Το «Ελλήνων Ορδοδόξων» δεν τέθηκε τυχαία στον τίτλο του άρθρου: Θεωρώ πως για μας τους Έλληνες το Πάσχα είναι η λαμπρότερη θρησκευτική εορτή διότι, όπως εκτενέστερα αναλύω παρακάτω, εκτός από τα θρησκευτικά, συνδέεται και με τα ιστορικά βιώματα του λαού μας.
Κείμενο του Ομότιμου Καθηγητή Λαογραφίας Μανώλη Σέργη
Δυο βασικές ιδέες για τις ημέρες του Πάσχα
«Ημέρες του Πάσχα» εννοώ εδώ την περίοδο από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι τη «Νια Βδομάδα» (γιατί αυτές, κανονικά, αρχίζουν από την Αγία Σαρακοστή).
- Η αναβλάστηση της φύσης, η νεκρανάστασή της από τη χειμερία νάρκη, η προσδοκώμενη από αυτήν τη διαδικασία γονιμότητα είναι τα σταθερά μοτίβα όλων των τελετουργιών και των θεατρικών δρωμένων που ελάμβαναν χώρα στον ελληνικό «παραδοσιακό» πολιτισμό από την αρχή του Δωδεκαημέρου και συνέχιζαν με τα διονυσιακά δρώμενα της Αποκριάς, της άνοιξης, του Πάσχα και κορυφώνονταν την Πρωτομαγιά και τις αρχές του καλοκαιριού.
- 2. Η ιδέα του πάσχοντος και θνήσκοντος Θεού που ανασταίνεται μαζί με τη φύση είναι η βασική των ημερών. Η ιδέα δεν είναι χριστιανική, είναι πανανθρώπινη (πρβλ., π.χ., τον Tammuz των Εβραίων, τον Όσιρι των Αιγυπτίων, τον Τουμούσι των Βαβυλωνίων) και αρχαιοελληνική (Διόνυσος, Περσεφόνη, Άδωνις). Ο θνήσκων θεός εκπροσωπεί το «παλιό» και τον θάνατό του, η γένεση του νέου θεού είναι μια πράξη που βοηθά στην αναγέννηση της φύσης, στη δημιουργία του «νέου». Έχει και η Ορθοδοξία τον δικό της πάσχοντα, θνήσκοντα και αναστώμενο θεό, στον οποίο έδωσε τα δικά της χαρακτηριστικά, αυτά που επί 20 αιώνες τώρα λατρεύει και υμνεί με το δικό του τρόπο ο άνθρωπος του λαού. Και ο Λάζαρος παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας νεκρανάστασης («Πρώτη Λαμπρή»).
Όλες σχεδόν οι εθιμικές εκδηλώσεις του Πάσχα περιέχουν τον ίδιο παραγωγικό-γονιμικό χαρακτήρα που πρέπει να μεταδοθεί αναλογικά σ’ ολόκληρη τη φύση. Δίνω παρακάτω μερικές απ’ αυτές:
- Το μαγικό κτύπημα με τα βάγια
Θυμηθήτε τη σημασία και τη λειτουργία του «παραδοσιακού» χριστουγεννιάτικου δένδρου: Εισάγουμε το Δωδεκάμερο στο σπίτι κλαδιά δένδρων ή θάμνων, θαλερών, για να εισάγουμε σ’ αυτό την αναγεννώμενη εκείνη την περίοδο φύση, δηλαδή το πνεύμα της γονιμότητας. Με το συμβολικό κτύπημα με βάγια μεταβιβάζεται στο «πληττόμενο» άτομο η ίδια ζωτική, αναγεννητική δύναμη της μητέρας φύσης. Πιο σημαντική ενέργεια είναι το κτύπημα των γυναικών εκείνη την ημέρα με τα δροσερά κλαδιά των βαγιών. Το συλλογικό κίνητρο της θεατρικής αυτής πράξης ήταν η απόκτηση παιδιών, χτυπούσαν η μία την άλλη για να τους μεταδοθεί η γονιμοποιός δύναμη που ενέκλειαν οι δροσεροί και αειθαλείς αυτοί κλάδοι.
