Με καταγωγή από την πιο ζεστή γωνιά της Ελλάδας, το Άργος και χωρίς να έχω γονείς, που να διαθέτουν παραθαλάσσιο εξοχικό, η μοίρα με έφερνε να περνάω τα καλοκαίρια μου σαν παιδί με τη Ζαφειρία, τον Αντωνάκη, τους παπούδες και τις γιαγιάδες μου. Δεν μπορώ να πω ότι με χάλαγε.
Κείμενο του Γιάννη Μπελεσιώτη (Athens Voice)
Όλα τα είχα έτοιμα στο πιάτο μου και άκουγα ιστορίες, που με συντροφεύουν μια ζωή. Πλέον στα 31 αντιλαμβάνομαι πως αυτό είναι κάτι ανεκτίμητο. Το μόνο κακό της υπόθεσης ήταν ότι με έβαζαν νωρίς για ύπνο και ότι μετά το καλοκαίρι γύριζα στην Αθήνα συν 3 κιλά μίνιμουμ. Την πρώτη μέρα στο σχολείο και τον αγιασμό ήμουν πάντα το πιο στρουμπουλό και μαυρισμένο παιδάκι, μα δεν με ένοιαζε. Ήμουν χαρούμενος. Οι βάσεις μου ήταν η ξακουστή Προσύμνη Αργολίδας και η Λυγιά Κορινθίας, σε ένα μικρό σπιτάκι που νοίκιαζαν ο παπούς Κώστας και η γιαγιά Μίνα.
Μπορεί οι γονείς μου εξοχικό να μην είχαν, όμως η Ζαφειρία και ο Αντωνάκης είναι δύο από τους πιο κουλ γονείς αυτού του πλανήτη, έτσι το καλοκαίρι του 2010 πριν τη χρονιά της 3ης Λυκείου με άφησαν να πάω στη Νάξο για 15 μέρες μαζί με τον αγαπημένο μου ξάδερφο τον Θανάση. Μου φαινόταν κάτι εξωπραγματικό το ότι θα πήγαινα μόνος μου διακοπές σε ένα νησί. Μέσα μου έλεγα ότι «Κοίτα να δεις μεγαλώνω». Αργότερα βέβαια κατάλαβα πως αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα τελικά. Όταν κατεβήκαμε από το καράβι στις 11 το βράδυ δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Στα αριστερά η Πορτάρα που ορθώνεται δίπλα στο λιμάνι της Νάξου και πάντα δημιουργεί απορίες για το τι αντιπροσωπεύει και έπειτα η παρέα του ξαδέρφου μου, η οποία μας περίμενε ήδη για να πάμε στο πιο γνωστό κλαμπ του νησιού.
Πάντα είναι παράξενο όταν μπαίνεις σε μία νέα παρέα και νιώθεις λίγο περίεργα στην αρχή μέχρι να τους γνωρίσεις όλους. Αντιλήφθηκa πως οι κώδικες αυτής της συγκεκριμένης είναι εύκολοι και μόλις τους αποκωδικοποιούσες, τότε μπορούσες να γίνεις μέλος της. Αρκούσε το να σου αρέσουν τα «κρύα» αστεία, να θεωρείς τη Νάξο το πιο ωραίο μέρος της γης ή τουλάχιστον πιο ωραία από την Πάρο, το φαγητό και οι περιπέτειες. Εκείνος ο Αύγουστος ήταν ένας από τους πιο ωραίους της ζωής μου και τον θυμάμαι με νοσταλγία. Μάλιστα πέρασα τόσο ωραία που τον επόμενο ξαναπήγα χωρίς τον ξάδερφό μου. Σύντομα ανακάλυψα ότι η παρέα των Δημήτρη, Μάριου, Θανάση, Μαρίνας, Γιάννη, Κυριάκου, Γιώργου, Οδυσσέα, Παναγιώτη, Λίνας, Λήδας, Κατερίνας, Άννας Μαρίας, Αλεξίας και πολλών ακόμη έχει ένα χαρακτηριστικό, που έμοιαζε με μια παράξενη «φυλή».
Πάνε παντού μαζί, κανένας δεν μένει ποτέ πίσω, όλοι θα κάνουν τα πάντα για να βρίσκεται μαζί η παρέα χωρίς απουσίες και για όσο διάστημα βρίσκονταν εκεί, η αγάπη για το νησί είναι πάντα στο επίκεντρο. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, αφού γνώρισα πολλούς από αυτούς περισσότερο, είναι πως αυτή η ιδιαίτερη «φυλή», συγκεντρωνόταν στη Νάξο κάθε καλοκαίρι αλλά τον χειμώνα χανόταν και δεν είχε επαφές. Αυτό δεν εμπόδιζε όμως κάθε πρώτη της μάζωξη να είναι σαν να μην πέρασε καθόλου καιρός από την τελευταία.
