Οι “κουδουνάτοι” είναι ένα πανελλαδικό έθιμο της αποκριάς που συναντάτε κυρίως σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχει κτηνοτροφία . Στη Νάξο υπήρχε και υπάρχει σαν έθιμο στα χωριά Απείρανθο, Φιλώτι και Κόρωνο . Παρόλο που η εικόνα των “κουδουνάτων” των τριών χωριών της Νάξου είναι διαφορετική, το νόημα και ο λόγος ύπαρξης τους είναι ο ίδιος .
Οι “κουδουνάτοι” εξυπηρετούσαν την πανάρχαια ανάγκη των βοσκών να διώξουν τα κακά πνεύματα , μια κληρονομιά δεισιδαιμονιών που μας ταξιδεύει τόσο στα διονυσιακά μυστήρια και τους ακολούθους του Διονύσου όσο και στην εξήγηση κάθε αρρώστιας σε μορφή κακού πνεύματος .
Υπήρχαν δύο μορφές “κουδουνάτων” στη Κόρωνο . Η πρώτη αφορά όλους σχεδόν τους βοσκούς οι οποίοι τη περίοδο αυτή είχαν ξεκουδουνώσει τα κοπάδια τους και τα κουδούνια τα είχαν στο χωριό. Όλοι αυτοί οι βοσκοί τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας και με την ανατολή του ήλιου έδεναν το σύνολο των κουδουνιών μαζί και τα χτυπούσαν στις αυλές των σπιτιών τους. Ο ήχος εμφαντικότατος άλλαζε σύμφωνα με τις δυνάμεις τους και αυτό συνεχιζόταν μέχρι τις 8 το πρωί οπότε τη σκυτάλη έπαιρνε η δεύτερη μορφή των “κουδουνάτων”.
Οι ‘’κουδουνάτοι’’ αυτοί ήταν νεαροί βοσκοί , καπάτσοι και δυνατοί (για να αντέχουν ) . Στην Κόρωνο (ίσως και σε όλα τα χωριά παλαιότερα και άσχετα με το τι βλέπουμε σήμερα) φορούσαν τα ίδια ρούχα που φορούσαν στη μάντρα τους , τα ξώραφα για παπούτσια αλλά γύρω από τη μέση και τη κοιλιά τους ζωνόταν με προβιά κατσίκας . Η προβιά δενόταν καλά και πάνω σε αυτή προσαρμοζόταν σχοινί σε μορφή στρατιωτικής εξάρτησης όπου ο κάθε “κουδουνάτος” έδενε όσα κουδούνια μπορούσε να σηκώσει . Απαραίτητο για κάθε κουδουνάτο , όπως και για κάθε βοσκό , ήταν το ραβδί του , εργαλείο και μέσο εκφοβισμού ταυτόχρονα .
Το βάρος των κουδουνιών συνολικά ήταν από 10 έως 20 κιλά και δενόταν χωρίς τις κουδουνίστρες (σ.σ. κουδουνίστρες ήταν τα λουριά που έδεναν το κουδούνι στο λαιμό του ζώου, στο Φιλώτι οι “κουδουνάτοι” δε βγάζουν τις κουδουνίστρες). Το βάρος όμως των κουδουνιών αυξανόταν γεωμετρικά με τη κίνηση και το χοροπήδημα.
Εδώ προέκυπταν δύο προβλήματα που έκαναν άκρως απαραίτητη τη προβιά της κατσίκας (ή του “αμπαδελιού” – κάπας που χρησιμοποιούν οι Απεραθίτες ): 1ον το βάρος των κουδουνιών και η δύναμη που χτυπούσαν το σώμα του κουδουνάτου και 2ον ο τυχόν συντονισμός του χτυπήματος των κουδουνιών με τους παλμούς της καρδιάς κάτι που θα προκαλούσε ακαριαίο θάνατο .
Ο 2ος λόγος όσο απίθανος και αν ακούγεται είναι πραγματικός, τα κουδούνια κάθε βοσκού δεν είναι απλά μέταλλα που χτυπάνε, κουρδίζονται σαν μουσικά όργανα και ο καλός παλιός βοσκός ήξερε να τα συντονίζει, να τα βάζει σε σειρά και το κοπάδι να μετατρέπεται σε ορχήστρα πραγματική. Το ίδιο μπορούσε να πετύχει και πάνω στον “κουδουνάτο”, αλλά μπορούσε να γίνει και τυχαία. Εδώ ερχόταν η προβιά να εξυπηρετήσει το ρόλο της ηχομόνωσης για την καρδιά του “κουδουνάτου”
Το πρόσωπο το έκρυβαν σπάνια και σαν καπέλο είχαν τη τραγιάσκα. Ο ρόλος τους ήταν να γυρνάνε όλο το χωριό από νωρίς το πρωί, να κάνουν φασαρία ώστε να φύγουν τα κακά πνεύματα και οι αρρώστιες, αλλά και να πειράξουν και να συμμετέχουν στο γλέντι που στηνόταν τη Καθαρά Δευτέρα στη Κόρωνο .
Μπορεί σήμερα, φαινομενικά, να μην έχουμε ανάγκη να διώξουμε τα κακά πνεύματα, αλλά καλού κακού ας ντυθούν σε όλα τα χωριά της Ορεινής Νάξου πολλοί “κουδουνάτοι” αυτές τις μέρες, ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται, όλο και κάτι θα γλιτώσουμε από τα κακά πνεύματα των ιθυνόντων .
Με πληροφορίες από τον ΟΡΕΙΝΟΣ ΑΞΩΤΗΣ