Μέσα από την εφημερίδα “Ακρόπολις” του 1935 μαθαίνουν οι Ελληνες ότι υπάρχει ένα χωριό στη Νάξο, η Κόρωνος, όπου συμβαίνουν παράξενα (το λιγότερο) πράγματα και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως και “υπερφυσικά φαινόμενα”
‘’Στο χωριό των υπερφυσικών φαινομένων, όπως ονομάστηκε η Κόρωνος της Νάξου, όπου το ήμισυ του πληθυσμού συνδιαλέγεται σε μια κατάσταση φοβερής υποβολής με την Παναγία, διαδραματίζονταν ανεξήγητα γεγονότα.
Άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, μιλούσαν καθημερινώς με την Παναγία, σε μια κατάσταση υπνωτικής ομαδικής υποβολής. Πριν, όμως, αναφερθούμε στα άκρως ενδιαφέροντα και άξια μελέτης φαινόμενα του φιλήσυχου και γραφικού αυτού ορεινού χωριού της Νάξου, θα έπρεπε πρώτα να ανατρέξουμε στην ιστορία της περιοχής.
Έτσι, μόλις απελευθερώθηκε το κυκλαδίτικο αυτό νησί από τους Τούρκους, οι κάτοικοι των χωριών Βόθρου (μετέπειτα Κορώνου), Σκαδού και Κωμιακής έβλεπαν όνειρα σχεδόν όμοια. Μια γυναίκα λευκοντυμένη τούς έλεγε πως στη θέση «Αργοκοίλι» υπήρχε μέσα στη γη μια εικόνα της Παναγίας, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Θεοσεβούμενοι όλοι τους, κατέφευγαν σε καθημερινή νηστεία και συγκεντρώνονταν στο σημείο, που τους υπεδείκνυε στον ύπνο τους η λευκοντυμένη γυναίκα και έσκαβαν για χρόνια ολόκληρα, δίχως να βρίσκουν τίποτε.
Αυτό διήρκεσε πολλά χρόνια, χωρίς να απογοητεύονται, επειδή τα όνειρα του πληθυσμού συνεχίζονταν αμείωτα. Πλην τούτων, πολλοί χωρικοί, κατά τον κάματο της εργασίας τους, βυθίζονταν ξαφνικά σε ύπνο και άρχιζαν να συνδιαλέγονται με τη λευκοντυμένη κυρά.
Κι έφτασε το 1835… Άντρες και γυναίκες ξεκίνησαν πια να βλέπουν στα όνειρά τους πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Την 25η Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, ανήμερα του Ευαγγελισμού, ανευρέθηκε η περίφημη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Τα όνειρα αυτά τα έβλεπαν κυρίως οι χωρικοί Χριστοδούλου και Νικ. Μανωλάς. Την παραμονή, λοιπόν, του Ευαγγελισμού, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πρόβαλαν στον ουρανό του νησιού φωτεινά, υπέρλαμπρα σημάδια.
Το μέγα αυτό θαύμα διαδόθηκε στα πέρατα της Ελλάδας και την επόμενη ημέρα, ανήμερα 25η Μαρτίου, συγκεντρώθηκαν χιλιάδες ευσεβών στον τόπο, όπου η γυναίκα με τα λευκά ενδύματα τοποθετούσε την εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά.
Ο Χριστοδούλου, μάλιστα, τρεις ημέρες νωρίτερα, είχε διατάξει νηστεία. Το μεσημέρι του Ευαγγελισμού περίμεναν όλοι σε βαθιά κατάνυξη, όπως είχε αιτηθεί η λευκοντυμένη γυναίκα, τον άνθρωπο, ο οποίος θα έπαιρνε τις οδηγίες Της, για να βρει τη θαυματουργή εικόνα.
Τότε, έξαφνα, εμφανίστηκε σαν υπνοβάτης, κατάχλομος, στα άσπρα ντυμένος, ο 18χρονος ποιμένας Ιωάννης Μαγγιώρος. Όλος ο κόσμος, με επικεφαλής τον νεαρό βοσκό και τους ιερείς της περιοχής, κατευθύνθηκαν στο ήδη ανασκαμμένο μέρος. Εκεί, προχώρησε μπροστά ο βοσκός με μια σκαπάνη στα χέρια. Κατέβηκε μέσα στον λάκκο και εμφανίστηκε τρεις ολόκληρες ώρες αργότερα.
Στην επιστροφή του, βαστούσε στα χέρια του τρεις εικόνες: του Παντοκράτορα, της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Το χριστιανικό δέος, που πλημμύρισε τις ψυχές των πιστών, ήταν αδύνατο να περιγραφτεί. Έψαλλαν γονυπετείς, ενώ παράλληλα ακουγόταν μια γάργαρη βοή και νερό αγιασμένο αναπήδησε από τον τόπο, όπου ανασύρθηκαν οι τρεις εικόνες.
Έκτοτε, οι Χριστοδούλου και Μανωλάς οραματίζονταν τακτικά. Είχαν μετατραπεί σε προφήτες κάθε καλού, αλλά και κακού. Οι γεροντότεροι κάτοικοι της Κορώνου αφηγούνταν ότι και οι δυο τους είχαν προφητεύσει συμβάντα, όχι μονάχα της περιοχής, αλλά πανελλήνια και παγκόσμια.