- Η παρουσία των αυγών
Το αυγό είναι παγκοσμίως γνωστό ως πανάρχαιη πηγή ζωής[1], ως η αρχή της ζωής, η μήτρα, το σπέρμα όλης της δημιουργίας, συμβολίζει την ανανέωση της ζωής, την ανάσταση, την ελπίδα. Η παρουσία του ήταν έντονη σε αρχέγονες λατρείες, πρωτόγονες και εξελιγμένες, π.χ. στον αρχαιοελληνικό ορφισμό. Για το κόκκινο, ειδικά, χρώμα του οι λαϊκές παραδόσεις που το «ερμηνεύουν» είναι πάμπολλες. Γνωστότερη είναι αυτή με την γυναίκα που δεν πίστεψε την είδηση της ανάστασης του Χριστού και έθεσε ως «λυδίαν λίθον» της αποδείξεως του θαύματος την μετατροπή των άσπρων αυγών που κρατούσε στο καλάθι της σε κόκκινα, όπερ και εγένετο. Υπενθυμίζω επίσης ότι γενικά το κόκκινο χρώμα θεωρείται ως χρώμα που εκφράζει τη χαρά, αλλά και τον θάνατο που προετοιμάζει τη δυναμικά αναγεννημένη ζωή, λειτουργεί δε ταυτοχρόνως και ως εξορκιστικό[2]. Θυμηθήτε το τσούγκρισμά τους αυτές τις ημέρες και τις εθιμικές «αυγομαχίες» (που έζησα εκ του σύνεγγυς στο Θρυλόριο Ροδόπης). Τι συμβολίζουν; Τα τσουγκρίζουμε για να εξέλθει από αυτά και να μάς ενισχύσει η ζωογόνος δύναμη που εγκλείουν. Με το πρώτο κόκκινο αβγό σταύρωναν τα άρρωστα παιδιά, το φύλασσαν μάλιστα στο εικονοστάσι για πολλούς θεραπευτικούς σκοπούς. Ιδιαίτερη δύναμη απέδιδαν στα «ευαγγελισμένα» αβγά, αυτά που άφηναν στην εκκλησία μέχρι την Ανάσταση. Τα τσόφλια από αυτά τα τοποθετούσαν στις ρίζες των δένδρων, για καλύτερη καρποφορία τους.
(Παρενθετικά, αναφέρω ότι ο γνωστός αυγοφόρος σημερινός σοκολατένιος λαγός δεν είναι «ελληνικός», είναι δυτικοευρωπαίος, που «μετακόμισε» σε μας πιθανώς από τότε που το εμπόριο έπρεπε να εξυπηρετήσει και τους Καθολικούς στον τόπο μας. Είναι γνωστόν από την παγκόσμια εθνογραφία ότι το εν λόγω ζώο παρουσιάζεται με μαγικές ιδιότητες, είναι σύμβολο της βλαστήσεως, το καλό της πνεύμα).
