Μια συναρπαστική ιστορία από τα μέσα του 19ου αιώνα ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του Νίκου Λεβογιάννη. Ο Εμμανουήλ Στυλιανού Μανιός, γνωστός ως «Μανιομανώλης», γεννημένος στο Φιλώτι γύρω στο 1835, έγινε θρύλος για τα κατορθώματά του. Από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας μέχρι τα βοσκοτόπια του Ζα, η ζωή του συνδέθηκε με παράτολμες πράξεις, αγώνες επιβίωσης και μια κληρονομιά που ακόμη μνημονεύεται στα καφενεία και τα βοσκίστικα στέκια της Νάξου.
Η παρακάτω ανάρτηση έρχεται από τη σελίδα “Παλιό Φιλώτι” στο facebook
“Ο ΜΑΝΙΟΜΑΝΩΛΗΣ (ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΜΑΝΙΟΣ) ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΚΑΡΑΣ ΖΩΟΚΛΕΦΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΡΛΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
(από το βιβλίο του Νίκου Λεβογιάννη Νεότερη Ιστορία της Νάξου, 1800 – 2000, Τόμος Β, Τεύχος 2ο)
Ο Μανιομανώλης (Μανώλης Στυλιανού Μανιός) γεννήθηκε στο Φιλώτι γύρω στα 1835. Οι πρόγονοι του ήταν Κρητικοί επαναστάτες, που κατέφυγαν μαζί με πολλούς άλλους Κρητικούς στη Νάξο και ρίζωσαν στα ορεινά χωριά Φιλώτι και Δανακό. Τα πατρογονικά χώματα των Μανιούδων στην Κρήτη βρίσκονται στην περιοχή ανάμεσα στα Σφακιά, την Επισκοπή και τον Αλίκαμπο. Βοσκός και παλικαράς ο Μανιομανώλης γύρω στα 1855 και σε ηλικία 20 περίπου ετών έφυγε μαζί με άλλους νέους από το Φιλώτι στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, για να βρει την τύχη του.
Ήταν η εποχή που εκατοντάδες νέοι απ’ τη Νάξο ταξίδευαν στα Μικρασιατικά παράλια για να δουλέψουν εποχιακά στους απέραντους αμπελώνες της Ερυθραίας. Πολλοί τόπωναν εκεί και έκαναν περιουσία και οικογένεια. Ο Μανιομανώλης βρέθηκε στα Βουρλά, στον οντά κάποιου χωριανού του και βρήκε δουλειά στο τσιφλίκι ενός Αγά με κοπάδια από γιδοπρόβατα, άλογα, αγελάδες κλπ. Ο επιστάτης στα κτήματα του Αγά ήταν επίσης Ναξιώτης, όπως και πολλοί από όσους δούλευαν σ’ αυτά. Ο Μανιομανώλης άνδρας εργατικός, έκανε όλες τις δουλειές γύρω απ’ την κτηνοτροφία, έβοσκε, τυροκομούσε, έσφαζε.
Με τον καιρό μάζεψε αρκετά χρήματα και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη Νάξο, μαζί με την αγαπημένη του Βασιλική, κόρη του Ναξιώτη επιστάτη του Αγά (σύμφωνα με κάποια εκδοχή ο Μανώλης παντρεύτηκε τη Βασιλική πριν φύγουν από τα Βουρλά). Όταν πέθανε αιφνιδίως ο Αγάς, ο Μανώλης πήρε την απόφαση να φύγει για το νησί μαζί με την αγαπημένη του, αλλά θεώρησε σωστό και παλικαρίσιο να πάρει μαζί του και το κοπάδι με το τυροκομείο, γιατί πίστευε πως είχε σ’ αυτό δικαιώματα τόσα χρόνια που το δούλευε.
