Η τουριστική σεζόν έχει ανοίξει και επίσημα από τις 15 Ιουνίου, από τις 20 είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του …γιατρού ξενοδοχείου και όμως τα περισσότερα – κυρίως στα νησιά – δεν έχουν βρει τον γιατρό.. Οι απαιτήσεις που ακούγονται … Τι γίνεται με τις μάσκες στα πλοία
Σειρά προβλημάτων που καθιστούν πολλά σημεία στα πρωτόκολλα λειτουργίας των ξενοδοχείων είτε ασαφή είτε ανεφάρμοστα, είτε αδικαιολόγητα κοστοβόρα εντόπισαν οι επιχειρηματίες και οι ενώσεις του κλάδου, την ώρα που και οι ακτοπλόοι διατυπώνουν τον έντονο προβληματισμό τους για τις συνθήκες λειτουργίας που τους έχουν επιβληθεί.
Οι γιατροί
Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εντοπίζουν οι ξενοδόχοι, είναι το ασαφές ακόμα πλαίσιο συνεργασίας με τους γιατρούς. Ενώ προβλέπεται πως κάθε ξενοδοχείο θα πρέπει να έχει ιατρική κάλυψη, δεν έχει ληφθεί μέριμνα για το πώς αυτή θα θεωρείται επαρκής και ακόμα περισσότερο πώς θα τιμολογείται. Αποτέλεσμα είναι οι κατά τόπους ιατρικοί σύλλογοι, επιχειρώντας να καλύψουν το κενό, να δημοσιεύουν χρεώσεις ανά δωμάτιο που δεν είναι δεσμευτικές για τους γιατρούς, αλλά αποτελούν ένα μίνιμουμ και στην ουσία επιτρέπουν περιθώριο για δυσβάστακτες επιβαρύνσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ξενοδόχος με τον οποίο συνομίλησε η «Καθημερινή» αναφέρει πως από ιατρούς ελληνικού νησιού ζητήθηκε αμοιβή 100 ευρώ τον μήνα ανά δωμάτιο, που συνεπάγεται επιπλέον κόστος της τάξεως των 10.000 ανά μήνα για μονάδα 100 δωματίων. Υπενθυμίζεται πως η συνεργασία με γιατρούς είναι υποχρεωτική και προβλέπεται αυτοί να κάνουν τεστ και να παρακολουθούν τυχόν ύποπτα κρούσματα αλλά έχει εξαιρεθεί μία σειρά ειδικοτήτων όπως οι γιατροί εργασίας, γεγονός που περιορίζει την προσφορά διαθέσιμων επιστημόνων. Το ζήτημα έχει προσλάβει επείγοντα χαρακτήρα, καθώς η υποχρεωτική του εφαρμογή αρχίζει στις 20 Ιουνίου.
«Δεν είναι έργο του ξενοδόχου και δεν πρέπει να είναι για πλείστους όσους λόγους, ο εντοπισμός, η εξέταση ή η περίθαλψη των ασθενών που πάσχουν από COVID-19», αναφέρεται σε χθεσινή επιστολή του κλάδου προς την κυβέρνηση. «Αυτό είναι έργο των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που κρίνετε πως απαιτείται, σε περιπτώσεις ξενοδοχείων ορισμένης δυναμικότητας και άνω, συνεργασία με ιδιώτη ιατρό, η επιλογή του ιατρού ή του παρόχου δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας θα πρέπει να γίνεται από σχετική λίστα που θα έχετε καταρτίσει και η σχετική δαπάνη θα πρέπει να βαρύνει τον προϋπολογισμό και όχι το ξενοδοχείο», συμπληρώνει.
Τα τεστ
Σοβαρές ενστάσεις διατυπώνονται όμως από επιχειρηματίες και για τα δειγματοληπτικά τεστ στα αεροδρόμια και τη μη πρόβλεψη δυνατότητας διαμονής των ατόμων που θα επιλεγούν για τεστ σε καταλύματα ανάλογα με αυτά τα οποία έχουν πληρώσει. «Δεν υπάρχει μέριμνα για τους ακριβούς πελάτες που ενώ έχουν κρατήσεις για πεντάστερα ξενοδοχεία ενδέχεται εφόσον επιλεγούν για δειγματοληπτικό τεστ να υποχρεωθούν να μείνουν για μία μέρα σε ξενοδοχείο τριών αστέρων», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην «Κ». Επίσης τα πρωτόκολλα ελέγχονται για έλλειψη πρόβλεψης αειφορίας, καθώς ουσιαστικά προωθούν τη χρήση πλαστικών μιας χρήσης. Επιπλέον, η διατύπωση των πρωτοκόλλων στις σχετικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είναι ασαφής στον βαθμό που συχνά εισάγει προαιρετικά και υποχρεωτικά μέτρα χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «συνίσταται» και επιβάλλοντας μεταβλητό ύψος προστίμων για κάθε παράπτωμα. Ουσιαστικά, λένε, τιμολογείται η παραβατικότητα «ακόμα και σε ζητήματα λυμένα όπως η ασφάλεια τροφίμων που από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζεται».
