Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ακούγαμε παλαιότερα (σήμερα πλέον δεν ακούγεται) την προτροπή των παιδιών προς τον άγιο Βασίλειο-μαθητή να τους ’πεί την Αλφαβήτα.
Κείμενο του Μανώλη Σέργη (*)
Ιδού μια παραλλαγή από το Γλινάδο:
- Αν είν’ και ξέρεις γράμματα, που ’ν’ του Θεού σπουδάσματα, πες μας την Αρφαβήτα.[1]
Φυσικά, τα παιδιά δεν ζητούσαν να τους αναφέρει ο Άγιος τα 24 γράμματα της αλφαβήτας, για να τους αποδείξει την μόρφωσή του. Πίσω από τη φράση αυτήν έχουμε ένα παλαιό βυζαντινό λατρευτικό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο κατά τις ημέρες της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά περιέρχονταν τις πόλεις και τα χωριά τους και απήγγελλαν τα λεγόμενα Θρησκευτικά Αλφαβητάρια ή τους Ψυχωφελείς Αλφαβήτους.
Τα ασμάτια αυτά όφειλαν την ονομασία τους στο γεγονός ότι κάθε μονός στίχος τους άρχιζε με ένα γράμμα του αλφαβήτου σύμφωνα με την τάξη τους (σειρά τους) στο αλφάβητο.[2]
Το φαινόμενο της αλφαβητικής θρησκευτικής ακροστιχίδας (κατά τους ερευνητές-ιστορικούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας [3]) έχει τις ρίζες του στη σημιτική θρησκευτική παράδοση. Από αυτήν διαδόθηκε στην ελληνική, κατά την Ελληνιστική Περίοδο της ελληνικής Λογοτεχνίας, και εκείθεν στη Ρωμαϊκή και τηΜεσαιωνική Ελληνική (Βυζαντινή). Από την τελευταία αυτήν (τη χειρόγραφη παράδοση των βυζαντινών χρόνων) περιήλθαν σε μας πολλοί τέτοιοι αλφάβητοι, πονήματα αξιόλογων επώνυμων κοσμικών (και μη) ποιητών.
Η Ελένη Κακουλίδη στη διδακτορική της διατριβή για τα Αλφαβητάρια [4] μελετά όσα είδαν το φως της δημιουργίας από τον 15ο αιώνα κ.ε. Πρόκειται, δηλαδή, για δημώδη θρησκευτικού περιεχομένου ποιήματα, συνήθως ανώνυμα, γραμμένα σε μια γλώσσα (λιγότερο ή περισσότερο) δημοτική, [5] με αξιοθαύμαστη γραπτή αλλά και προφορική διάδοση, ψευδεπίγραφα κάποια (η μεγάλη τους διάδοση δεν διέσωσε τα ονόματα των δημιουργών [6]), που συγγενεύουν μεν με την βυζαντινή «παραινετική ποίηση», αλλά όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους τα φέρουν εγγύτατα προς τη δημώδη ποίηση, τα οποία κατέλαβαν (τελικά) σημαντική θέση στη δημώδη νεοελληνική Λογοτεχνία.
Ως προς την «από άποψη λογοτεχνική» αξία τους, η Κακουλίδου (κακώς κατ’ εμέ) θεωρεί πως δεν έχουν καμία αξία. [7] Η κρίση της είναι αυστηρή, γιατί συγκρίνει την επώνυμη αντίστοιχη ποίηση με την λαϊκή, δύο δηλαδή εκ διαμέτρου αντίθετα συστήματα. Άλλα τα κριτήρια για την αξιολόγηση ενός επώνυμου έργου, και άλλα της λαϊκής ποίησης, η οποία εξ άλλου στερείται κανόνων. Έχουν όμως τη λαογραφική τους αξία ως λαϊκά κείμενα. Αυτήν που αδυνατώ, λόγῳ οικονομίας του χώρου, να αναλύσω διεξοδικά εδώ, αρκούμενος σε γενικές επισημάνσεις (παρακάτω).
Το ανέκδοτο Αλφαβητάρι που παρουσιάζω γράφτηκε το 1879 από τον Νικ. Στεφ. Χωριανόπουλο, μέλος της οικογένειας των Κωμιακιτών Χωριανόπουλων, το γενεαλογικό δένδρο της οποίας παρουσίασαν παλαιότερα οι Ευστ. Χωριανόπουλος και Ευστ. Σιδερής.[8] Είναι γνωστή η λογία καταγωγή του συνθέτη του πονήματος, άρα και η λογία ταυτότητα του δεύτερου. Το αρχικό κείμενο αντιγράφτηκε από τον συγγενή του Ιάκωβο Εμμ. Χωριανόπουλο, στο Σκεπόνι, το 1929.