- Οι αιώρες (κούνιες)
Ο αείμνηστος λαογράφος Γ. Σπυριδάκης αναφέρει ότι η αιώρηση υπό μορφή τελετουργίας[3], επιχωριάζει σε πολλά μέρη της Ελλάδας, και στη Νάξο, σε όλους τους λαούς του Αίμου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, τη Β. Αμερική, τη Β. Αφρική, την ΝΑ Ασία, κ.ά. Η πρακτική θυμίζει την αντίστοιχη των αρχαίων Αθηναίων κατά τα Ανθεστήρια. Σ’ αυτά η αιώρηση ετελείτο με σκοπό τη γονιμότητα όλων των παραγωγικών μέσων του φυτικού και του ζωικού βασιλείου. Ο Frazer εξέφρασε τη γνώμη ότι η αιώρα αποτελούσε μέσον εξιλασμού, αλλά και προς ευετηρίαν «διά του καθαρμού του αέρος» από κακοποιές ψυχές νεκρών που είχαν στερηθεί την ταφή, ή από πνεύματα εχθρικώς διακείμενα προς τον άνθρωπο και την βλάστηση της γης. Προεκτείνοντας τη θεωρία του, είχε ερμηνεύσει την αιώρηση ως μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί δροσερός αέρας κατά τον πνιγηρό καύσωνα του θέρους που θα ενέσκηπτε εντός ολίγου[4]. Θα δεχθούμε λοιπόν ότι η αρχαϊκή και πανανθρώπινη αιώρα αποσκοπούσε στην επικράτηση «ευκρασίας αέρος» άρα και στην γονιμότητα γης και ανθρώπων.
Η παρουσία του προαιώνιου ζητήματος της εξεύρεσης του άνδρα/συντρόφου στη ζωή και αναπαραγωγού της ταυτοχρόνως ήταν και πάλι παρούσα στο δρώμενο. Μεταξύ των κοριτσιών που κουνούσαν τις κούνιες και του καθισμένου επάνω σε αυτήν διαμείβονταν διάλογοι με ολοφάνερο ενίοτε το σεξουαλικό στοιχείο, συσχετισμένο απόλυτα με την Πρωτομαγιά, την ημέρα που συνήθιζαν να τελούν το εν λόγω έθιμο, και η οποία ήταν η πλέον ερωτική του «παραδοσιακού» μας πολιτισμού.
- Το σβήσιμο των φώτων και το εκ νέου άναμμά τους
Είναι ευρέως διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο (και όχι μόνον) το έθιμο: μετά το «δεύτε λάβετε φως» και το «Χριστός Ανέστη», το φως της, καινούργιο, ζωογόνο, λυτρωτικό, καθαρτήριο, μεταφερόταν στο σπίτι. Πρώτα σημείωναν (και σήμερα) το σημείο του σταυρού στον «μεταβατικό» χώρο της εξώθυρας, άναβαν την καντήλα, μετά τη φωτιά της εστίας (όπου υφίστατο), σταύρωναν τους τοίχους σε όλα τα δωμάτια, κ.λπ. Η καθαρτήρια δύναμη του πυρός είναι κι εδώ παρούσα. Το «παλιό» καίγεται, μια νέα ζωή αρχίζει με αισιοδοξία…
- Το κάψιμο του «Οβριού» – Ιούδα
Πασίγνωστο το δρώμενο, γι’ αυτό δεν επεκτείνω τον λόγο μου. Όποιος/-α πάντως από τους αναγνώστες μου επιθυμεί να εισδύσει βαθύτερα στο θέμα, ας μελετήσει την πραγματεία του Βάλτερ Πούχνερ, Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ (Αθήνα, 2015). Ο Πούχνερ, βασισμένος σε προγενέστερη εργασία του αειμνήστου λαογράφου Γεωργίου Μέγα[5], αναδεικνύει τα κοινά χαρακτηριστικά του μύθου του Οιδίποδος και του Ιούδα, ως ζωντανές απηχήσεις ενός και του αυτού (ευρύτατα διαδεδομένου) παλαιότατου παραμυθιού, από το οποίο οι Αρχαίοι Έλληνες έπλασαν τον μύθο που δραματοποίησε ο Σοφοκλής. Στη Δύση αντιστοίχως είχαμε δεκάδες παραλλαγές της ίδιας περίπου ιστορίας-μύθου: γεννιέται ο Ιούδας, ρίπτεται στη θάλασσα για να μην δολοφονηθεί από τους γονείς του επειδή η μάνα του ονειρεύεται ότι το σπλάχνο της «θα χαλάσει το λαό του Ισραήλ», σκοτώνει τον πατέρα του, παντρεύεται τη μάνα του, κ.λπ., κ.λπ.
