Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς αποχαιρετά με τον δικό του τρόπο τον Θάνο Μικρούτσικο, το σώμα του οποίου αναμένεται να υποδεχτεί η γη της Αθήνας αλλά το πνεύμα και η παρακαταθήκη του θα μείνει αιώνια μέσα από τη μουσική του
Σήμερα, Δευτέρα, 2:30 το μεσημέρι, η αττική γη υποδέχεται ένα μεγάλο, τεράστιο, μοναδικό Μικρούτσικο. Ο Θάνος της Αχαΐας, της Ελλάδας και του απανταχού Ελληνισμού θα βρεθεί στη στοργική αγκαλιά της. Και όπως κάθε άξιο τέκνο της, εκατοντάδες Αθηναίοι, χιλιάδες Έλληνες θα ακουμπήσουν στο φέρετρό του. Θα πονέσουν μαζί με την οικογένειά του. Θα σιγοτραγουδήσουν τα υπέροχα, όμορφα, μελωδικά τραγούδια του. Αυτά που μας ταξίδεψαν σε δρόμους απροσπέλαστους, μαγικούς και ονειρεμένους.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο Θάνος Μικρούτσικος βρίσκεται στο πάνθεον των κορυφαίων μουσουργών της χώρας. Εκεί που είναι η θέση του. Δίπλα στον Μίκη, τον Μάνο και τον Σταύρο. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποχαιρέτησε με τον δικό του, ανθρώπινο τρόπο: «Η απώλειά του δεν προκαλεί μονάχα πόνο στους φίλους, τους συνεργάτες και τους θαυμαστές του, αλλά και ένα βαθύ τραύμα στο ελληνικό τραγούδι και γενικότερα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Γιατί ο Θάνος Μικρούτσικος, εκτός του ότι υπήρξε ένας ολοκληρωμένος συνθέτης με ταλέντο, με έμπνευση και πλούσιο, πρωτότυπο και σημαντικό έργο, έφυγε σε μια ηλικία μεγάλης ανθοφορίας, ωριμότητας και εκπληκτικής διάθεσης προσφοράς στον νεοελληνικό πολιτισμό που τόσο πολύ έχει ανάγκη σήμερα ο ελληνικός λαός. Τον αποχαιρετώ με οδύνη και πίκρα για τη μεγάλη αδικία να τον βρει το τέλος σε μια τέτοια στιγμή».
Ο Θάνος Μικρούτσικος, ωστόσο, δεν ήταν μονάχα ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Υπήρξε αγωνιστής, καθημερινά. Διακρινόταν για το διαρκές πάθος του να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν κρυβόταν μπροστά στα προβλήματα, γιατί έμαθε στη ζωή να πολεμάει. Νικήθηκε από έναν δύσκολο αντίπαλο, τον καρκίνο. Νικήθηκε όμως αφού έδωσε μάχη. Ντόμπρα, καθαρά, όρθια. Ωστόσο, άφησε πίσω του πολύτιμο έργο. Το ανεξίτηλο στίγμα του. Κληροδότησε στον ελληνικό πολιτισμό έξοχα τραγούδια. Έκανε γνωστούς στα πέρατα της Γης ποιητές που βρίσκονταν στην αφάνεια. Τον ποιητής της θάλασσας Νίκο Καββαδία. Τον Άλκη Αλκαίο. Τον Μάνο Ελευθερίου. Αλλά επίσης τον σπουδαίο αλεξανδρινό ποιητή μας, Κωνσταντίνο Καβάφη. Τον Ναζίμ Χικμέτ, τον αγαπημένο του, όπως έλεγε. Τον Κώστα Τριπολίτη. Και πολλούς άλλους, οι οποίοι τραγουδήθηκαν από σπουδαίους ερμηνευτές. Η Μαρία Δημητριάδη, η Χάρις Αλεξίου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου απέδωσαν εκπληκτικά ό,τι ο Θάνος αποτύπωσε στο χαρτί σε νότες, σε μελωδίες, σε πράγματα μαγικά και ονειρεμένα. Υπάρχει Έλληνας που δεν συγκινήθηκε με τη «Ρόζα» του. Που δεν την τραγούδησε, συνοδεύοντας τον μοναδικό Δημήτρη Μητροπάνο. Τη Ρόζα της επανάστασης και του διεθνισμού. Τη Ρόζα των αγώνων και της ανιδιοτελούς προσφοράς. Τη Ρόζα μας, τη δική μας ακούραστη Ρόζα: τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό
…………………………………
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί».
