Είναι Γερμανός, ζει στην Ελλάδα σχεδόν 40 χρόνια, λατρεύει τον Ψαραντώνη, τη Φαραντούρη και την Αρλέτα. Σιγοψιθυρίζει στίχους της Νικολακοπούλου και απολαμβάνει τις ταινίες με τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη. Κάθε μέρα, ό,τι αντάρα και να υπάρχει, αισθάνεται ευτυχής που ζει σε αυτόν τον τόπο.
Κείμενο: Δημήτρης Σταθόπουλος (travel.gr) Photo credit: Μένιος Καραγιάννης
Ο Ingbert Brunk, ένας γλύπτης ερωτευμένος με το ελληνικό τοπίο, τις Κυκλάδες και το ναξιώτικο μάρμαρο, ζει και δουλεύει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στη Νάξο. Τον συναντήσαμε στο εργαστήριό του, ένα αυτόνομο σύμπαν που έχει φτιάξει στην ανατολική πλευρά του νησιού, περιτριγυρισμένο από δεκάδες έργα, όλα φτιαγμένα αποκλειστικά από μάρμαρο του νησιού.
Η κρυσταλλίνα χαρίζει έντονη διαφάνεια στο μάρμαρο
Μιλάει για τη Νάξο και το μάρμαρό της με πάθος. «Με έφερε και με κράτησε εδώ αυτό το σπάνιο υλικό. Βασικό στοιχείο της μοναδικότητας του ναξιώτικου μαρμάρου είναι η μεγάλη κρυσταλλίνα. Αυτό που λεν οι ντόπιοι «χοντρόματο». Η κρυσταλλίνα τού χαρίζει έντονη διαφάνεια και το καθιστά ένα υλικό με εσωτερική ζωντάνια και μοναδική ένταση. Το δεύτερο στοιχείο είναι το χρώμα του. Κοιτάσματα από άλλα πετρώματα εισχωρούν στο μάρμαρο και του προσδίδουν έντονα ζωγραφικά στοιχεία».
Σεργιανάμε ανάμεσα στα έργα του και μας τονίζει ότι «έχει νόημα να δουλεύω με αυτό το υλικό μόνο σε αυτόν τόπο και μόνο κάτω από το κυκλαδίτικο φως. Οι άνθρωποι του νησιού, από την πρώτη στιγμή, μού έδωσαν χώρο, πραγματικά και συμβολικά, ώστε να μπορέσω να δημιουργήσω. Η αρχή για κάθε καλλιτέχνη είναι τόσο δύσκολη που συχνά μπορεί να είναι και απαγορευτική. Είναι εύκολο κάποιος να χαθεί, αν δεν έχει ένα περιθώριο χρόνου, για να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να μπορέσει να συναντήσει το κοινό του».
Ήρθε στη Νάξο, πριν 40 χρόνια ως φοιτητής
Είναι άνοιξη. Στο κτήμα του, που κατάφερε παρά τα μανιασμένα μελτέμια να το πρασινίσει, ξεπετάγονται μπουμπούκια από τις αμυγδαλιές και τις ροδιές, ενώ και οι λίγες βερικοκιές παλεύουν να ώστε να είναι παρούσες. Ο Ingbert μάς μιλάει για την πρώτη του επαφή με το νησί: «Ήταν Μάρτης, το νησί ήταν καταπράσινο. Αντίκρισα ένα τοπίο που αγκαλιάζει τον άνθρωπο, που τον κάνει να αισθάνεται κομμάτι του. Περπατώντας στα μονοπάτια, βλέποντας τις πεζούλες, αισθανόμουν κομμάτι ενός μοναδικού σύμπαντος. Ήταν μία πολύ έντονη αίσθηση. Ήμουν στο τελευταίο έτος στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου και ήρθαμε μία ομάδα φοιτητών, με κάποιους καθηγητές μας. Μείναμε στο Κάστρο, στη Χώρα. Αισθάνθηκα μία μεγάλη χάρη να ζω σε έναν ιστορικό χώρο, έναν χώρο γεμάτο ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία, που με ενέπνευσε καθοριστικά».