Αφού έπεισε την Βασιλική για το σχέδιό του, οργάνωσε με άκρα μυστικότητα την πρωτοφανή και μεγάλη αυτή επιχείρηση. Ναύλωσε δυο τσεσμελίδικα καίκια, κατέβασε το κοπάδι σ’ έναν ερημικό ορμίσκο νότια της Σκάλας των Βουρλών, το φόρτωσε μαζί με όλα τα εξαρτήματα του τυροκομείου, χωρίς να γίνει αντιληπτό από τις τουρκικές αρχές και σάλπαρε πριν ξημερώσει για τις Κυκλάδες. Το ταξίδι ήταν πολυήμερο και έφτασε τελικά στην ακτή κοντά στα Λυγαρίδια, εκεί που εκβάλει ο ποταμός του Δανακού και ξεφόρτωσαν το κοπάδι και όλα τα αντικείμενα του τυροκομείου. Από εκεί ο Μανώλης ανέβηκε πάνω στο Ζα, στα πατρογονικά του κτήματα στην τοποθεσία Τούμπα, ανάμεσα στα Δανακιώτικα και τα Φιλωτίτικα μέρη και έστησε τη μάντρα του. Εκτός από τα γιδοπρόβατα είχε φέρει μουλάρια, άλογα, φοράδες και σκυλιά.
Το πρωτοφανές αυτό γεγονός μαθεύτηκε σιγά-σιγά στα Βουρλά και φυσικά έφτασε στ’ αυτιά των τουρκικών αρχών της Σμύρνης, που ενοχλήθηκαν από την αποκοτιά του Αξιώτη και ζήτησαν από το Ελληνικό Προξενείο τη σύλληψη και την παράδοση του στις τουρκικές αρχές. Το απόσπασμα στη Νάξο πήρε εντολή από τη διοίκηση να τον συλλάβει, αλλά εκείνος ειδοποιημένος, είχε ήδη εξαφανιστεί με τη βοήθεια και των συγχωριανών του, που τον θαύμαζαν για το κατόρθωμά του.
Αλλά και οι ίδιοι οι χωροφύλακες είδαν το ζήτημα πατριωτικά και έτσι δεν κατέστη δυνατή η σύλληψη του Μανιομανώλη που με τον καιρό ξεχάστηκε. Ο Μανιομανώλης αγόρασε γη (λιοΐρια, περιβόλια, χωράφια, βοσκοτόπια) έγινε μεγαλοβοσκός και πρόκαμε, παρόλο ότι το Βουρλιώτικο κοπάδι του δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στο βουνίσιο κλίμα του Ζα και οι απώλειες που είχε ήταν μεγάλες. Παράλληλα δημιούργησε πολυμελή οικογένεια με τρεις γιους και τρεις κόρες.
Και οι κλοπές συνεχίζονται …
Ο Μανιομανώλης, ένας «μπάσης-κλέφτης» δεν έκατσε βέβαια ήσυχος μετά από εκείνο το κατόρθωμά του, έκανε κι άλλα πολλά και εντυπωσιακά, που ακόμη συζητιούνται στα βοσκίστικα στέκια και με περηφάνια μιλούν γι’ αυτόν οι απόγονοί του στα δυο χωριά τους, στο Φιλώτι και στο Δανακό. Είχε ένα «σάντουλο» (νονό) Απεραθίτη (Μπάκαλος) και κάποια νύχτα ο Μανιομανώλης του έκλεψε περίπου τριάντα πρόβατα και τα πήγε στο μαντρί του. Τον ανακάλυψαν όμως, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Τραγαία, για να τον πάνε με το πρώτο καράβι στη Σύρο στο δικαστήριο.
Αλλά και στο κελί του δεν έμεινε ήσυχος, κατάφερε κρυφά από τους φρουρούς του τη νύχτα να δραπετεύσει και να πάει με τα πόδια στη μάντρα των Μπακάληδων. Σε κάποιο σημείο του εδάφους ο νονός του είδε ένα σημάδι από το ραβδί του Μανιομανώλη και είπε: «αν δεν ήξερα ότι ήτανε ο βαφτισιμιός μου στη φυλακή, θάλεγα ότι αυτός είναι ο κλέφτης, αλλά είναι στη φυλακή». Ένα μεγάλο κτήμα του στην περιοχή του Καλοξύλου, ονομάζεται και σήμερα «τση Μπέαινας» δηλαδή της Βασιλικής και το έχουν ακόμη στην ιδιοκτησία τους οι απόγονοί του. Ο Μανιομανώλης πέθανε γύρω στο 1922 σε βαθειά γεράματα και μερικά χρόνια αργότερα και η γυναίκα του.”
Πηγή πληροφόρησης: Γιώργος Εμ. Μανιός
Σκίτσο: Γιώργος Βασ. Σουλής