Αδυνατώ να πιστέψω πως αντιγράφηκε από ένα διαφορετικό, ορθογραφημένο δηλαδή πρωτότυπο, διότι το εδώ παρουσιαζόμενο γέμει ανορθογραφιών. (Κατά την παρουσίασή του επέλεξα τη λεγόμενη «διπλωματική μέθοδο», [9]που σημαίνει πως διατήρησα την ορθογραφία, αποκατέστησα την απολύτως απαραίτητη στίξη, αλλά σας το μετεγγράφω σε μονοτονικό σύστημα).
Ανήκει στα λεγόμενα «παραινετικά» Αλφαβητάρια. Το λαογραφικό ενδιαφέρον του έγκειται στην επισήμανση των λαϊκών αντιλήψεων για τα θέματα που θίγει και στην συμφωνία τους ή όχι με τον επίσημο ορθόδοξο χριστιανικό λόγο.[10] Προσφέρεται για μια ακόμη μελέτη της θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού, δηλαδή.
Τι υπενθυμίζει και τι προτρέπει το παρακάτω Αλφαβητάρι; Κεντρικό θέμα του είναι η σωτηρία της ψυχής και πώς αυτή θα επιτευχθεί:Διαχρονικό μέλημα των χριστιανών και όσων ανέλαβαν αυτόκλητοι ή παρωθούμενοι να τους βοηθήσουν προς τούτο. [11] Η ύπαρξη του θανάτου (η αποφυγή του αναπόφευκτου) σημαίνει για τον κάθε χριστιανό, ασχέτως κοινωνικής τάξης, ότι πρέπει να οργανώσει ἐν Χριστῴ τον επίγειο βίο του. Ας φροντίσει να θησαυρίζει πνευματικά αγαθά, όχι υλικά, τα πρώτα οδηγούν στη θέωση και τη σωτηρία. (Πανταχού παρούσα στη λαϊκή σκέψη αυτή η αντίστιξη, ως κυριαρχικό δίλημμα στην ορθόδοξη θεολογία). Η πορεία προς τον Χριστό είναι διαρκής αγώνας, καθημερινός, η λογική τού «φάε, πιε» και διορθώσου όταν γεράσεις είναι απαράδεκτη για τον χριστιανό.
Η όντως χριστιανική ζωή απαιτεί καθημερινό έλεγχο συνειδήσεως, καθώς ο χριστιανός υποβάλλει κάθε πράξη και σκέψη του σε αυστηρό καθημερινό έλεγχο.Υποδείγματα βίου είναι οι ενάρετοι άνθρωποι, οι φιλάνθρωποι, όσοι σκέπτονται τον πλησίον τους∙ ο Θεός ελέγχει απολύτως τη ζωή του ανθρώπου, φύλλο δεν κινείται χωρίς τη θέλησή του. Είναι ο γνώστης των φανερών και των κρυφών του σκέψεων, τα «πάντα ματαιότης» χωρίς πίστη σ’ Αυτόν.
Ιδού το κείμενο:
Άρχοντεςμεγιστάνοι και λοιποί πτωχολογιά,
ο θάνατος μας περιμένει γέρους νέους και παιδιά.
Βλέπετε μην πλανηθείτε εις την πρόσκαιρον ζωήν,
εις τους καλλωπισμούς του κόσμου και ματαίαν ηδονήν.
Γη θα γείνουν τα κορμιά μας και στην γην θέλουν ταφούν,
ταις ψυχαίς θα παρατήσουν και στην κρίσιν θέλουν μπουν.
Δεν μας συνοδεύουν τότε πλούτη δόξα και τιμή,
παρ’ εδώ τα’ αφίνομ’ όλα και πειγαίνωμεν γυμνοί.
Επλανήθεικεν η φύσις ως του κόσμου τα οστά,
όσα την ψυχήν μου έβλαπτον αυτό κλαίει και ζητά.
Ζήλευε τους εναρέτους και επιθείμει τους καλούς,
και ποτέ δεν φέρνει ο νους σου τους κακούς συλλογισμούς.
Η σαΐταις και τα τόξα του θανάτου ήν πολλά,
και καιρόν δεν διορίζει, το ειξεύρομεν καλά.
Θανατώνεται το σώμα μένει η ψυχή γυμνή,
κλαίτε μάτια μαυρισμένα και ουδείς δεν σας πονεί.
Ίδα κ’ ήκουσα πολλάκις όπου λέγουσι πολλοί,
ωσάν φάγουν και γεράσουν θέλουσι διορθωθή.
Κάλλια διορθώσου τόρα πώχεις λίγον τον καιρόν,
παρά να φλογοκοπείσαι εις καμίνην φλογερόν.
Λυπηθείται την ψυχήν σας όλοι άνθρωποι της γης
διότι από τον χάρον δεν γλυτόνωμε κανείς.
Μην επιθυμείς ποτέ σου πράγματα προσωρινά,
κ’ η ζωή μας είν’ ολίγη και σαν όνειρο περνά.
Νάταν τρόπος να υπάγης εις [τον] Άδην και να ζης
πλέον τα καλά του κόσμου δεν εγύριζες να ιδής.