- Το έντονο θρησκευτικό στοιχείο / βίωμα
Όλα όσα προανέφερα είναι πανάρχαιες (μη χριστιανικές) επιβιώσεις στη λαϊκή λατρεία του Πάσχα. Γράφει ο λαογράφος Γ. Μέγας: «Όσον και αν ο ελληνικός λαός (…) θέλη να συμμορφώνεται με τα διδάγματα και τους κανόνας της θρησκείας που πρεσβεύει, όμως διατηρεί και ιδέας που κάθε άλλο είναι παρά χριστιανικαί: είναι δοξασίαι βαθιά ριζωμέναι εις το πνεύμα του λαϊκού ανθρώπου, ιδέαι κληρονομημέναι από την απωτάτην αρχαιότητα και εν πολλοίς σύμφωνοι με τον τρόπον του σκέπτεσθαι του πρωτογόνου ανθρώπου»[6]· συνιστούν ένα αρχαιότατο υπόστρωμα αντιλήψεων και δοξασιών, που άλλοτε δηλώνουν την παρουσία τους αυτούσιες, άλλοτε μετασημασμένες, μετανοηματοδοτημένες, και γεφυρώνουν την ορθόδοξη χριστιανική λατρεία με πανάρχαιες παγανιστικές εορτές και τελετουργίες[7].
Οι λαϊκές εκδηλώσεις του Πάσχα αποτελούν μια σύνθεση από διάφορες πολιτισμικές φάσεις του ελληνικού λαού, όπου διαπιστώνεται η ίδια πάντοτε αγάπη για τη φύση, η ίδια αγωνία για το μέλλον της βλάστησης, της γονιμότητας της ζωής, όσο κι αν τα στοιχεία αυτά κρύβονται, κάποτε με εξαιρετική επιμέλεια, πίσω από έναν κατ’ επίφασιν χριστιανικό μανδύα[8].
Γι’ αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία, στα πρώτα της κιόλας βήματα, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα σύστημα νέων νοημάτων. Βασίστηκε και σε παλιά σύμβολα. Η αρχική μαγική σημασία της χρήσης αυτών των συμβόλων έγινε τελικά μεταφυσική. Πολέμησε τα πολιτιστικά παγανιστικά υπολείμματα από τον 4ο αι. κ.ε., εξαφάνισε κάποια από αυτά, μετασήμανε άλλα, τους έδωσε, δηλαδή, το δικό της ορθόδοξο χριστιανικό περιεχόμενο, τα πνευματικοποίησε, ειδικότερα από τότε που ισχυροποιήθηκε η θέση της στον ανατολικό κόσμο[9]). Κάποια άλλα έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας, επειδή – απλούστατα – δεν μπόρεσε να ελέγξει την πορεία τους.