Στην ομορφιά της Ανατολικής Νάξου, στον Αζαλά
Τα τελευταία 15 χρόνια έχει φύγει από τη Χώρα της Νάξου και έχει φτιάξει το εργαστήριο, το ατελιέ και το σπίτι του, σε μια γωνιά στην ανατολική Νάξο, στον Αζαλά (σ.σ. ανήκει στην κοινότητα Απειράνθου), κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά. Με θέα το απέραντο γαλάζιο, τη Δονούσα και την κορυφή της Ικαρίας, που μας έκανε την τιμή να εμφανιστεί μέσα από ένα λευκό συννεφάκι, καθόμαστε στο ατελιέ και ο Ingbert μιλάει για τον τόπο.
«Ο Αζαλάς είναι ένα από τα μέρη που ζούσαν οι αρχαίοι Κυκλαδίτες. Είναι ένα σημείο όπου μπορώ να δημιουργώ και να βιώνω την έννοια της συνέχειας του Κυκλαδικού πολιτισμού, σε ένα τοπίο που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο. Ζω στον Αζαλά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και απολαμβάνω κάθε μέρα την αλήθεια και την καθαρότητα που έχει αυτός ο τόπος. Δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο αυτό το μέρος. Έρχονται επισκέπτες στο ατελιέ, από όλο τον κόσμο και βλέπω πόσο γοητεύονται από το τοπίο».
«Το μάρμαρο δεν είναι τόσο σκληρό υλικό»
Γύρω μας, τα γλυπτά του διαμορφώνουν μια κατάσταση ονειρική. Τον ρωτάμε για τον τρόπο της δουλειάς του και μας εκπλήσσει λέγοντας ότι το μάρμαρο δεν είναι τόσο σκληρό υλικό, δεν είναι από τα πολύ σκληρά πετρώματα. Απαιτεί σαφώς μια τεχνική γνώση και δεξιότητα για να έχεις την ευχέρεια να το δουλεύεις αλλά δεν αποτελεί η σκληρότητά του πρόβλημα.
«Δουλεύω το μάρμαρο με τον τρόπο που το δούλευαν οι αρχαίοι Κυκλαδίτες, απλά χρησιμοποιώ πιο σύγχρονα εργαλεία. Θεωρώ ότι η τέχνη διαμορφώνει μία συνθήκη, που επιτρέπει στον άνθρωπο να μπαίνει σε άλλα ψυχικά και πνευματικά επίπεδα. Αυτή είναι η αφετηρία μου, η οποία γεννάει αυτό το αποτέλεσμα. Δεν λειτουργώ αντίστροφα, να αναμένω δηλαδή ένα αποτέλεσμα, και αυτό να καθορίζει στη στάση μου απέναντι στο υλικό», μάς λέει ενώ κρεμάει ένα από τα διάσημα «φανελάκια» του μπροστά σε ένα από τα παράθυρα του ατελιέ.
Το μάρμαρο ανήκει στο φως
Έργα ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα από ένα υλικό που βγαίνει από τα σπλάχνα της γης. Φτερούγες, φύλλα φυτών, σπείρες, μετασχηματίζουν το φως και δημιουργούν πρωτόγνωρες εικόνες. «Το μάρμαρο ανήκει στο φως. Χωρίς το φως δεν υπάρχει. Για μένα το μάρμαρο είναι σαν να έχει γίνει το φως, ύλη», μάς λέει ενώ σουρουπώνει.
Αναρωτιόμαστε για την πηγή της έμπνευσής του. Πολύ ξεκάθαρα δηλώνει, «Με εμπνέει το ίδιο το υλικό και το περιβάλλον. Νομίζω ότι ο πυρήνας της έμπνευσής μου είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Εμπνέομαι από την καθημερινότητα. Από τη μορφή κάθε πράγματος που είναι γύρω μου. Ένα φύλλο, ένα πούπουλο, η καμπύλη ενός ξύλου, μπορεί να γίνουν αφορμή για ένα έργο. Ταυτόχρονα έμπνευση είναι και η ίδια η δουλειά. Όσο πιο πολύ δουλεύω και χάνομαι μέσα στη διαδικασία της δημιουργίας, τόσο γεννιούνται πράγματα».
Μας χαιρετά και επιστρέφει στη δουλειά του, να προλάβει το τελευταίο φως της ημέρας. Μία μεγάλη ατομική έκθεση τον προσεχή Σεπτέμβρη, στην Γενεύη, στον οίκο Sotheby’s, θα ταξιδέψει τη γοητεία του ναξιώτικου μαρμάρου και το φως του κυκλαδικού πολιτισμού σε μια γωνιά της κεντρικής Ευρώπης.