Πάνω από 2,5 εκατομμύρια είναι φέτος τα νοικοκυριά που έχουν λάβει ή πρόκειται να λάβουν χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα με την υποβολή των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, ενώ πέρυσι είχαν περιοριστεί στα 2,3 εκατομμύρια.
«Αυγατίζουν» τα χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα που εκδίδει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων όσο πλησιάζει προς το τέλος της η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής και αυτόματης εκκαθάρισης των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Με τους ρυθμούς που αυξάνεται η έκδοση των χρεωστικών σημειωμάτων υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 2,5 εκατομμύρια επί συνόλου 6,2 εκατομμυρίων που εκτιμάται ότι θα έχουν εκδοθεί μέχρι την Παρασκευή 21 Ιουλίου, που λήγει η προθεσμία για την υποβολή των δηλώσεων. Είναι δε πολύ πιθανό να ξεπεράσουν σε αριθμό, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, και τα μηδενικά εκκαθαριστικά!
Μέχρι χθες το πρωί ο αριθμός των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων που είχαν υποβληθεί και εκκαθαριστεί ηλεκτρονικά μέσω του συστήματος ΤΑΧISnet ανερχόταν σε 5.864.906. Μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή εκτιμάται ότι θα έχουν υποβληθεί και εκκαθαριστεί συνολικά 6,2 εκατομμύρια δηλώσεις.
Από τα 5.864.906 εκκαθαριστικά που είχαν εκδοθεί ηλεκτρονικά μέχρι χθες το πρωί:
– 2.410.509 (ποσοστό 41,1% του συνόλου) είναι χρεωστικά. Πέρυσι, και αφού είχαν υποβληθεί όλες οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, είχαν εκδοθεί 2.318.902 χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα. Δηλαδή φέτος, ενώ ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση όλων των δηλώσεων, έχουν εκδοθεί 91.607 χρεωστικά εκκαθαριστικά περισσότερα από όσα είχαν εκδοθεί πέρυσι όταν ήδη είχε ολοκληρωθεί η εκκαθάριση όλων των δηλώσεων. Ο αριθμός των χρεωστικών εκκαθαριστικών συνεχώς αυξάνεται. Ταυτόχρονα αυξάνεται και το ποσό του μέσου φόρου που αναλογεί σε κάθε παραλήπτη χρεωστικού σημειώματος. Οι 2.410.509 φορολογούμενοι που είχαν λάβει μέχρι χθες το πρωί χρεωστικά εκκαθαριστικά, καλούνται να πληρώσουν συνολικά φόρους ύψους 3,245 δισ. ευρώ, δηλαδή 1.346 ευρώ κατά μέσον όρο ο καθένας! Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος της διαδικασίας εκκαθάρισης των δηλώσεων ο αριθμός των χρεωστικών εκκαθαριστικών θα έχει φθάσει τα 2,55 εκατομμύρια και το ποσό του μέσου κατά κεφαλήν φόρου που αναλογεί σε κάθε παραλήπτη χρεωστικού σημειώματος θα έχει υπερβεί τα 1.400 ευρώ
– 2.532.734 (ποσοστό 43,18% του συνόλου) είναι μηδενικά, δηλαδή αναγράφουν μηδενικά ποσά φόρων προς πληρωμή. Πέρυσι είχαν εκδοθεί 2.772.457 μηδενικά εκκαθαριστικά (αντιστοιχούσαν στο 45,38% του συνόλου).
– 921.663 (ποσοστό 15,71% του συνόλου) είναι πιστωτικά, δηλαδή αναγράφουν ποσά φόρου προς επιστροφή στους φορολογούμενους. Οι δικαιούχοι των επιστροφών αυτών θα μοιραστούν συνολικά 341.524.786 ευρώ. Δηλαδή, σε κάθε έναν αναλογεί κατά μέσο όρο επιστροφή φόρου 370 ευρώ. Πέρυσι είχαν εκδοθεί 1.018.518 πιστωτικά εκκαθαριστικά σημειώματα μέχρι το τέλος της διαδικασίας υποβολής και εκκαθάρισης των δηλώσεων.