Όμως το Πάσχα το ελληνορθόδοξο έγινε θαρρώ η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή του Νεοέλληνα, έτσι την ένιωθε και τη νιώθει μέχρι σήμερα. Η Μεγάλη Εβδομάδα ειδικότερα είναι από τις πλέον παραστασιακές στιγμές της Ορθοδοξίας, η πιο τελετουργική ίσως, ώστε να κορυφώνεται η επιθυμητή βίωση των γεγονότων από τον πιστό. Είναι ένα σύνολο λαμπρών θρησκευτικών παραστάσεων. Όλες οι θρησκείες εμμένουν στην υποχρεωτική παρακολούθηση των τελετουργιών τους, με σκοπό τη δημιουργία εκείνου του συγκινησιακού φορτίου που θα εντείνει την μέθεξη του πιστού στα τελετουργικά δρώμενα. Ο χρόνος που συνέβη το γεγονός (π.χ. η σταύρωση του Θεανθρώπου), illo tempore (κατ’ εκείνον τον παρελθόντα χρόνο) με την αναπαράστασή της γίνεται παρόν, τα γεγονότα εκείνα συμβαίνουν τώρα. Δηλαδή, η παράσταση-τελετουργία μιμείται ή επαναλαμβάνει ένα αρχέτυπο, δημιουργείται αυτό που ο Eliade ονομάζει «αιώνιο παρόν». Η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης (π.χ.) μηδενίζει τον χρόνο[10]. Σαν να συμβαίνει εκείνη τη στιγμή και εγώ που παρακολουθώ την αποκαθήλωσή Του είναι σαν να βρίσκομαι εκεί στον Γολγοθά. Η χρονική απόσταση μηδενίζεται. Ο λαός βιώνει τη θρησκεία ως τελετουργία, ισχυρίζεται ο Αντ. Γκράμσι: «από τη θρησκεία ο λαός βλέπει τις τελετουργίες και ακούει τα παραινετικά κηρύγματα, δεν μπορεί να παρακολουθήσει [υψηλού επιπέδου] συζητήσεις και ιδεολογικές εξελίξεις». Ποιος θα διαφωνήσει με αυτήν την ρεαλιστική άποψη;
Στην μνήμη μου έχει εγχαραχθεί παιδιόθεν το «Άρατε Πύλας», το λαϊκό δρώμενο που διαδραματίζεται αμέσως μετά την επιστροφή της πομπής του Επιταφίου στην εκκλησία, μπροστά στην είσοδό της (ή αλλού κατά την Ανάσταση). Ο ιερέας υποδύεται τον Χριστό και ψάλλει τους στίχους του Δαυίδ «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξας». Ο εντός του ναού ευρισκόμενος ψάλτης (ή άλλο πρόσωπο) και υποδυόμενος τον διάβολο ανοίγει τελικά την θύρα (μετά από τρεις εκκλήσεις) και ο ιερέας-Χριστός εισέρχεται στον ναό νικητής του θανάτου και του κακού[11].
- Η κοινωνική διάσταση του Πάσχα
Ο παραδοσιακός άνθρωπος είχε οργανώσει με θαυμαστό τρόπο το χρόνο του, γνώριζε σαφώς και τηρούσε τα όρια ανάμεσα στον καθημερινό χρόνο του (της εργασίας) και στον «ιερό» (των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών, των ονομαστικών εορτών, κ.λπ.), ειδικά των εορτών, όπου έβρισκε ευκαιρία να ενισχύσει τους δεσμούς του με την οικογένειά του και την υπόλοιπη κοινότητα, να επουλώσει πληγές που τυχόν δημιουργήθηκαν στις σχέσεις του με τους συγχωριανούς του, να τονώσει την αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητά του. Άρα, αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική διάσταση του Πάσχα, μια επιμέρους εκδήλωση της οποίας θυμηθήτε ότι λέγεται Αγάπη (βυζαντινής προέλευσης έθιμο). Ιδού μερικά ακόμη παραδείγματα:
Η κοινή εστίαση της οικογένειας για την κατανάλωση του «ιερού φαγητού» της ημέρας (γνωστότερος ο Λαμπριάτης/Πασχάτης/Λαμπριανός οβελίας, αλλά και η μαγειρίτσα/τσορβάς ή το βορειοναξιώτικο μπάτουδο/μπατούδο – γεμιστό αρνί/κατσίκι)· πάνδημη ήταν σχεδόν η συμμετοχή των πιστών στις βραδινές συνάξεις στην εκκλησία για την παρακολούθηση του θείου δράματος· ενισχυτικοί παράγοντες της κοινωνικής συνοχής ήταν ο κοινός χορός του Πάσχα και της «Δεύτερης Ανάστασης» (στην πλατεία των χωριών, με πασχαλινά τραγούδια), οι ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ των αρχών του τόπου, οι επισκέψεις στα σπίτια για να ευχηθούν (στους μεγαλυτέρους του σογιού, στους νονούς), οι ανταλλαγές δώρων γενικά, τα κάλαντα, η φροντίδα της κοινότητας (για τον ιερέα, τους απόρους και τους απόντες οικείους της), κ.λπ. Την παραδοσιακή κοινωνία δεν την συνιστούσαν μόνον οι ζώντες. Η παρουσία των νεκρών είναι εντονότατη στις εκδηλώσεις της (πρβλ. τα μνημόσυνα, την πίστη στην ανάσταση των νεκρών μαζί με αυτήν του Χριστού και την επί γης παρουσία τους μέχρι την Ανάληψη του Κυρίου, τις αναμνηστήριες τελετουργίες των Ποντίων πάνω στους τάφους των νεκρών τους[12], τις επισκέψεις στα νεκροταφεία, στον πολυσύχναστο αυτόν κοινωνικό χώρο του παραδοσιακού και του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, τα Ψυχοσάββατα/του Ψυχού, τη Μ. Παρασκευή).