Η κοστολόγηση
Ανεπαρκές κρίνεται και το υποχρεωτικό εκπαιδευτικό υλικό για το προσωπικό, ενώ καταγγέλλεται επίσης η ασάφεια στην κοστολόγηση των τεστ. Ως παράδειγμα για το τελευταίο αναφέρεται η Κύπρος όπου τα τεστ κοστολογούνται για όλους στα 60 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα οι τιμές έχουν μεγάλες διακυμάνσεις. Σε κάθε περίπτωση, στο σύνολό τους τα πρωτόκολλα έχουν ιδιαίτερα αυξημένο κόστος εφαρμογής που εκτιμάται ότι για τις μεσαίου μεγέθους μονάδες θα είναι συντριπτικό. Επίσης δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι σε παλαιότερες ή και μικρότερες μονάδες με παρωχημένο τεχνολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό η τήρηση των πρωτοκόλλων για την ποιότητα του νερού, του κλιματισμού και του νερού των κολυμβητικών δεξαμενών είναι πρακτικά αδύνατη χωρίς μεγάλες επενδύσεις εκσυγχρονισμού. Παράλληλα, γκρίζα ζώνη έχει δημιουργηθεί για τις συνεδριακές εκδηλώσεις, καθώς, ενώ επιτρέπεται η πραγματοποίηση γάμων και λοιπών εκδηλώσεων σε κέντρα διασκέδασης, δεν ορίζεται ρητά πως επιτρέπονται οι συνεδριακές που θεωρούνται ευκολότερο να ελεγχθούν. Ο κατάλογος με τις ενστάσεις των ξενοδόχων περιλαμβάνει πολλά ακόμα, μεταξύ των οποίων και το αίτημα να επιτραπεί η λειτουργία των κλειστών κολυμβητικών δεξαμενών, αφού έχει επιτραπεί η λειτουργία των ιαματικών λουτρών αλλά και κλειστών κολυμβητικών δεξαμενών άλλων επιχειρήσεων.
Οι μπουφέδες
Ακόμα και οι προβλέψεις για τον τρόπο λειτουργίας των μπουφέδων στα ξενοδοχεία προκαλούν σε πολλούς δικαιολογημένη σύγχυση, καθώς δεν τους καταργεί αλλά επιβάλλει δύσκολα εφαρμόσιμες διαδικασίες με γκισέ και αποστάσεις, αναφέρουν πηγές του κλάδου των ξενοδόχων.
«Μάχη» στο κατάστρωμα για τις μάσκες
Σημαντικότατα προβλήματα έχουν διαπιστώσει και οι ακτοπλόοι. Τα δύο βασικότερα είναι αυτό του περιορισμού της μέγιστης επιτρεπόμενης πληρότητας, στο 60% με 65% για τα μεγάλα πλοία και τα μεγάλα πλοία με καμπίνες αντίστοιχα και στο 50% για τα ταχύπλοα, και αυτό της υποχρεωτικής χρήσης προστατευτικής μάσκας από τους επιβάτες στους εξωτερικούς χώρους των πλοίων. Για τη μεν μέγιστη επιτρεπόμενη πληρότητα διαμηνύεται πως είναι ανεπαρκής για να καλύψει πιθανή αύξηση της επιβατικής κίνησης ειδικά τον Αύγουστο, με δεδομένο ότι τα δρομολογημένα πλοία είναι λιγότερα, για τη δε χρήση μάσκας στους εξωτερικούς χώρους αναφέρεται πως είναι μόνιμη πηγή εντάσεων μεταξύ επιβατών που συμμορφώνονται και αυτών που δεν συμμορφώνονται. Αποτέλεσμα τα πληρώματα να λειτουργούν ως διαιτητές και τα μεγάφωνα των πλοίων να μεταδίδουν συνεχώς οδηγίες που ελάχιστοι εφαρμόζουν αλλά όλους ενοχλούν. Οι ακτοπλόοι προτείνουν την απελευθέρωση της πληρότητας ή έστω την αύξησή της σε υψηλότερα επίπεδα και την κατάργηση της υποχρέωσης χρήσης μάσκας σε εξωτερικούς χώρους. Επιπλέον εκτιμούν πως η γραφειοκρατική και χρονοβόρα διαδικασία με τα ερωτηματολόγια, που συμπληρώνουν οι επιβάτες, «είναι κενό γράμμα» (αφού όλοι δηλώνουν όχι σε όλα) με μόνα χρήσιμα στοιχεία (για την ιχνιλασιμότητα τυχόν κρουσμάτων) αυτά της διεύθυνσης και των τηλεφωνικών αριθμών που είναι όμως εύκολο να ληφθούν από τις κρατήσεις εισιτηρίων.