“…. Η καλή του ψυχή αγκάλιαζε όλο τον κόσμο . Η προσφορά του στην κοινωνία απλόχερη. Βίωνε τη μοναξιά για την οποία ίσως να είχε και ευθύνη όμως μεγάλωσε απότομα και δύσκολα. Πιθανόν να μην επέτρεπε στον εαυτό του να είναι πραγματικά ευτυχισμένος γι’ αυτό να ήταν σκληρός κάποιες φορές. Μετά από μία συγκλονιστική νύχτα αφού τους κέρασε όλους (γιατί ήθελε να περνάνε οι άλλοι καλά έστω κι αν αυτός πονούσε) επιστρέφοντας στο σπίτι του ξημερώματα έπεσε για τελευταία φορά. Δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί και να μας πείσει ότι δεν συμβαίνει τίποτα…”
Τετάρτη 20 Μαρτίου και η κοινωνία της Νάξου αποχαιρέτησε τον Γιώργο Βαθροκοκοίλη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή (15/03). Η εκκλησία του Αγίου Νικοδήμου αποδείχτηκε μικρή για να φιλοξενήσει τον κόσμο που θέλησε να βρεθεί κοντά στον “Κούδα” πριν πάρει το δρόμο για το μεγάλο ταξίδι στην αιωνιότητα.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος – γείτονας, φίλος και επιχειρηματίας στο χώρο της Εστίασης – αφήνει στην άκρη τα τυπικά, ανοίγει την καρδιά του και λέει “αντίο” στον … Κούδα. Διαβάσετε νωρίτερα ένα απόσπασμα από την ανάρτηση στη προσωπική του σελίδα στα social media. Ακολουθεί το σύνολο της αναφοράς.
“Οι Απόκριες του 2024 πέρασαν αφήνοντας στην τοπική κοινωνία ένα βαρύ συναίσθημα αφού λίγο πριν το τετραήμερο της κορύφωσης τους, ξημερώματα της Παρασκευής, μια θλιβερή είδηση πάγωσε τα πάντα. Ο Γιώργος ο Βαθρακοκοίλης (Κούδας όπως τον ξεχωρίζαμε ) έφυγε ξαφνικά από τη ζωή.
Το τετραήμερο αυτό ήρθαν πάρα πολλοί (με μάσκες ή όχι-βαμμένοι η μη) να μου πουν με βουρκωμένα μάτια ότι κάτι πρέπει να γράψω για το Γιώργο. Αυτό θα το έκανα έτσι κι αλλιώς όμως δεν περίμενα μέσα στην τόση κοσμοπλημμύρα στο τρελό ξεφάντωμα τόσοι άνθρωποι να κουβαλάνε αυτή τη στεναχώρια. Κανείς δεν ξέρει τι στίγμα αφήνουν οι πράξεις του στον άλλο.
Τον Γιώργο τον ξέρω από τη στιγμή που γεννήθηκε αφού από τότε το κτήμα μας ήταν δίπλα στο δικό τους και σήμερα τα σπίτια μας είναι στον ίδιο χώρο. Ο πατέρας μου τον είχε βαφτίσει και οι σχέσεις μας οι οικογενειακές ήταν στενές πάντα αλλά και μοιραία βλεπόμασταν καθημερινά. Λίγο μικρότερος από εμένα ένα ξανθό ζωηρό γελαστό παιδάκι με τα μαλλάκια του να αιωρούνται ατίθασα στις απότομες κινήσεις του. Τον θυμάμαι μια ζωή να πέφτει και να σηκώνεται. Να ακροβατεί με κίνδυνο να λυγίζει και να ξαναστέκεται σαν να μην είχε γίνει τίποτα . Η υγεία του κλονίστηκε πολλές φορές.
Μεγαλώνοντας με δυσκολίες και αφήνοντας πίσω τα παιχνίδια στην εφηβεία του βιώνει ένα τεράστιο σοκ, χάνει την μητέρα του σε μικρή ηλικία την οποία λάτρευε. Ο πόνος είναι τεράστιος και τον ρίχνει πάρα πολύ ψυχολογικά. Περνάνε τα χρόνια βρίσκει το κουράγιο και ξανασηκώνεται.
