«Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»… Ο Αλέκος Αρβανιτάς μιλάει για τα ΜΜΕ στην Ελλάδα και αναλύει την εικόνα που έως τώρα δεν είχαμε δει ποτέ εκ των έσω
Συμπλήρωσα, πια, τρεις δεκαετίες απασχόλησης στον κόσμο των media. Ένα σκληρό, ανταγωνιστικό και δύσκολο χώρο. Αλλά, ταυτοχρόνως, όμορφο, συναρπαστικό και απείρως γοητευτικό. Ύστερα, λοιπόν, από τρεις δεκαετίες, νομίζω ότι δικαιούμαι να εκφέρω την άποψή μου. Μια άποψη η οποία στηρίζεται στην επαγγελματική εμπειρία σε πολιτικές και αθλητικές εφημερίδες, σε τηλεοπτικά περιοδικά, αλλά και σε έντυπα ειδικού περιεχομένου.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Οι πολίτες, λοιπόν, πρέπει να γνωρίζουν ότι, όταν μιλάμε για media, στην ουσία αναφερόμαστε σε δύο εμφανείς ταξικές κατηγορίες. Η πρώτη είναι αυτή των συντακτών, των τεχνικών τύπου και ραδιοτηλεόρασης, των υπαλλήλων. Η δεύτερη των ιδιοκτητών, των εκδοτών, των καναλαρχών. Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, στους ιδιοκτήτες, τα πράγματα είναι πολύ καθαρά και τα συμφέροντα πολύ μεγάλα. Δεν υπάρχουν παρερμηνείες σχετικά με τα «θέλω» και τα «πρέπει» αυτού του… ταλαιπωρημένου κλάδου. Αλλά για τους υπόλοιπους, ειδικά τους συντάκτες, πρέπει και εδώ να τονιστεί ότι δεν έχουν ενιαία υπόσταση, αλλά αποτελούν μια μεγάλη διαστρωμάτωση στην ελληνική κοινωνία. Στη συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούν αυτό το κομμάτι που μπορούμε -συμβατικά, έστω- να ονομάσουμε προλεταριάτο. Μην πω και υποπρολεταριάτο. Γιατί, φαντάζομαι, δεν υπάρχει άλλος κλάδος εργαζομένων, στον οποίον κάποιος, ο οποίος απασχολείται, τρέχει τη λάντζα, βγάζει θέματα, να μπαίνει στο μισθολόγιο ύστερα από τρία ή τέσσερα χρόνια. Με τον βασικό μισθό πάντα. Και μέχρι να μπει, αν πάρει 200 ευρώ το μήνα -επαναλαμβάνω το μήνα- να είναι πανευτυχής. Για τέτοια χοντρή εκμετάλλευση μιλάμε.
Ο απλός πολίτης βλέπει τους 50, 100, άντε 150 νοματαίους, οι οποίοι απολαμβάνουν υψηλά συμβόλαια και απίστευτα προνόμια. Και έτσι θεωρεί ότι ο κλάδος είναι καλά αμειβόμενος, γιατί οι τηλεοπτικοί αστέρες έχουν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους. Ουδέν ανακριβέστερον τούτου. Εδώ, βεβαίως, η ερώτηση που τίθεται ή πρέπει να τίθεται είναι η εξής: «Αυτοί οι τηλεαστέρες εκφράζουν τις ανάγκες της κοινωνίας και υπηρετούν το κοινωνικό αγαθό της ενημέρωσης;». Η απάντηση είναι απλή και βγαίνει επίσης αβίαστα. Σε καμιά περίπτωση. Τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με αυτά των αφεντικών. Όσο για την ενημέρωση, αυτή προσαρμόζεται στην πολιτική που υπηρετούν, μια πολιτική τόσο καθαρή, ώστε να μην αφήνει παρερμηνείες για τα περαιτέρω. Αυτά όλα γράφονται για να αναδειχθούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι του κλάδου, προκειμένου να κάνουν όσο πιο σωστά μπορούν τη δουλειά τους: δηλαδή, να ενημερώσουν τους συμπολίτες τους. Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, γιατροί, υδραυλικοί, οικοδόμοι.
