Με άδεια ταμεία είναι οι μισές επιχειρήσεις της εστίασης – Μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα για το 44% – Αυξημένο 41% το λειτουργικό κόστος
Αντιμέτωπος µε δύο διαδοχικές κρίσεις, αρχικά αυτή της πανδημίας και τώρα του πληθωρισμού, είναι ο κλάδος της εστίασης, γεγονός που όχι μόνο περιορίζει σημαντικά τον τζίρο, αλλά δημιουργεί και νέο γύρο υπερχρέωσης για την πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες σε ποσοστό σχεδόν 44% δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα. Η μεγάλη αύξηση του τουρισμού αναπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις απώλειες του κλάδου, τουλάχιστον για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τουριστικές περιοχές. Ωστόσο, ακόμη και αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν μια άλλη κρίση, αυτή της έλλειψης προσωπικού, φαινόμενο που ξεκίνησε στη διάρκεια της πανδημίας και λαμβάνει πλέον πολύ μεγάλες διαστάσεις στην εστίαση αλλά και σε πολλούς ακόμη κλάδους.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου εστίασης, το 63,9% έκλεισε το 2021 με ζημίες, εξέλιξη αναμενόμενη δεδομένου ότι τους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους ο κλάδος δεν λειτουργούσε και στη συνέχεια λειτουργούσε με πολλούς περιορισμούς. Το 17,3% δεν είχε ούτε κέρδη ούτε ζημίες, ενώ υπάρχει και ένα 18,8% που έκλεισε με κέρδη το 2021.
Η κατάσταση δεν είναι καλή για τον κλάδο ούτε κατά το α΄ εξάμηνο του 2022, καθώς η έξαρση της πανδημίας τους δύο πρώτους μήνες του έτους και στη συνέχεια η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσαν μείωση της επισκεψιμότητας και της κατανάλωσης. Το 52,9% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι έχει μειωθεί ο αριθμός των πελατών τους, ενώ το 63,7% ανέφερε ότι οι πελάτες παραγγέλνουν λιγότερα γεύματα και ποτά.
Ο λόγος; Οι καταναλωτές, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις πολύ αυξημένες δαπάνες για ενέργεια και τρόφιμα, μειώνουν την κατανάλωση και τη διασκέδαση εκτός σπιτιού, ενώ 8 στις 10 επιχειρήσεις έχουν κάνει ανατιμήσεις τους τελευταίους 12 μήνες που μεσοσταθμικά ανέρχονται σε 10,7%.
Με αυτές τις ανατιμήσεις οι επιχειρήσεις προσπαθούν να καλύψουν μέρος των αυξημένων δαπανών λειτουργίας που έχουν. Συνολικά το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί κατά 41% τους τελευταίους μήνες, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να αφορούν την ενέργεια (87,2%), τα καύσιμα (50,7%) και τις πρώτες ύλες (37,9%).
Η μείωση του τζίρου, η αύξηση του κόστους λειτουργίας και το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχουν τα μέτρα στήριξης για την COVID-19 έχουν ως συνέπεια τη συσσώρευση υποχρεώσεων. Σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες. Το 83,2% των επιχειρήσεων αυτών δημιούργησε τις οφειλές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ενδεικτικά, το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών), το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας, το 43,2% έχει καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ, το 35,9% προς την εφορία, το 30,6% προς προμηθευτές, το 16% προς τις τράπεζες. Οι μισές επιχειρήσεις έχουν οφειλές σε καθυστέρηση σε τουλάχιστον τρεις από τις παραπάνω κατηγορίες.
Σοβαρό πρόβλημα, τέλος, αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην εξεύρεση προσωπικού. Το 78,6% των επιχειρήσεων του δείγματος δήλωσε ότι έχει κενές θέσεις εργασίας.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