Δουλεύει κυρίως σε καταστήματα Εστίασης φορώντας πλέον το αλησμόνητό του χαμόγελο ως προσωπείο του πόνου του και ευκίνητος όπως ήταν καταξιώνεται στο χώρο της Εστίασης σε μεγάλα μαγαζιά της δεκαετίας του 1990 ώσπου ξεκινάει το πρώτο του ψητοπωλείο ψηλά στην Παπαβασιλείου πριν το Γυμνάσιο. Μετά από μερικά χρόνια παίρνει από το θείο του το ψητοπωλείο του «Γιώργη» πιο κάτω και τέλος κατεβαίνει στην Παραλία και φτιάχνει «Το σπιτικό» του δίπλα στον ΟΤΕ.
Εργατικός και γενναιόδωρος σε όλα του στα όρια της υπερβολής. Κερνούσε τους πάντες περήφανος για το κρασί και τη ρακή που έβγαζε ο ίδιος αφού από μικρός είχε μεγαλώσει μέσα στα σταφύλια το μούστο και τα στρόφυλα μαθαίνοντας την τέχνη από τον πατέρα και τον θείο του Μανώλη οι οποίοι είχαν ένα από τα ελάχιστα πατητήρια της Χώρας ο παλαιός λινός που διατηρείται μέχρι σήμερα μέσα στο χωράφι τους και χρησιμοποιείται από πάρα πολύ κόσμο.
Παθιασμένος και ικανός να υπερασπιστεί ότι λάτρευε . Τον Γιώργο δεν τον ενδιέφερε να τσαλακωθεί για ότι αγαπούσε δεν τον ένοιαζε η εικόνα του ίσως γιατί ενδόμυχα να ένοιωθε ότι η μοίρα τον είχε καταραστεί παρ’ ότι δεν το έδειχνε. Δεν ήθελε να είναι αρεστός ήθελε να είναι αληθινός. Έτσι σε όλα του.
Ευθύς και ειλικρινής δεν τον ενδιέφεραν οι μικρότητες και τα κουτσομπολιά δεν ασχολούταν με τέτοια. Κάποιες φορές που έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις ερχόταν ξαφνικά να με συμβουλευτεί και με ρωτούσε τη γνώμη μου έτσι στα ίσια «Δε μου λες……» χωρίς προλόγους και εισαγωγές κατευθείαν. Δεν με άκουγε πάντα, όμως ερχότανε να με ρωτήσει όχι να με πάρει τηλέφωνο.
Η καλή του ψυχή αγκάλιαζε όλο τον κόσμο . Η προσφορά του στην κοινωνία απλόχερη. Βίωνε τη μοναξιά για την οποία ίσως να είχε και ευθύνη όμως μεγάλωσε απότομα και δύσκολα. Πιθανόν να μην επέτρεπε στον εαυτό του να είναι πραγματικά ευτυχισμένος γι’ αυτό να ήταν σκληρός κάποιες φορές.
Μετά από μία συγκλονιστική νύχτα αφού τους κέρασε όλους (γιατί ήθελε να περνάνε οι άλλοι καλά έστω κι αν αυτός πονούσε) επιστρέφοντας στο σπίτι του ξημερώματα έπεσε για τελευταία φορά. Δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί και να μας πείσει ότι δεν συμβαίνει τίποτα.
Επέλεξα εσκεμμένα τη φωτογραφία αυτή από παλιότερες Απόκριες. Τον βλέπουμε να κερνάει με την καρδιά του το πλήθος και να μεθάει με το κρασί του τους πάντες. Διέθετε Διονυσιακά στοιχεία στο χαρακτήρα του ο Γιώργος . Φέτος δεν πρόλαβε αν και περίμενε τις γιορτινές αυτές μέρες. Φρόντισε να κλείσει τα φώτα του μαγαζιού του από νωρίς και να μας παρακολουθήσει από ψηλά στα Διονυσιακά δρώμενα. Θα μας λείψει σε όλους ο Κούδας ο δικός μας άνθρωπος.
Εγώ καθημερινά φτάνοντας η φεύγοντας από εκεί στον Άγιο Στέφανο προς τα Αγγίδια θα τον θυμάμαι πάντα . Εύχομαι στα παιδιά του να έχουν υγεία και καλή τύχη. Στον αδελφό του Βαγγέλη καλή δύναμη. Στους οικείους του θερμά συλλυπητήρια .
Γιώργο λείπεις σε όλους . Καλό ταξίδι φίλε μου”.