- Η εκκοσμίκευση
Το ελληνικό Πάσχα ήταν και είναι μια λαϊκή γιορτή, με πλαίσιο την ανοιξιάτικη φύση, στην ωραιότερη ίσως ώρα της. Η Λαμπρή ειδικότερα «εξετρέπετο» σε λαϊκό ξεφάντωμα, ειδικά μετά την Ανάσταση, αφού στα δρώμενα της (και όλης της Μεγαλοβδομάδας) συνυπήρχαν και συλλειτουργούσαν η ευσέβεια, η υποβολή του θείου δράματος, η επιβολή των παραστασιακών δρωμένων, η αναπόφευκτη κοσμική χαρά. Τα βαρελότα, οι πυροβολισμοί είναι απαραίτητα για την εκδήλωση της αναστάσιμης χαράς. Γεγονός είναι ότι η αρχική μαγική σημασία του θορύβου που προξενούν είχε και έχει εντελώς λησμονηθεί: ο θόρυβος που προκαλούσαν απέβλεπε στον εκφοβισμό των δαιμόνων και κάθε επίβουλης δυνάμεως (πρβλ. το θόρυβο που δημιουργούν στο «Ανάστα ο Θεός» το πρωί του Μ. Σαββάτου ή τους πυροβολισμούς στο γάμο, που στοχεύουν στην προστασία των νεονύφων από κάθε λογής «κακό μάτι» και πνεύμα[13]).
Η Εκκλησία μάχεται την εκκοσμίκευση των θρησκευτικών της δρωμένων. Κατανοώ απόλυτα την πρακτική της και το ενδιαφέρον της να «περάσει» στο λαό το μεγάλο θρησκευτικό μήνυμα των ημερών: Την συμ-πάθειά μας με τον Θεάνθρωπο, που θυσιάζεται για τη σωτηρία του κόσμου, για να μάς περάσει (Πάσχα σημαίνει πέρασμα) από τον πνευματικό θάνατο στην ανάσταση, από την οδύνη στην ελπίδα, από τα πάθη στη λύτρωση και στην ηθική ανάταση. Όπως η φύση ξυπνά από τη νάρκη του χειμώνα και περνά στην περίοδο της γονιμότητας/ευφορίας. Πάσχα για την Ορθοδοξία δεν είναι το φαγητό, τα ξεφαντώματα, η κατανάλωση…
- Πάσχα και εθνική ζωή
Είναι πασίγνωστο ότι η Ανάσταση του Χριστού συνδέθηκε στην ελληνική ιστορική μνήμη με την ίδια την ανάσταση του δουλωμένου Γένους. Πίσω από την ευχή «Καλή Ανάσταση» στα χρόνια της δουλείας του Γένους μας υποκρυβόταν ολοφάνερα η ευχή για την ποθητή εθνική ανάσταση. (Σήμερα τη χρησιμοποιούν οι κομματαρχίσκοι των αντιπάλων κομματικών μηχανισμών…). Θυμίζω επίσης ότι ο ελληνικός λαός έχει θρηνήσει στο διάβα των αιώνων χιλιάδες νεαρούς και νεαρές ήρωες, ώστε να μπορώ να υποστηρίξω ότι στο πρόσωπο του νεκρού Θεανθρώπου βλέπει αποτυπωμένες όλες αυτές τις απώλειες… «Το μοιρολόι τση Παναγιάς» που