Μετά από το πρώτο καλοκαίρι στη Νάξο το 2010 ακολούθησαν πολλά ακόμα. Έχω πάει με όλους στη Νάξο. Έχω ταξιδέψει με τους γονείς μου, με σχέσεις και με άλλους φίλους. Το βλέπω ως το πιο όμορφο μέρος του κόσμου ξέροντας ότι δεν είναι έτσι. Αν μπορούσα θα πήγαινα κάθε καλοκαίρι και θα έδειχνα το νησί σε όσους περισσότερους μπορούσα, μαζί με το κλασικό σφιξιματάκι στο στομάχι. Αυτό που αισθάνεσαι όταν θες να δείξεις σε ένα πρόσωπο, που έχει σημασία για σένα, κάτι που εσένα σου δημιουργεί τα πιο όμορφα συναισθήματα και έχεις τις πιο ωραίες αναμνήσεις. Τα καλοκαίρια με τη «φυλή» με έκαναν να «δεθώ» πολύ με το μέρος.
Μαζί τους είδα πράγματα από το νησί, που νομίζω δεν θα είχα ευκαιρία σε διαφορετική περίπτωση. Ανέβηκα στην Πορτάρα γιατί σαν καλύτερος δημότης διεκδικούσα τα κλειδιά της, έφαγα την επική βάφλα με παγωτό στο Waffle House και πήγα στη Μουτσούνα. Εκεί δηλαδή που έτρωγε ψάρια ο Αλέξης Τσίπρας.
Μια -όπως φαινόταν βαρετή- μέρα πριν 12 χρόνια δέχθηκα ένα τηλεφώνημα, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήταν 22 Αυγούστου και πληροφορήθηκα ότι ο Δημήτρης, μία από τις πιο ωραίες προσωπικότητες της παρέας «έφυγε» από τη ζωή. Ηταν μια τεράστια απώλεια για τη «φυλή». Για πρώτη φορά έβλεπα τους γύρω μου περισσότερο λυπημένους και όχι αυτό που είχα συνηθίσει μέχρι τότε.
Ο Δημήτρής ήταν πάντα χαμογελαστός, Πασόκος, «άρρωστος» οπαδός του Ολυμπιακού και μόλις είχε πάρει το πτυχίο του από τη Φαρμακευτική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σε κάθε κουβέντα που κάναμε μαζί, πάντα είχες να «κερδίσεις» από αυτόν. Κάτι που δεν γνώριζες, κάτι που σε προβλημάτισε έπειτα ή ένα καλό ανέκδοτο που θα έλεγες σους φίλους στην Αθήνα, προσποιούμενος ότι το έχεις σκεφτεί εσύ. Σε κοίταγε πάντα στα μάτια και κρατούσε έναν χαρακτηριστικό μαύρο αναπτήρα. Του άρεσαν οι Iron Maiden και κάθε φορά «λιώναμε» στο αμάξι του ένα CD με τα best of κομμάτια τους. Είναι λίγες οι μέρες που κάτι δεν μου τον φέρνει στο μυαλό. Με στεναχωρεί που εκείνος έμεινε για πάντα 24 και ότι φέτος το καλοκαίρι ήταν στην Πλατεία Κοραή στον Πειραιά ο μάγος Ζιοβάνι, που τον λάτρευε, και δεν μπορέσαμε να πάμε να τον δούμε παρέα.
Μετά από αυτό το γεγονός τα καλοκαίρια της «φυλής», νομίζω, έχασαν λίγο από την αθωότητά τους. Μπορεί πάλι αυτό να είναι ιδέα μου και να συνέβη γιατί όντως μεγαλώναμε. Η «φυλή» βέβαια συνειδητοποίησε ότι στη ζωή τίποτα δεν έχει σημασία αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με τους φίλους σου, έτσι η παρέα άρχισε να μαζεύεται και τους χειμώνες στην Αθήνα. Τα βράδια του καλοκαιριού στο Λύκειο του Δήμου Τραγαίας με την πανσέληνο πάνω από τα κεφάλια των μελών της, μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα από το Αιγάλεω μέχρι το Γκύζη και το Πικέρμι.
Δημιουργήθηκαν αδερφικές φιλίες, κουμπαριές, ζευγάρια που παντρεύτηκαν. Κάποιοι με τον καιρό χάθηκαν ή πήραν αποστάσεις. Αυτό είναι όμως λογικό στους ρυθμούς ζωής που ζούμε πλέον.
Ακόμα και τώρα όμως όταν βρίσκονται όλοι μαζί, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Τα ίδια αστεία, οι ίδιες ατάκες, οι ίδιες ματιές σε κάνουν να «λυγίζεις» από τα γέλια και να αναπολείς.
Αναπολείς εκείνα τα καλοκαίρια της «φυλής» στη Νάξο.