Ανακοίνωση εξέδωσε ο τομεάρχης Εργασίας της Νέας Δημοκρατίας και Βουλευτής Κυκλάδων Γιάννης Βρούτσης με αφορμή την ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού και όπως τονίζει « Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί για δεύτερη φορά να εξαπατήσει τους εργαζόμενους»
«Οι θριαμβολογίες για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αποτελούν μια ακόμη κραυγαλέα περίπτωση εμπαιγμού και υποκρισίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους εργαζόμενους» υπογραμμίζει σε ανακοίνωση του ο Τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της ΝΔ και Βουλευτής Κυκλάδων, Γιάννης Βρούτσης.
Τίτλος της ανακοίνωσης «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί για δεύτερη φορά να εξαπατήσει τους εργαζόμενους χρησιμοποιώντας ξανά ως εργαλείο τον κατώτατο μισθό»…
Όπως είπε χαρακτηριστικά «με τρόπο απροκάλυπτο και δημαγωγικό, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί για δεύτερη φορά να τους εντάξει στους προεκλογικούς του σχεδιασμούς, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ξανά τον κατώτατο μισθό. Την πρώτη φορά, παραμονές των εκλογών του 2015, υποσχέθηκε κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Σήμερα, ο κ. Τσίπρας –όχι τυχαία- επιλέγει να ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, δυο ημέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε μια προσπάθεια να “ρεφάρει” και να κάνει απόσβεση της πολιτικής ζημιά που υπέστη».
Αναλυτικά, η ανακοίνωση αναφέρει:
«Οι θριαμβολογίες για την αύξηση του κατώτατου μισθού, αποτελούν ακόμη μια κραυγαλέα περίπτωση εμπαιγμού και υποκρισίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους εργαζόμενους. Με τρόπο απροκάλυπτο και δημαγωγικό, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί για δεύτερη φορά να τους εντάξει στους προεκλογικούς του σχεδιασμούς, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ξανά τον κατώτατο μισθό.
Συγκεκριμένα:
Την πρώτη φορά, παραμονές των εκλογών του 2015, υποσχέθηκε κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Σήμερα, ο κ. Τσίπρας –όχι τυχαία- επιλέγει να ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, δυο ημέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε μια προσπάθεια να “ρεφάρει” και να κάνει απόσβεση της πολιτικής ζημιά που υπέστη.
Όμως, έχουν γίνει αντιληπτοί, καθώς τα πραγματικά γεγονότα τους διαψεύδουν. Ειδικότερα:
• Η αύξηση του κατώτατου μισθού συντελείται με το νόμο Ν.4172/2013, ένα νόμο που όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε στη βουλή (κυβέρνηση Σαμαρά), αλλά τον κατήγγειλε με κραυγές, βαφτίζοντας τον ως νόμο “γαλέρα” που δημιουργεί εργασιακό μεσαίωνα.
• Η εφαρμογή του γίνεται με καθυστέρηση 2 ετών, καθώς θα έπρεπε να έχει ήδη εφαρμοστεί από την 1/1/2017, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ.2 του Ν.4172/2013, όπως ήταν προγραμματισμένο καθώς η έξοδος της χώρας από τον κύκλο των δημοσιονομικών δεσμεύσεων θα είχε συντελεστεί νωρίτερα το 2016.
• Η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται σε μια καθημαγμένη αγορά εργασίας, όπου ο 1 στους 3 εργαζόμενους αμείβεται με 319 ευρώ (στοιχεία ΕΦΚΑ), ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στις νέες προσλήψεις κυριαρχούν απόλυτα με 56,22% (ΕΡΓΑΝΗ ΔΕΚ. 2018).
• Οι πανηγυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι προκλητικοί, καθώς επισκιάζονται από την έκθεση «κόλαφο» του ILO που ανέδειξε ότι η χώρα μας το 2017 ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης στη μείωση μισθών κατά 3,5%. Όταν, το 2014 είχαμε αύξηση μισθών κατά 1,9%.
• Μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού, όμως, θα έχουμε και ταυτόχρονη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ισόποσα κατά 11%, για το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Και αυτό συμβαίνει, γιατί σύμφωνα με το Νόμο “Κατρούγκαλου”, η βάση υπολογισμού των εισφορών διαμορφώνεται κάθε φορά από το ύψος του κατώτατου μισθού.
• Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι δώρο άδωρο για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, όχι μόνο γιατί δεν τους επηρεάζει, αλλά κυρίως γιατί από 1/1/2020 θα χάσουν έναν ολόκληρο μισθό από τη μείωση του αφορολογήτου. Συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε το αφορολόγητο στα 9.550 ευρώ και από 1/1/2020 θα μειωθεί στα 5.682 ευρώ. Με φορολογικό συντελεστή 20%, ο φόρος που θα προκύψει λόγω της μείωσης του αφορολογήτου είναι 774 ευρώ. Με μέσο μισθό 767 ευρώ (στοιχεία Μαΐου ΕΦΚΑ) προ φόρων, έχουμε την απώλεια ενός ολόκληρου μισθού.
Σε κάθε περίπτωση, πραγματικές και ουσιαστικές αυξήσεις μισθών επιτυγχάνονται μέσα σε μια οικονομία που αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς, προσελκύει επενδύσεις και ευνοεί τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Και αυτό μόνο μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να το πετύχει».