Όντεν ήμου δώδεκα χρονώ ,ήχασα τον αφέντη μου. Αφέντης μου ‘τονε βοσκός και πρώτος κουδουνάτος. Σα να ‘ν’ η ώρα τούτη, τονε θυμούμαι το Τυρνό Σαββάτο να σηκώνει τα στρωσίδια απ’ το μπαουλοντίβανο ια να πιάσει τ’ αμπαδέλι.
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γαλήνη Μπαρδάνη
Μες τη μύτη μου ‘ν’ ακόμα η μυρωδιά τση ναφταλίνης. Το ‘βγανε ια να τ’αερίσει ,μου ‘λεε, μα δεν το πιστεύγω, εώ θαρρώ πως το καμάρωνε.Τα κουδούνια ‘τονε πάλι άλλη ιστορία.
Τα ζα ‘ αφέντης μου τα ‘χε πάντα
κουδουνωμένα, ια να σμίουνε και να πααίνουνε μαζί.Το ένα ζο ήκουε το κουδούνι τ’ αλλονού κι εκλούθα το ‘να τ’άλλο.Τα «καλά» κουδούνια τα ‘χε κρυμμένα μες το ματζέ.Ολοϋρίς του χρόνου ήψαχα το ματζέ να τα βρω, μα τίοτα.Λες και τον ήλλαζε θέση κάθα μέρα.
Τα ‘βγανε κι εκείνα το Τυρνό Σαββάτο , τα ‘δενε σε μια κουδουνίστα και τα χτύπα. «Μα ιάντα τα χτυπάς ω μπαμπά» τονε ‘ρώτου, «ιά να ξεσκουργιάσουνε» μου λεε. Μα ήμου σίουρος πως κάθα που των ήκουε εψήλωνε το μπόι ντου. Κάθα Τυρνό Σαββάτο και πι’ αψηλός. Μέχρι που τον ήχασα.Κυριακή τ’ ασώτου, ‘τονε που φυε.
Ετότες ήτονε δύσκολα χρόνια, το σπίτι μας εμαύρισε, η μάνα μου δεν εξανάβγαλε τσοι μαύρες κάρτσες κι ήντυσε όλο το σπίτι ερανιό. Εμένα μου ‘δωκε ευκή και κατάρα να μην ξανασαλέψουνε τα κουδούνια μες το σπίτι. Τα χρόνια επεράσανε κι εμένα κάθα
Αποκριά με βάστα μεγάλη σταναχώρια. Απ’ τη μια ήτονε το φευγιό τ’ αφέντη μου κι απ’ την άλλη τα κουδούνια ντου.
Είχα βρισκισμένη και την κρυψώνα, την ήνοια και τα χάδευγα, ήφερνα τον αφέντη μου αμπρουστά μου να τα χτυπά κι εχάνουμου. Εθάρρου πως κάνω μεγάλο κακό μ’ευτό μα δεν εμπόρου να κρατηθώ. Εθώρου κάθα Τυρνή Κυριακή τσοι φίλοι μου να τα χτυπούνε κι ήφευγ’ απ’ την πλάτσα ,δεν εμπόρου.
Μόλις επάτησα τα εικοσιπέντε μο’ υιάλισε μια θυατέρα…Είπα λοιπό τση μάνας μου: «μάνα εφέτι θα βάλω τα κουδούνια του μπαμπά» ,η μάνα μου ‘πεσε να με φάει, «μα ήντα ‘ν’ ευτά τα ρεζιλίκια, που θα μας -ε-πιάσουσιν οι αθρώποι μες στα στόματα ντονε και δε θα μπορούμε να βγομε στην πόρτα»…
Εκείνο το Τυρνό Σαββάτο επαίζασι τα ντουμπάκια και τα βιολιά σε πέντε μεριές μες το χωριό, έδιάημα λοιπό με την παρέα κι εξημερώθημα . Επήραμε την απόφαση να πάμε να κάμομε πατινάδα τση κοπελιάς. Πιο καλά πως μ’ εσυμπάθα κι ευτή ιατί την ώρα που ‘φευγα μο’ πέταξε το μαντίλι τζη. Εκρυφοκαμάρωνα , μα δεν ήδειξα τίοτα στσοι άλλοι ιατί ήθελε να με σουλατσάρουσι.
Κατά το μεσημεράκι τση Τυρνής Κυριακής εσηκώθηκα, επλύθηκα κι ήπια τον καφέ μου. Η μάνα μου με ‘ξάνοιε και δε μο’ ‘μίλιε. Μόνου όντεν εδιάηκα προς το ματζέ μου’πε: «μην είσαι τορμηζάμενος…» … Ήφυε κι εδιάηκε στσ’ αδερφής τση,ήκαμε πολλά χρόνια να μου μιλήσει. Ήπηρα τα κουδούνια και τ’ αμπαδέλι τ’ αφέντη μου (είχα και το μαντήλι τση κοπελιάς στην τζέπη μου)κι εδιάηκα με τσ’ άλλοι να μας -ε-δέσουσι.
Μόλις εκατέβηκα στην πλάτσα εστραβωπάτησα… Ετότες ήνιωσα ένα χέρι να με στηρίζει κι ήκουσα μες την κεφαλή μου τον αφέντη μου να μου λέει: «Αξανοι’ αμπρός σου»…
#Μία ιστορία που έρχεται από το παρελθόν. Με τη υπογραφή και φωτογραφίες της Γαλήνη Μπαρδάνη και σε γραφή Απεραθίτικη.