλοΓιώργη. Και της θειάς μου της ΜεγαλοΓιώργαινας. Αλήθεια έτσι τους λέγαν.
Και ‘γω δεν ξέρω πια τι να σας πω.
Μονάχα πως αγιάζω τέτοιον έρωτα ανίκητο και τέτοια αγάπη!
Υπατία