“Η Ελλάδα του Robert A. McCabe”, ένα πρωτότυπο αφιέρωμα στον σπουδαίο Αμερικανό φωτογράφο που λάτρεψε τη χώρα μας και απαθανάτισε με μοναδική ευαισθησία την ίδια την ψυχή της. Μια συλλεκτική έκδοση με εμβληματικές αλλά και αδημοσίευτες φωτογραφίες της Ελλάδας.
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από την “Καθημερινή της Κυριακής” και ο Δημήτρης Αθανασούλης – Διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων καταθέτει την άποψή του και σημειώνει ανάμεσα στα άλλα “ανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει πώς θα εξελισσόταν το φαινόμενο που σήμερα μεταμόρφωσε δραματικά το Αρχιπέλαγος. Η τουριστική μονοκαλλιέργεια υποσκέλισε σχεδόν κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα.
Οι φτωχές κοινότητες των νησιών πλούτισαν. Το τίμημα όμως είναι βαρύ: το εύθραυστο κυκλαδικό τοπίο μεταλλάχθηκε αμετάκλητα. Τα μνημεία ασφυκτιούν από την ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα. Η άυλη κληρονομιά, οι νησιωτικές παραδόσεις αφανίζονται ραγδαία”.
Αναλυτικά, η ανάρτησή του στα social media με τίτλο “Μία ανεκτίμητη καταγραφή του κυκλαδικού Αρχιπελάγους”
“Κάθε φορά που ανατρέχω στο φωτογραφικό υλικό του Robert McCabe από τα κυκλαδονήσια του 1950 και του 1960, για να αναζητήσω μία πολύτιμη πληροφορία για την ιστορική τοπογραφία της Χώρας Μυκόνου ή της Σερίφου ή για να εξετάσω το τοπίο της Σαντορίνης πριν την ανοικοδόμηση που ακολούθησε μετά τον μεγάλο σεισμό του 1956, συνήθως καταλήγω να ξεχνώ τι έψαχνα και, αντ’ αυτού, πιάνω τον εαυτό μου να ξεφυλλίζει ξανά τα λευκώματα του Αμερικανού φωτογράφου, τα οποία δεν αποτυπώνουν απλώς τοπία και ανθρώπους, αλλά αφηγούνται ιστορίες για έναν κόσμο που χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Όσο κι αν θέλει κανείς να προσπεράσει την παγίδα της νοσταλγίας για τον χαμένο κυκλαδικό παράδεισο που αποτυπώνει στα κάδρα του ο McCabe, είναι αδύνατο να μη μελαγχολήσει συγκρίνοντας εκείνα τα αλώβητα τοπία και τις ζωντανές κυκλαδικές κοινότητες με την σημερινή εικόνα.
Όταν ο Robert McCabe έφτασε για πρώτη φορά στις Κυκλάδες το 1954, άρχισε να καταγράφει με τον φακό του τοπία και ανθρώπους, πορτραίτα ενταγμένα μέσα στο κυκλαδικό περιβάλλον, στιγμιότυπα από την καθημερινή λειτουργία των ενεργών νησιωτικών κοινοτήτων. Ασφαλώς, ο ίδιος δεν θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι αυτές οι λήψεις του θα αποκτούσαν κάποτε την αξία ντοκουμέντου.
Έλαχε λοιπόν στον Αμερικανό φωτογράφο να είναι αυτός που θα αιχμαλώτιζε συστηματικά τις τελευταίες εικόνες από την μακρά διάρκεια του κυκλαδικού οικοσυστήματος, λίγο πριν αυτό αρχίσει να μεταμορφώνεται ραγδαία: με το φυσικό τοπίο ακόμη αλώβητο, με τις ξερικές καλλιέργειες και τις λίθινες πεζούλες του, ένα περιβάλλον που διατηρούσε σχεδόν αμετάβλητη την μορφή και τις χρήσεις του, όπως τις είχε διαμορφώσει ήδη από την πρωτοκυκλαδική περίοδο, δηλαδή εδώ και 4500 χρόνια·
να είναι αυτός που θα απαθανάτιζε το δομημένο περιβάλλον, όπως αυτό οριοθετούταν αυστηρά στις κυκλαδίτικες Χώρες, στους μικρούς αγροτικούς οικισμούς της υπαίθρου και στις διάσπαρτες αγροτικές κατοικιές, όλα κτίσματα τα οποία ενσωματώνονταν αρμονικά στο τοπίο.
Στις εικόνες του Αμερικανού φιλέλληνα τα κτήρια τηρούσαν, ακόμη τότε, τις βασικές αρχές της ανώνυμης αρχιτεκτονικής παράδοσης του Νότιου Αιγαίου: χτισμένα λιτά και απέριττα, με τα διαθέσιμα από τον ίδιο τον τόπο οικοδομικά υλικά, αφομοιώνονταν στην μικρή κλίμακα και τις απλές γραμμές που όριζαν το κυκλαδίτικο τοπίο.