Οι βασικότερες αιτίες για τις οποίες φέτος πολύ περισσότεροι φορολογούμενοι λαμβάνουν χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος είναι οι εξής:
1) Η μείωση του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων χωρίς παιδιά και με 1-2 παιδιά από τα 9.545 στα 8.636 – 9.090 ευρώ.
2) Οι αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές της κλίμακας υπολογισμού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, για μισθωτούς και συνταξιούχους με ετήσια εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, με τον ν. 4387/2016 που ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Μάιο του 2016 οι συντελεστές φορολογίας των εισοδημάτων από μισθούς και συντάξεις αυξήθηκαν:
-από 22% σε 29% για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 20.001 έως τα 25.000 ευρώ
-από 32% σε 37% για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 30.001 έως τα 40.000 ευρώ
-από 32% σε 45% για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από τα 40.001 έως τα 42.000 ευρώ
-από 42% σε 45% για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος πάνω από τα 42.000 ευρώ
3) Η φορολόγηση των εισοδημάτων από μισθούς-συντάξεις και των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα αθροιστικά, σε μία ενιαία φορολογική κλίμακα.
4) Οι αυξήσεις στους συντελεστές φορολόγησης των εισοδημάτων από ακίνητα. Ειδικότερα, ο συντελεστής φόρου που επιβαρύνει ετήσια εισοδήματα από ακίνητα μέχρι 12.000 ευρώ αυξήθηκε από 11% σε 15%. Για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος πάνω από τα 12.000 ευρώ και μέχρι τα 35.000 ευρώ ισχύει πλέον συντελεστής φόρου αυξημένος από 33% σε 35%, ενώ για το τμήμα του ετησίου εισοδήματος από ακίνητα πάνω από τις 35.000 ευρώ ο συντελεστής φόρου αυξήθηκε από 33% σε 45%.
5) Το γεγονός ότι πέρυσι η παρακράτηση φόρου εισοδήματος από τους μισθούς και τις συντάξεις υπολογίστηκε κατά τους πρώτους πέντε μήνες του έτους, δηλαδή στο χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 31-5-2016, με βάση την προϊσχύσασα ευνοϊκότερη κλίμακα και μόνο τους υπόλοιπους 7 μήνες, υπολογίστηκε με το νέο επαχθέστερο σύστημα που προβλέπει ο ν. 4387/2016. Αντιθέτως, η τελική εκκαθάριση του φόρου γίνεται λαμβανομένου υπόψη ολοκλήρου του ετησίου εισοδήματος που αποκτήθηκε πέρυσι, δηλαδή το ποσό του φόρου που αναλογεί υπολογίζεται και για τους 12 μήνες του 2016 με το νέο επαχθέστερο σύστημα.
6) Η αύξηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος που πληρώνουν οι αυτοαπασχολούμενοι (έμποροι, βιοτέχνες, επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες με ατομικές επιχειρήσεις) από το 75% στο 100% του κύριου φόρου εισοδήματος.
7) Οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, με βάση τον ν. 4387/2016:
α) Καθιερώθηκε νέα κλίμακα υπολογισμού της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Με την κλίμακα αυτή οι συντελεστές επιβάλλονται πλέον κλιμακωτά, ως εξής:
-0%, στο τμήμα ετησίου εισοδήματος μέχρι τα 12.000 ευρώ,
-2,2% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από τα 12.001 έως τα 20.000 ευρώ,
-5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 20.001 ως 30.000 ευρώ,
-6,5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 30.001 ως 40.000 ευρώ,
-7,5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 40.001 ως και 65.000 ευρώ,
-9% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 65.001 ως και 220.000 ευρώ και
-10% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 220.001 ευρώ και πάνω.
β) Το τεκμαρτό εισόδημα το οποίο λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης προσδιορίζεται όχι μόνο με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης (τις αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), όπως γινόταν μέχρι πέρυσι, αλλά και με βάση τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος).