Τέλος στους αναδρομικούς φοροελέγχους που εκτείνονταν σε βάθος δεκαετίας με μόνο (βαπτισμένο ως τέτοιο) «νεότερο στοιχείο» αδήλωτα εισοδήματα τα οποία εντοπίστηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσαν οι φορολογούμενοι σε ελληνικές τράπεζες, βάζει με απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας.
Κάτι αλλάζει στο τοπίο της φορολογίας στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί δεν μπορούν μετά την πενταετία, που είναι το όριο για τους φορολογικούς και οικονομικούς ελέγχους για τους πολίτες, να ληφθούν υπόψη καταθέσεις τους ή άλλες κινήσεις λογαριασμών τους στην Ελλάδα στο πλαίσιο φορολογικών ελέγχων η καταλογισμών, αποφάσισε το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ξεκαθαρίζοντας ότι πέραν της πενταετίας κανένα στοιχείο δεν μπορεί να θεωρείται νέο η συμπληρωματικό και να ανοίγει την πόρτα φορολογικών ελέγχων.
Το ανώτατο δικαστήριο με την απόφασή του στέλνει αυτόματα στο αρχείο εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμείς ποινικές και φορολογικές υποθέσεις που ήταν ανοικτές ως σήμερα, όπως οι λεγόμενες λίστες καταθετών και άλλες. Και τούτο διότι το ΣτΕ έκρινε ότι τα οικονομικά στοιχεία των καταθέσεων των φορολογουμένων στις τράπεζες τις ημεδαπές, πριν από το 2012 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για ελέγχους από τις αρμόδιες ΔΟΥ. Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι τραπεζικές καταθέσεις (κινήσεις, υπόλοιπα, κ.λπ.) μετά την πρώτη 5ετία του φορολογικού ελέγχου, όποτε αυτός και αν έγινε χρονικά.
Όπως αναφέρει το taxheaven επικαλούμενο τη δικηγόρο κα Καλομοίρα Κωτσαλά που χειριζόταν την υπόθεση της φορολογούμενης που τελικά κατέληξε στο ΣτΕ, με την εν λόγω απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία τα οποία δεν είχε, ούτε μπορούσε να έχει δικαιολογημένα υπόψη του ο έφορος κατά τον αρχικό έλεγχο ή την αρχική φορολογική εγγραφή.
Ως εκ τούτου, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 68 παρ. 2 του Κ.Φ.Ε., προκειμένου να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου ή την παράταση της παραγραφής. Ανάλογες ήταν οι αποφάσεις του Εφετείου (3820/2016 και 3821/2016) που είχε χειριστεί επίσης η δικηγόρος Καλομοίρα Κωτσαλά, η οποία είχε επισημάνει τότε) στο Capital.gr: «Περαιτέρω, δίδεται ορισμός των νέων στοιχείων και το δικαστήριο έκρινε ότι ως τέτοια δεν νοούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί στην ημεδαπή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η φορολογική αρχή έχει ανέκαθεν στην διάθεσή της τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνταν στην ημεδαπή και μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτούς,αιτούμενη της άρση του τραπεζικού απορρήτου. Συνεπώς, οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεν είναι νέο στοιχείο, το οποίο επιτρέπει την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου εντός της δεκαετίας, καθώς η φορολογική αρχή είχε την δυνατότητα να ελέγξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς εντός της συνήθους πενταετούς παραγραφής. Άρα, οι χρήσεις από το 2007 έως το 2010 θεωρούνται παραγραμμένες».
Η επίμαχη απόφαση του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ (2934/2017) πέραν του ότι οδηγεί εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις στο αρχείο, στερώντας το ελληνικό Δημόσιο από έσοδα, δίνει ανάσα και σε χιλιάδες πολίτες που βρίσκονται σε έλεγχο καθώς πέραν της πενταετίας τίποτα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.
Ειδικότερα, το ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σαρπ και εισηγητής ο πάρεδρος Ιωάννης Δημητρακόπουλος) έκρινε ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία η κίνηση και τα υπόλοιπα των εγχώριων τραπεζικών λογαριασμών, μετά την 5ετία, καθώς έχει επέλθει παραγραφή. Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, τον χρονικό αυτό περιορισμό επιβάλλουν οι συνταγματικές αρχές και ευρωπαϊκή νομοθεσία.