Η Υπατία αναρωτιέται μεγαλόφωνα “Εσύ άνθρωπε. Γιατί δεν τρέχεις; Να σωθείς από τον εαυτό σου;” Ποιος είναι ο λόγος όμως;
Ξύπνησα λέει και ήτανε πόλεμος! Οι άνθρωποι κάναν πόλεμο. Όχι οι άνθρωποι. Οι παρανοϊκοί που τους κυβερνούν…
Ξύπνησα κι ήταν πόλεμος. Και πλήθος κόσμου στοιβάζονταν στις πλατείες, τα τρένα, τους σταθμούς.
«Συνωστισμός» θα τολμούσε να πει κανείς. Γιατί έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Ξύπνησα κι ήταν πόλεμος. Και οι βόμβες τριγύρω σκάγαν και οι σειρήνες χτυπούσαν. Και οι άνθρωποι τρέχαν στα καταφύγια της πόλης τρομαγμένοι. Με μια κουβέρτα τυλιγμένο το μωρό, λίγα μπισκότα, νερό, ό τι προλαβαίνεις.
Ξύπνησα κι ήταν απόγνωση. Αμούστακα παλικάρια κοιτάζαν γύρω βουβά, δεν ξέραν ούτε που πηγαίναν κι ένας μπαμπάς έσφιγγε το αμαξάκι του γιου του στο στήθος την ώρα που έφευγε το τρένο. Δυο νέοι πιο πέρα φιλιόταν ακόμη σα να ήταν η τελευταία φορά.
Ξύπνησα κι ένα θλιβερό κομβόι ανθρώπων πεζών κατέκλυζε τους δρόμους. Κι ένας πατέρας έκλαιγε πάνω από το ματωμένο σεντόνι του γιου του που κείτονταν τώρα νεκρός.
Ξύπνησα και είδα πολλά παιδάκια τρομαγμένα, παιδιά που κοιτούσαν όπως ο εξάχρονος γιος μου όταν τρέχαμε για ράμματα το καλοκαίρι και ρωτούσε βουτηγμένος μέσα στα αίματα «θα πεθάνω μαμά;»
Ξύπνησα και μέσα στα χαλάσματα και τις βόμβες που πέφταν γεννιόταν μωρά σε αυτοσχέδια μαιευτήρια σε υπόγειες στοές και καταφύγια. Σε πείσμα του πολέμου.
Ξύπνησα και ένα άλλο παιδί περπατούσε χιλιόμετρα ολάκερα μόνο του για μέρες με ένα τηλέφωνο γραμμένο στο χέρι. Μοναδικό του ναύλο για να περάσει αντίπερα. Κι αυτό περπατούσε κι έκλαιγε.
Ξύπνησα κι αλλού άλλα παιδιά γυναίκες και άντρες κείτονταν διαμελισμένοι σαν μέσα σε κάμπο σφαγής και μύριζε η σάρκα τους καμένη.
Ξύπνησα κι ήταν παντού πόνος κι αποχωρισμός στο βλέμμα των ανθρώπων και προσωπάκια μικρά και θλιμμένα.
Ξύπνησα και δεν ήταν όνειρο!
Δεν ήταν!
Και ήσαν αλήθεια όλα αυτά. Και κανείς δεν έκανε τίποτα. Μόνο κοιτούσαν άπραγοι κι απορημένοι.
Και ξανά ο εφιάλτης ενός πυρηνικού ολέθρου μπροστά μας. Αυτού που σε κάνει να μην μπορείς να σταθείς πουθενά.
Για πότε γίναμε πρόσφυγες. Για πότε τυλίξαμε το μωρό μας στο κουβερτάκι, για πότε πήραμε τη γάτα μας αγκαλιά και τρέξαμε να σωθούμε.
Για πότε;
Σαν χτες δεν ήτανε που άλλοι πρόσφυγες έρχονταν σε μας;
Κι εμείς θαρρούσαμε πως είμαστε νοικοκυραίοι και βγάζαμε να τους φιλέψουμε γάλα και ψωμίκι ένα παλιό ζευγάρι παπούτσια;
Σαν χτες δεν ήτανε που καμαρώναμε για τους θεσμούς που θα κρατούσαν τη “γηραιά ήπειρο” και την ανθρωπότητα όλη μακριά από τα άγρια σκυλιά;
Σαν χτες δεν ήτανε ακόμη που κάνανε συμβούλιο οι Αχαιοί; Κι έλεγε ο Οδυσσέας, όχι μην κάνετε πόλεμο για καμιά Ελένη, γιατί μύρια κακά φέρνει και κανένα καλό;
Και ερωτώ.
Εσύ άνθρωπε. Γιατί δεν τρέχεις;
Ναι. Εσύ.
Εσύ που έφτασες μέχρι το φεγγάρι.
Γιατί δεν τρέχεις;
Από τον εαυτό σου να σωθείς.
Γιατί δεν έμαθες τίποτα ακόμη.
Υπατία
(*) Κι ας ανέβουν οι χαρτ-αετοί ψηλά της Ειρήνης σήμερα, σαν βέλη να σκίσουν τις καρδιές των ανθρώπων να βγει όλο το αίμα το κακοφορμισμένο. Να σταματήσουν οι πόλεμοι σε όλο τον κόσμο.
Άνθρωπε πως δε λυγάς ακόμη;