Οι φοβίες των παλαιών ιδιαίτερα τη νύχτα ήταν βαθιά ριζωμένες στην παράδοση της Νάξου με διάφορες μορφές όπως αράπηδες , κουϊ ντεντέ , μαυροφόρες αλλά και βρικόλακες ( ή βρουκουάκοι όπως λέγανε σε Κόρωνο και Κεραμωτή ) .
Παρακάτω διαβάζετε μια παράδοση με βρικόλακες όπως αυτή έχει καταγραφή από την Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου το 1925 :
“Τον παλαιό καιρό, παιδί μου , βρυκολακιάζανε οι άρθωποι , πεθαίνανε και σηκωνότανε από τα μνήματα και γυρίζανε εδώ κ’ εκεί , γιατί δεν τωνε βάνασι ντη πετάρα στο στόμα ντώνε.
Ήτονε, λέει, καμιά βολά κανένας άρθωπος κι είχε δουλειά αναγκαία να πάει τη νύχτα στ’ακρωτήρι, κι ήπιασε λοιπό κι ήμπε σ’ένα σακκί και τονέ φορτώσανε στο άδαρο κι ύστερα φορτώσασι ντα φαγιά ντου, γιατί εδούλια τζοί βροκολάκοι , που ‘θελε να τα’απαντήξουσι στή στράτα,γιατί ετότες ήτανε σαν τη στάχτη μες τσι ρίμνες οι βρυκολάκοι .
Εδιακίνησε λοιπό κι ήφυε, κι ότι κι ελάργαρεν απ’ το χωριό πα ένας βρουκόλακας κι ήψαχε ντο άδαρο. Είδε λοιπό το σακκί που ‘τον ο άρθωπος μέσα, μα δεν εκατάλαβεν τιότα. Είδε και τα φαγιά ‘που πάνω φορτωμένα. Ηγγιξε λοιπό το χέρι ντου στα φαγιά κι ήλεε
- Για ε τα’απανωώμι
κι ήβανε το χέρι dου στο σακκί, που ‘τον ο άρθρωπος κι ήλεε : - Για έ το κατωώμι, κι άμ’ ο αδουρογκράχτης; Απίσω ν’ακόμη.
Και στρέφουνταν απίσω κι ήτρεχεν, ο άδαρος όμως επορπάθιε κι ήρχουνταν ο βρυκόλακας και τον ήσωνε κι επάαινε μπάλι κοντά ντου κι ήλεε :
- Για ε τα’απανωώμι, για ε το κατωώμι κι άμ’ ο αδουρογκράχτης, απίσω ν’ακόμη;
Κι εστρέφουντανε πάλι απίσω κι ο ερημος ο άρθωπος πλιά ήτρεμεν η καρδιά ντου μες στο σακκί κι είνουντανε ‘φτή η δουλειά, ώσπου κι ήσωσεν πλιά και ξέφεξε και παρατησεν τονε.’’
Με πληροφορίες: ΟΡΕΙΝΟΣ ΑΞΩΤΗΣ