Εκλογές έρχονται και μέσα από τη σελίδα του “Ορεινού Αξώτη” που μας προσφέρει όμορφες στιγμές από την παράδοση και την ιστορία της Νάξου, πάμε έως την Απείρανθο. Εκεί όπου ο Κρινοδημήτρης χάρη στην εφημερίδα “Τ’ Απεράθου” διασώζει μία προσωπική ιστορία με αναφορά και στις εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το συγκεκριμένο δημοσίευμα έγινε το 1987 αλλά είναι πάντα επίκαιρο.
“Σε πολλά χρόνια πίσω, ζούσε στην Απείρανθο μια τίμια ‘υναίκα που τηνε λέασι Σπανή. Εφτή η Σπανή ήτονε παντρεμένη μ’ έναν Απεραθίτη τον Παώνη. Μια βολά λοιπό που είχε ανάγκη ‘ια παπούτσα η Σπανή, πααίνει στο τζαγκάρη το Μπαντόλη και του παραγγέρνει ένα ζευγάρι, που μάλιστα τόθελε πολύ γλήορα, αφού εκείνα πο’ φόρειε ήτανε παλιά και μοναδικά, δυό βολές σολιασμένα και σε κάποιες μεριές τρυπημένα. Ξέρεις φτώχιες και κακομοιριές, μεγάλες τα χρόνια ‘κείνα στ΄Απεράθου.
Ο Μπαντόλης, ένας άριστος τεχνίτης, καλός και τίμιος χωριανός, αφού τσ’ ήπηρε τα μέτρα, τση υποσχέθηκε πως αφού τάχε τόσο πολύ ανάγκη και βιαζότανε, θάφηνε κάθε άλλη δουλειά ‘ια χατήτιτζη ‘ια να τα φιάξει. Τσ’ είπε μάλιστα να περάσει ύστερα από τρεις μέρες να τα πάρει.
Πραγματικά ο Μπαντόλης φιάχνει τα παπούτσια τση Σπανής σε τρεις μέρες και την ανέμενενα περάσει να τα πληρώσει και να τα πάρει. Περάσανε όμως τέσσερις, πέντε, δέκα μέρες, ένας, δύο, τρεις μήνες κι η Σπανή που να φανεί. Η κακομοίρα ανέμενε, φαίνεται , να μαζώξει τα λεφτά και να πάει να πλερώσει το Μπαντόλη να τα πάρει.
Η φτώχεια όμως συνεχιζόταν στην οικογένεια τζη, ο Παώνης δεν είχε ξεμπερδέχει τα λεφτά του σμυριγλιού κι έτσι ο Μπαντόλης άδικα ενέμενε και κείνος να πάει η Σπανή ‘ια να πάρει τα λεφτά ντου. Όπου μιαν ημέρα πο’ πέρνα η Σπανή απουπόξω α’ το μαγαζί του Μπαντόλη, αλλά με προφυλάξεις να μην πάρει μυρωδιά, πο ‘ντρέπουντανε πως δεν εϋρεβγε τα παπούτσα που παράγγειλε και που τάχε έτοιμα από πα και τρεις μήνες. ‘Ια κακή τζη όμως τύχη την είδε ο Μπαντόλης. Βγαίνει μάνι μάνι στην πόρτα του μαγαζιού ντου και τση φωνάζει:
–Ω Σπανή. Ω Σπανή. Μα περνάς καμένη, και δε μπαίνεις μέσδα;
Η Σπανή με κατεβασμένη τη μούρη τζη στρέφεται και μπαίνει μέσα στο μαγαζί του Μπαντόλη και πριτού προλάβει να του μιλήσει και να δικαιολογηθεί, τση λέει εκείνος.
–Μωτή καμένη, ιάντα δεν υρέβγεις τα παπούτσα σου, που τάχω έτοιμα από τότες; Τρεις μήνες πάσι, ξέρεις το;
–Ω βοή που μούρθε. Μα σεν ηξέρεις δα, ω Μπαντόλη, πως δεν εξεμπέρδεψε ακόμα τα λεφτά ντου ο Παώνης και δεν είχα λεφτά; Μόλις ξεμπερδέψει θάρθω να σε πλερώσω και να τα πάρω, ‘ιατί να χαρώ τον Παώνη, πολύ σε ντρέπομαι.
–Ω ζαβή, τση λέει ο Μπαντόλης. Μωρή μη ντρέπεσαι. Θα το κανονίσομε τώρα να τα πάρεις, α συμφωνείς κι εσύ.
–Μα σούπα καλότυχε, πως δεν έχω λεφτά.
–Μη σε γνοιάζει, τση λέει, δείχνοντάς τση τα παπούτσα που τα ‘κράτα στα χέρια ντου και πααίνει κοντά τζη.
Με κατεβασμένη τη δύναμη τση φωνής του συνεχίζει, – Άκου να δεις Σπανή, δόσμου μια υχιά και θα σου δώσω τα παπούτσια.
Η Σπανή εξαφνιάστηκε με την τόσο τολμηρή πρόταση του Μπαντόλη. Δε τα χάνει όμως και με ψυχραιμία του λέει:
–Άκουν να δεις Μπαντόλη, Ένα ‘χω και μοναδικό κι είναι του Παώνη. Αν είχα δύο ήθελα να σου δώσω τόνα.
Αυτή την ιστορία που άκουσα πολλές φορές απού τη λαλά μου τη Λεφτεροπούλα τη χρησιμοποιούσα κι εώ σ’όποιο καμιά βολά μου ύρεβγε ψήφο ή σταυρό τσοι κοινοτικές εκλοές και μόνου.
Κρινοδημήτρης’’
Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Τ’ ΑΠΕΡΑΘΟΥ τον Μάρτη του 1987
Με πληροφορίες από τη σελίδα ΟΡΕΙΝΟΣ ΑΞΩΤΗΣ