Οι εικόνες αυτές τον ίδιο χρόνο κλάπηκαν. Οι Χριστοδούλου και Μανωλάς ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν και τους κλέφτες, αλλά και την κρύπτη τους. Όμως, δεν το ομολογούσαν, διότι τους το είχε απαγορεύσει η Παναγία στις συνομιλίες τους.
Πέρασαν έτσι χρόνια και χρόνια. Οι δύο χωρικοί πέθαναν. Ο Μανωλάς είχε έναν γιο. Κατά τη δύση της ζωής του, άρχισε κι εκείνος να οραματίζεται και να προτρέπει τους συγχωριανούς του να εργαστούν κοπιαστικά, ώστε να ξαναβρούν τις εικόνες. Ο ίδιος, μέχρι το 1925, οπότε και απεβίωσε, έψαχνε σχολαστικά για τον εντοπισμό τους.
Παρ’ ολίγον, θα λησμονούνταν οι παραδόσεις και οι οραματιστές, όταν, το 1930, ξανάρχισαν τα οράματα διαφόρων προσώπων της Κορώνου.
Πρώτη η μαθήτρια Γυμνασίου Νάξου, η Αικατερίνη Γ. Λεγάκη, δισεγγονή του Μανωλά, είδε στον ύπνο της την Αγία Άννα να της λέει ότι στο σπίτι που έμενε, ήταν κρυμμένη η εικόνα της Θεοτόκου. Της υπέδειξε, μάλιστα, και το σημείο και της ζήτησε να πει στον αδερφό της να παραλάβει την εικόνα και να τη μεταφέρει στην Κόρωνο. Η μαθήτρια αφηγήθηκε το όνειρό της στον αδερφό της, που ήταν καθηγητής στο ίδιο Γυμνάσιο. Εκείνος μεταβίβασε τις πληροφορίες, που είχαν προκύψει από το όνειρο της Αικατερίνης, στην ιδιοκτήτρια της οικίας, όπου διέμενε η νεαρή μαθήτρια.
Πράγματι, η κυρία Ξένου εμπιστεύθηκε στον Νικηφόρο Λεγάκη ότι είχε μια εικόνα παλιά, για την οποία, όμως, δε γνώριζε αν ήταν ή όχι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που είχε πρωτοβρεθεί το 1835. Ο Νικηφόρος Λεγάκης είχε ακούσει από παλιούς Κορωνίτες ότι το κλεμμένο εικόνισμα ήταν μικρό, με σκαλιστό πλαίσιο, κομμένο σε μια γωνιά από έναν παπά και ότι το κόψιμο του πλαισίου είχε γίνει από τη Θεία Πρόνοια, ώστε να ανευρίσκεται ευκολότερα το εικόνισμα.
Η εικόνα, που έφερε η κυρία Ειρήνη Ξένου ενώπιον του Νικηφόρου Λεγάκη, είχε εκείνο το χαρακτηριστικό κόψιμο στο πλαίσιό του. Εν τούτοις, ο καθηγητής ήταν δύσπιστος. Είδε, όμως, κι αυτός στον ύπνο του την Αγία Άννα να του λέει πως αυτό ήταν το κλεμμένο εικόνισμα και πως έπρεπε να το μεταφέρει πίσω στην Κόρωνο.
Το ίδιο βράδυ, πέντε χωρικοί στην Κόρωνο έβλεπαν στον ύπνο τους το ίδιο ακριβώς όνειρο. Έτσι, την επομένη το πρωί, στις 2 Φεβρουαρίου του 1930, όλοι μαζί μετέφεραν την εικόνα στην Κόρωνο. Μόλις την εναπόθεσαν στην εκκλησία του χωριού, το ξεροπήγαδο στον περίβολο του ναού γέμισε αμέσως αγίασμα.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα, ξεκίνησαν τα περίεργα. Τρία αγοράκια και δύο κοριτσάκια, ηλικίας και τα πέντε 12 ετών, ανακοίνωσαν στους δικούς τους πως εμφανίστηκε στον ύπνο τους η Παναγία. Τα παιδιά αυτά, αφού αφηγήθηκαν λεπτομερώς το όνειρό τους, βυθίστηκαν σε υπνωτική κατάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας συνομιλούσαν με κάποιο πρόσωπο και έκαναν διάφορες προφητείες.
Έκτοτε, καταλαμβάνονταν καθημερινά από την ανεξήγητη αυτή ύπνωση, προλέγοντας γεγονότα τοπικής ή γενικής φύσης, τα οποία πάντοτε επαληθεύονταν απολύτως.
Σιγά-σιγά, τα ίδια φαινόμενα άρχισαν να παρουσιάζονται και σε μεγάλους. Άντρες και γυναίκες πλέον προφήτευαν ή προλάβαιναν την κακή εξέλιξη κάθε είδους γεγονότων. Ενώ φαίνονταν ήρεμοι, ξαφνικά έπεφταν σε ύπνωση και μόλις κοιμούνταν, μιλούσαν για λογαριασμό της Θεοτόκου.
Το 1935, σε εκείνη την πρωτοφανή ομαδική υποβολή, είχαν περιπλακεί περί τους 65 άντρες, γυναίκες και παιδιά, προλέγοντας πολέμους και καταστροφές δια στόματος της Παναγίας, που έμελλε να αναστατώσουν και να συνταράξουν τον κόσμο ολόκληρο.’’
Δημοσίευμα της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»¨, στις 08/07/1935
Ευχαριστούμε τον Ορεινό Αξώτη και αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του orinosaxotis.blogspot.com