Ο δημοσιογραφικός κλάδος δεν γίνεται να εξαιρεθεί από τον γενικό αυτόν κανόνα. Εμφανίζει όμως ένα μειονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους: το ασφυκτικό πλαίσιο πίεσης για να κάνει κάποιος σωστά τη δουλειά του. Ήμουν -και εξακολουθώ να είμαι- θιασώτης της άποψης ότι είναι προτιμότερη μια μέτρια ή μια κακή δημοσιογραφία από την καθόλου δημοσιογραφία. Αυτά όχι για να υπερασπιστώ τη δική μας… μασονία, αλλά γιατί το κοινωνικό αγαθό που λέγεται «ενημέρωση» αποτελεί συστατικό της δημοκρατίας. Εσχάτως, τα ελληνικά media έχουν να αντιμετωπίσουν θέματα τόσο εγχώρια όσο και διεθνή. Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να θεσμοθετήσει την ποινή φυλάκισης δύο ετών για όσους βρίζουν τα θεία. Μέχρις εδώ καλά. Άλλοι μπορεί να συμφωνούν με την ποινή, άλλοι -μηδέ του εαυτού μου εξαιρουμένου- να διαφωνούν. Επίσης, είχαμε την αυστηροποίηση του αντικαπνιστικού νόμου. Και εδώ τα ίδια. Προσωπικά θεωρώ ότι οι καπνιστές πρέπει να σέβονται τους συμπολίτες τους αντικαπνιστές, γιατί αλλιώς η κοινωνία καθίσταται ζούγκλα. Όμως, εδώ έρχονται τα media. Είναι, ασφαλώς, αναμενόμενο ότι θα ανοίξουν πάνελ συζητήσεων με κάθε λογής γνώστη ή τηλε-μαϊντανό, προκειμένου να ακούσουμε απόψεις, απόψεις, απόψεις. Γιατί αυτά τα θέματα είναι τα εύκολα. Ευκολάκια όπως τα αποκαλούν οι συνάδελφοι που ασχολούνται με το Στοίχημα.
Υπάρχουν, όμως, και τα δύσκολα. Αυτά που κάνουν… τζιζ. Για παράδειγμα, δεν θα δείτε στα ελληνικά Μέσα μια μεγάλη καμπάνια για τα σκάνδαλα της Siemens και της Novartis. Γιατί, άραγε; Μήπως θα στενοχωρήσουμε φίλους μας και δεν κάνει; Τι έπρεπε να κάνει ένα σοβαρό και ανεξάρτητο Μέσο; Αφού φέρει στο φως όλα τα στοιχεία, αφού ερευνήσει πολιτικές και ποινικές ευθύνες εμπλεκόμενων προσώπων, αφού στείλει δημοσιογράφους στο στρατηγείο των πιο πάνω εταιριών και βγάλει συνεντεύξεις διευθυντικών στελεχών τους, επιβάλλεται να κρατά το θέμα ανοικτό. Να ενοχλεί συνεχώς πολιτικούς, δικαστικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους και να τους θέτει ερωτήματα σχετικά με την πορεία των ερευνών. Γιατί, έτσι που το πάει η ελληνική πολιτεία, στο τέλος θα υπάρξει παραγραφή ή αδιέξοδο και αποτέλεσμα δεν θα βγει. Δεν το έχουμε ζήσει άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν; Έχει θεσμοθετηθεί ήδη η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Δεν πρέπει να διεξαχθεί μια στοιχειώδης έρευνα κατά πόσο κτυπήθηκε η ανομία στα πανεπιστημιακά ιδρύματα; Γιατί, εκτός του ότι τα ΜΑΤ εισέρχονται στους χώρους -π.χ. ΑΣΟΕΕ- και κρατούν αιχμαλώτους δεκάδες φοιτητές, δεν έχουμε δει καμία μα καμία πρόοδο. Τουναντίον, υπάρχουν πανεπιστημιακά ιδρύματα, στα οποία το εμπόριο ουσιών εξακολουθεί υφιστάμενο. Το διαπιστώνουν οι απλοί πολίτες. Δεν γίνεται να μην το βλέπουν οι κρατικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
