Ο Άρης Κατσίγιαννης κάνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του πρότζεκτ του: καταγράφει τις ιστορίες των ανθρώπων που ζουν στα ελληνικά νησιά, πριν αυτές χαθούν. Κάνει τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας πρωταγωνιστές, τους δίνει το βήμα να αφηγηθούν σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή τους, με τις ομορφιές και τις κακουχίες της, την ηρεμία και συνάμα την απομόνωση του χειμώνα.
«Το χειμώνα είμαστε ξεχασμένοι, μόνο το καλοκαίρι μας θυμούνται» του λένε οι ντόπιοι από τις Μικρές Κυκλάδες.
Μαζί με την ομάδα του, ταξιδεύουν τον τελευταίο χρόνο σε νησιά των Κυκλάδων – και όχι μόνο, για να καταγράψουν τις ιστορίες των ηλικιωμένων κατοίκων τους. Γιατί το κάνουν αυτό; «Γιατί είναι ιστορίες που κουβαλάνε αλήθεια. Είναι αφιλτράριστες. Δεν έχουν δεύτερες σκέψεις. Μας γνωρίζουν 10 λεπτά πριν και αφιερώνουν ώρες να μας πουν τις ιστορίες της ζωής τους, λες και είμαστε τα εγγόνια τους.
Μας μιλούν για χρόνια που δεν έχουν καμία σχέση με το τώρα. Για χρόνια με πολλές δυσκολίες. Πράγματα που δεν μπορούμε να τα φανταστούμε, αν δεν τα ακούσουμε και πόσο μάλλον αν δεν τα ζήσουμε».
Κουφονήσια – Μαριέττα Πράσινου: “Πωπωπω δουλειά, Παναγία μου. Για να μεγαλώσεις μόνη τρία παιδιά”
Ζητήσαμε (μέσα από τη σελίδα του news247.gr) από τον Άρη Κατσίγιαννη να μοιραστεί μαζί μας μια ιστορία από έναν ντόπιο κάθε νησιού των Μικρών Κυκλάδων, όπως τις έχει καταγράψει. Ο Μπάμπος της Αμοργού, η κυρία Μαριέτα από τα Κουφονήσια, ο Γιώργος και η Ποθητή Κωβαίου από την Σχοινούσα, ο κύριος Βαγγέλης από την Ηρακλειά και ο καπετάνιος του Σκοπελίτη αφηγούνται στιγμές από τη ζωή τους σε πρώτο πρόσωπο.
Σήμερα; Εχουμε την ιστορία του Γιώργου (91) και της Ποθητής (85) Κωβαίου από τη Σχοινούσα
58 χρόνια μαζί. Μια ζωή. Μια ιστορία αληθινής αγάπης.
«Περίμενα 7 χρόνια για να την πάρω. 22 χρονών ήτανε και της λέω “εγώ σ’ αγαπώ κι θέλω να σε πάρω. Να πάω στον πατέρα σου να το πω;” “Όχι είμαι μικρή ακόμα”.
Ε, όταν μεγαλώσει λέω. Ξαναπήγα. Μια, δύο, τρεις φορές. Και της λέω “Δεν μεγάλωσες;”
“Μπα ακόμα, είμαι ακόμα 25 χρονών, εγώ θα πάω μέχρι 27 χρονών και μετά θα παντρευτώ”. Δεν ήθελα εγώ να παντρευτώ μικρή ποτέ.
Το ’66 τελικά παντρευτήκαμε. Στα 2 χρόνια είχαμε χτίσει αυτό το σπίτι και είχαμε κάνει και δύο παιδιά.
Εμείς εκεί που μαλώνουμε, εκεί είμαστε μια χαρά. Έχουμε μάθει πια ο ένας τον άλλον.
Το πρώτο μαγαζί πάνω στο νησί, ήταν το μαγαζί μας το «Κυρά Ποθητή». Δεν είχε άλλο. Είχα κάτσει 5 χρόνια που βοήθαγα το παιδί, τον γιο μου, και 20 χρόνια που δούλευα μόνη.
Ο Άρης Κατσίγιαννης εξηγεί πως η ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων ήταν η πρώτη που του ήρθε στο μυαλό όταν ξεκίνησε το συγκεκριμένο project.
«Τους γνωρίσαμε πριν 2 χρόνια το καλοκαίρι στη Σχοινούσα και από τότε, μου είχε μείνει η αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον.
Με τον ίδιο τρόπο που μας άνοιξαν τότε το σπίτι τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τα ίδια ακριβώς χαμόγελα, μας το άνοιξαν ξανά τώρα (χωρίς να μας θυμούνται – και λογικό, ήταν καλοκαίρι και περνούσε τόσος κόσμος).
Αυτή τη φορά μου είπαν πως θα μας θυμούνται -από τα σκουλαρίκια που φορούσαμε (γέλια).
Για 3 μέρες ήταν η παρέα μας και ήμασταν η παρέα τους. Κάθε πρωί πηγαίναμε για να πιούμε το καφεδάκι μας και να τα πούμε, να ακούσουμε μουσική και να χορέψουμε 11 η ώρα το πρωί με ρακόμελο.
Κάποια στιγμή ρώτησα τον κύριο Γιώργο «δεν κουράζεστε όταν χορεύετε;» Και μου λέει «δεν κουράζομαι, ξεκουράζομαι όταν χορεύω».
Το πρώτο μεσημέρι μας είπε η κυρία Ποθητή να μας βάλει φαγητό και της είπαμε ότι δεν τρώμε κρέας. Από την επόμενη ημέρα έκανε φαγητά χωρίς κρέας και υπολόγιζε παραπάνω για εμάς στη κατσαρόλα της. «Φέρτε το τάπερ να σας το ξανά γεμίσω αύριο».
Ξέρεις ότι η πόρτα τους θα είναι πάντα ανοιχτή, με τα ίδια χαμόγελα και τα χέρια τους ενωμένα σαν μια γροθιά.
«Υπάρχουν πολλές στιγμές που με έχουν συγκινήσει κατά τη διάρκεια αυτού του πρότζεκτ. Μια από αυτές είναι, όταν η εγγονή μιας κυρίας από την Πάρο μετά από 3 μήνες που την είχαμε επισκεφτεί, μου έστειλε μήνυμα και μου είπε ακόμα μιλάει για εσάς και ποσό ζωή της δώσατε εκείνη τη μέρα.
Τα τηλεφωνήματα μας με τον Μπάμπο. Πάει στο χωριό και λέει με χαρά “με πήραν τηλέφωνο τα παλικαράκια σήμερα”. Οι βιντεοκλήσεις με την Γιαγιά της Καλλιόπης που μας μιλάει λες και είμαστε εγγόνια της. “Πότε θα ξαναέρθετε; Πότε θα σας ξαναδούμε; Εγώ με τα παραπάνω όχι μόνο συγκινούμαι, αλλά μου δίνουν τόση δύναμη να συνεχίσουμε το έργο μας».
Αύριο ο Βαγγέλης Γαβαλάς από την Ηρακλειά