Ξίφος έρχεται ο χάρος και μας πέρνει την ψυχήν
όλα τα καλά του κόσμου πλούτη δόξα και τιμήν.
Όλοι μας το θεωρούμεν και το βλέπομεν συχνά,
χωρίς ο Θεός να θέλει τίποτα δεν μας περνά.
Πούν’ οι βασιλείς του κόσμου, πούν’ η δόξα και τιμαί,
πού ήν τα χρυσά στολίδια πώχουν οι νεκροί ποτέ.
Ρώτα τους αποθαμένους εις τον άδην πως περνούν,
φόβος τρόμος τους ταράττει πως στην κρίσιν θέλουν μπουν.
Σώθησαν τα ψεύματά μας, πάνε και οι μαργιολιές
και ξετάζωντες αλλήλους πως περνούν οι αρεταίς.
Τίποτες δεν υπερβαίνει από του Θεού τον νουν,
όλα τα κρυφά του κόσμου θέλουσι φανερωθούν.
Υπέρ πάντας τους ηγεμόνας και όλους τους σοφούς της γης,
φοβερά θα μας καλέση στα κατώτατα της γης.
Φάε πίε και ευφραίνου δος και κείνου που πεινά
συλλογίσου και τον χάρον όπου στέκεται κοντά.
Χιλίους χρόνους και αν ζήσης εις το πρόσωπον της γης,
πάλιν ναποθάνης θέλης και στην γην θέλει ταφής.
Ψεύτικη ειν’ η δόξα τούτη ψεύτικ’ είναι κ’ η ζωή,
όλα ματαιότης είνε όπως λέγει η γραφή.
Ω ψυχή μου γλυκητάτη μολυσμένο μου κορμή,
κλαίγε εις αυτόν τον κόσμον τόρα πούσαι στην ζωήν.
Έκδοσις Νικολ. Στεφ. Χωριανοπούλου εκ Ρουμανίας 1879
Εν Σκεπόνη της Νάξου τη 14 Νοεμβρίου 1929 Ιάκ. Εμμ. Χωριανόπουλος
[1] Μ. Γ. Σέργης, Λαογραφικά και εθνογραφικά από το Γλινάδο Νάξου, έκδ. Προοδευτικού Ομίλου Γλινάδου Νάξου, Αθήνα 1994, 609.
[2] Κ. Ρωμαίος, Κοντά στις ρίζες. Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού, Εστία 1989, 37.
[3] Βλ. ενδεικτικά K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ. Κ. Σωτηριάδης, Πάπυρος, Αθήνα 1955, τ. Β΄, 602 κ.ε.∙ Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 2000, 45-46.
[4] Ελ. Κακουλίδη, Νεοελληνικά Θρησκευτικά Αλφαβητάρια, Θεσσαλονίκη 1964.
[5] Ελ. Κακουλίδη, Νεοελληνικά Θρησκευτικά Αλφαβητάρια, ό.π., 11.
[6] Ελ. Κακουλίδη, Νεοελληνικά Θρησκευτικά Αλφαβητάρια, ό.π., 13.
[7] Ελ. Κακουλίδη, Νεοελληνικά Θρησκευτικά Αλφαβητάρια, ό.π., 15.
[8] Ευστ. Χωριανόπουλος, Ευστ. Σιδερής, «Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας Χωριανοπουλαίων», στο Ν. Λεβογιάννης (επιμ.), Κωμιακή Νάξου. Τόπου χρώματα-αντιθέσεων αρμονία, τ. Β΄, Αθήνα 2001, 245 κ.ε.
[9] Βλ. γι’ αυτήν ενδεικτικά Γ. Ροδολάκης, «Η ‘έκδοση’ των χειρογράφων πηγών του μεταβυζαντινού δικαίου. Ιστορία και προβληματισμοί», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 45 (2014-2015), 289-321.
[10] Προειπώθηκε ότι εδώ αρκούμαι σε βασικές επισημάνσεις. Αναλυτική παρουσίαση του Αλφαβηταρίου θα γίνει στον υπό έκδοση τόμο Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας6, με θέμα Λαϊκό Θέατρο και Λαϊκή Ποίηση.
[11]Θυμίζω (παρενθετικά) την γνωστή «Αμαρτωλών Σωτηρία», το πλέον αγαπητό ίσως ανάγνωσμα των Ελλήνων στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, που, όπως έχω αποδείξει αλλού, γνώρισε εκπληκτική εκδοτική επιτυχία από το 1641 κ.ε. (διαβάζεται ακόμη ως σήμερα), όπως και τα λαϊκά ερωτικά αναγνώσματα. Μ. Γ. Σέργης, Εκκλησιαστικός λόγος και λαϊκός πολιτισμός τον 16ο αιώνα: Η περίπτωση του Παχωμίου Ρουσάνου, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008.
(*) Ο Μανώλης Σέργης είναι Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας με καταγωγή από το Γλινάδο της Νάξου