Ας πάμε και στα διεθνή τώρα. Η Λατινική Αμερική βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ειδησεογραφία γι’ αυτήν την ήπειρο πρέπει να είναι επιλεκτική. Θυμάστε πώς λειτουργούσαν τα media στην υπόθεση της Βενεζουέλας; Τι απευθείας συνδέσεις με το Καράκας, τι συνδέσεις με μεγάλα παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα, τι αναλύσεις επί του θέματος. Και βεβαίως απέναντι πάντα στην εκλεγμένη κυβέρνηση του λαού, προσφέροντας την άκριτη υποστήριξη σε ένα κατακάθι, αμερικανόδουλο πράκτορα, τον Χουάν Γκουαϊδό. Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα, όπως εύστοχα λέει ο λαός μας. Τα γεγονότα στη Χιλή μάς υπενθυμίζουν τι ακριβώς δεν συνιστά δημοσιογραφία. Και τελευταία είχαμε τα γεγονότα και στη Βολιβία. Ο εκλεγμένος πρόεδρός της, Έβο Μοράλες, ανατράπηκε από την Ακροδεξιά και το στρατό. Όταν ακούτε Ακροδεξιά και στρατός, οι συνειρμοί, ασφαλώς, είναι εύκολοι ποιοι είναι πίσω από τους… διαμαρτυρόμενους. Από πότε ο ρόλος του στρατού είναι να εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα μιας χώρας; Η Ε.Ε. επιχειρεί μέσω δηλώσεων των ανώτερων αξιωματούχων να κρατήσει αποστάσεις από το έγκλημα. Είναι η μοντέρνα εκδοχή των… ισαποστάκηδων.
Ένα στοίχημα βάζω. Πολύ σύντομα -αν δεν έχει γίνει ήδη- ΗΠΑ και Ε.Ε. θα αναγνωρίσουν τη… φιλότιμη προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να διορθώσει τα πράγματα. Αυτοί βεβαίως κάνουν τη δουλειά τους. Κατανοητό, αναμενόμενο και τόσο προβλέψιμο. Όπως έλεγε ο Καλογήρου στον Κούρκουλο, στην ταινία «Λόλα», «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη». Αφελείς, ωστόσο, θα περίμεναν από τα δικά μας Μέσα Ενημέρωσης να μιλήσουν καθαρά και να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. ΠΡΑ-ΞΙ-ΚΟ-ΠΗ-ΜΑ. Περί αυτού πρόκειται. Τα άλλα περί λαϊκής δυσαρέσκειας στη χώρα είναι για να καταλήξει πιο εύπεπτα η αποδοχή των πραξικοπηματιών. Γιατί, μήπως στη Γαλλία, με την έκρηξη οργής των «κίτρινων γιλέκων», δεν ζήσαμε την ογκούμενη δυσαρέσκεια και τον λαϊκό ξεσηκωμό; Αλλά η κυβέρνηση Μακρόν είναι δική μας και οι Γάλλοι φίλοι μας. Δεν γίνεται το ίδιο με την ισπανική κυβέρνηση στην Καταλονία αλλά και την κυβέρνηση της Χιλής; Σάμπως εκεί δεν εκφράζεται η λαϊκή δυσαρέσκεια; Είπαμε, όμως. Άλλο οι ειδήσεις, άλλο η ενημέρωση, άλλο το ρεπορτάζ και άλλο οι φιλίες. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταλήγουμε σ’ αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός μας: «Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»…