Πόσοι δεν ταξιδέψαμε μαζί του, στα αδιάβατα μουσικά μονοπάτια:
«Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.
…………………………………..
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαν’ Αντιγόνη».
Ποιος δεν δάκρυσε, όταν μας προέτρεπε να μείνουμε «Πάντα γελαστοί». Δεν μας συγκίνησε, καθώς εκλιπαρούσε την Άννα να μην κλαίει, όταν απογείωνε τον Μπέρτολντ Μπρεχτ:
«Μας λένε για καιρούς δοξασμένους και πάλι. Άννα μην κλαις. Θα γυρέψουμε βερεσέ από τον μπακάλη.
Μας λένε για του έθνους ξανά την τιμή. Άννα, μην κλαις. Στο παλάτι δεν έχει ψίχα ψωμί.
Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει. Άννα, μην κλαις. Εμένα δεν με βάζουνε στο χέρι.
Ο στρατός ξεκινά. Άννα, μην κλαις. Σαν γυρίσω ξανά, θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες. Ο στρατός ξεκινά…».
Ο Θάνος, με τα υπέροχα, αξεπέραστα τραγούδια, δεν είναι πια εδώ Ταξίδεψε για τόπους μακρινούς. Ωστόσο, άφησε πίσω του πράγματα υπέροχα, έξοχα, μοναδικά. Τη μουσική που μας γοήτευε. Αυτή που θα μείνει χαραγμένη στη συλλογική μνήμη όλων μας. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τι να πρωτοθαυμάσει. Τη «Ρόζα», την «Πιρόγα», το «Πάντα γελαστοί», τις «Μικρές νοθείες», τον «Μικρόκοσμο», τη «Δίκοπη ζωή, τον «Άμλετ της Σελήνης», την «Άννα, μην κλαις». Ο Θάνος έφυγε. Λαμπερός, χιλιοτραγουδισμένος, αγαπημένος.
Ελλάδα, μην κλαις. Ο Θάνος, το δικό σου παιδί, δραπέτευσε σε έναν άλλον κόσμο. Τον κόσμο της αιώνιας ειρήνης. Από κει ψηλά θα μας βλέπει, θα γράφει τις νότες του, θα σιγοτραγουδάει με τους δικούς του ανθρώπους όλα αυτά τα μαγικά που μας κληροδότησε. Ελλάδα, μην κλαις. Ο Θάνος, το δικό σου παιδί, θα συναντήσει εκεί ψηλά τους φίλους του. Θα τα λέει με τον Δημήτρη, τον Λαυρέντη. Θα τα βρίσκει με τους ποιητές: Τον Ναπολέοντα, τον Άλκη, τον Νίκο. Θα συζητάει ατέλειωτα με τον Μάνο, τον ένα και μοναδικό Έλληνα. Και μαζί θα γράφουν μουσικές. Μαζί θα σκαρώνουν τραγούδια. Και θα προκαλούν το Χάρο να τα τραγουδήσει. Και να του επαναλαμβάνουν μονότονα, περιπαικτικά, δηκτικά:
«Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί,
πάντα γελαστοί και γελασμένοι».
Ελλάδα, μην κλαις. Ο Θάνος, το δικό σου παιδί, πέρασε στην αθανασία…