Μία απλή σύγκριση ανάμεσα στα σπίτια του προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης και σε εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Κυκλαδίτες του ’50 αρκεί για να αντιληφθεί κανείς πώς ο τόπος εξακολουθούσε με τον ίδιο τρόπο να καθορίζει και να ορίζει, χιλιετίες αργότερα, πώς θα χτίσεις και πού.
Όμως ο McCabe δεν φωτογράφιζε απλώς άψυχα αρχέγονα τοπία, ούτε στόχευε στην τεκμηρίωση των παραδοσιακών οικισμών. Στα κυκλαδικά σκηνικά του δεσπόζουν άνθρωποι· πορτραίτα νησιωτών και, κυρίως, σκηνές της κυκλαδικής καθημερινότητας αναδεικνύουν την οργάνωση και χρήση του χώρου από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.
Ο McCabe φωτογραφίζει τα Κυκλαδονήσια και τους Κυκλαδίτες χωρίς οριενταλιστική διάθεση. Μάλιστα, οι νησιωτικές κοινότητες αποτυπώνονται με εθνογραφική, σχεδόν, ακρίβεια: μέσα από την ματιά του φωτογράφου είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πώς η κοινότητα ήταν τότε ενεργή και συνεκτική. Πώς η συνάντηση των γυναικών στην δημόσια βρύση, η σχόλη των ανδρών στο καφενείο, η εκκλησία και τα πανηγύρια της, ήταν συναθροίσεις που σφυρηλατούσαν ουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας.
Ακόμη, βλέπουμε πώς οι λήψεις του McCabe τεκμηριώνουν την νησιωτική παραγωγική δραστηριότητα που ήταν σχεδόν προβιομηχανική, μέχρι το ’60, προσαρμοσμένη στις δυνατότητες του τόπου: αγροτικές καλλιέργειες, κτηνοτροφία, αλιεία και οικοτεχνία. Οικονομία αυτάρκης που προσφέρει τα απολύτως χρειώδη και αφήνει πίσω της μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Καταγράφοντας, παράλληλα, την περιπέτεια της δύσκολης ακτοπλοϊκής σύνδεσης με άβολα πλοία που, αφού ταξίδευαν αμέτρητες ώρες για να φτάσουν στο Αρχιπέλαγος, να αγκυροβολούν αρόδου και οι νησιώτες να μετεπιβιβάζονται σε ξύλινα κωπήλατα σκαριά για να βγουν στον γιαλό, μπορούμε να κατανοήσουμε την συνθήκη της νησιωτικότητας, η οποία επί χιλιετίες λειτούργησε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: δυσχέραινε την επικοινωνία και ευνοούσε την απομόνωση και την εσωστρέφεια με το υψηλό κόστος σε χρόνο και χρήμα για την μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. Ταυτόχρονα, αναδείκνυε τον δυναμικό χαρακτήρα των νησιωτών, που παρά τις δυσκολίες, μετέτρεπαν την θάλασσα σε γέφυρα επικοινωνίας.
Σε ορισμένες από τις φωτογραφίες του McCabe από την δεκαετία του ’60, αρχίζουν να διακρίνονται δειλά και οι πρώτοι μεμονωμένοι τουρίστες που μοιάζουν ακόμη σαν εξωγήινοι μέσα στο αυθεντικό κυκλαδικό σκηνικό. Κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει πώς θα εξελισσόταν το φαινόμενο που σήμερα μεταμόρφωσε δραματικά το Αρχιπέλαγος.
Η τουριστική μονοκαλλιέργεια υποσκέλισε σχεδόν κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα. Οι φτωχές κοινότητες των νησιών πλούτισαν. Το τίμημα όμως είναι βαρύ: το εύθραυστο κυκλαδικό τοπίο μεταλλάχθηκε αμετάκλητα. Τα μνημεία ασφυκτιούν από την ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα. Η άυλη κληρονομιά, οι νησιωτικές παραδόσεις αφανίζονται ραγδαία.
Στις Κυκλάδες, λόγω της μικρής τους κλίμακας, καταγράφεται με δραματικό τρόπο η ανάγκη να γίνει βιώσιμη η τουριστική ανάπτυξη, ώστε να μην καταβροχθίζει ακόρεστα μη ανανεώσιμους φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους. Σε αυτούς τους λόγους οφείλεται η αξία ντοκουμέντου που απέκτησαν οι φωτογραφίες του Robert McCabe στο τέλος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα.
Ελπίζουμε ότι, εκτός από νοσταλγικά στιγμιότυπα ενός χαμένου παραδείσου, αυτές θα λειτουργήσουν για τις κυκλαδικές κοινότητες και ως πηγή έμπνευσης σε έναν κοινό σκοπό: να προστατεύσουμε το αγαπημένο μας κυκλαδικό Αρχιπέλαγος. Αυτή την διάσταση επιχειρεί να προβάλει και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων διοργανώνοντας εκθέσεις του σπουδαίου φωτογράφου στα μουσεία και τα μνημεία των Κυκλάδων.