τραγουδούσαν /-ούν τα κορίτσια τη Μ. Παρασκευή στα χωριά μας δίπλα στον ανθοστολισμένο Επιτάφιο (το άσμα έχει τουλάχιστον 500 παραλλαγές στον ελληνικό χώρο) είναι για μένα το θρηνητικό αντίστοιχο που τραγουδούσε κάθε χαροκαμένη Ελληνίδα μάνα πάνω από το νεκρό της παιδί που θυσιάστηκε (στον ανθό της νιότης του) για την ιδέα της Πατρίδας…
Καλή Ανάσταση!!! Είθε κάποτε το πραγματικό της μήνυμα να φθάσει στις ψυχές όλων μας…
[1] Γ. Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1957, 152-153.
[2] Μ. Σέργης, Διαβατήριες τελετουργίες στον Μικρασιατικό Πόντο…, Αθήνα 2007, 64, με πολλά αρχαιοελληνικά παραδείγματα.
[3] Γ. Σπυριδάκης, «Περί της κατά το έαρ αιώρας εις τον ελληνικόν και τους λοιπούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 22 (1973-74), 113-134. Τραγούδια από την Κωμιακή της Νάξου έχει δημοσιεύσει π.χ. ο Ν. Λεβογιάννης, στο Κωμιακή. Τόπου χρώματα-Αντιθέσεων αρμονία, τ. Α΄, Αθήνα 1996, 114-115.
[4] Γ. Σπυριδάκης, ό.π., 128.
[5] Γ. Μέγας, «Ο Ιούδας εις τας παραδόσεις του λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών 3-4 (1941-42), 3-32
[6] Γ. Μέγας, Ελληνικαί εορταί…, ό.π., 7.
[7] Μ. Βαρβούνης (επιμ.), Πάσχα των Ελλήνων. Ελληνικά λαϊκά έθιμα για τον εορτασμό του Πάσχα, Ακρίτας, Αθήνα 1996, 9.
[8] Μ. Βαρβούνης (επιμ.), Πάσχα των Ελλήνων…, ό.π., 9.
[9] Μ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική συγκρότηση, ήθη και έθιμα, λαϊκή τέχνη, Οδυσσέας, Αθήνα 2004.
[10] Μ. Ελιάντε, Κόσμος και Ιστορία. Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999². Ο ίδιος, Το ιερό και το βέβηλο, μετάφρ. Ν. Δεληβοριάς, Αρσενίδης, Αθήνα 2002, 257-258.
[11] Πρβλ. Β. Πούχνερ, «Το μεσαιωνικό έθιμο του ‘Άρατε Πύλας’ σε Δύση και Ανατολή», στο βιβλίο του Ιστορική Λαογραφία, Αρμός, Αθήνα 2010, 159 κ.ε.
[12] Μ. Γ. Σέργης, «Cha ταφία: μια αναμνηστήρια τελετουργία από το Θρυλόριο», στον τόμο Γ. Παπάζογλου (επιμ.), Ανατολική Μακεδονία – Θράκη: λαογραφικό οδοιπορικό, Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Κομοτηνή 2008, 130-135.
[13] Βλ. ενδεικτικά Μ. Σέργης, Διαβατήριες τελετουργίες…, ό.π., στο λήμμα θόρυβος.