Ο Νίκος Σιδερής με καταγωγή από τη Νάξο – πρωτοετής φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών – καταθέτει την άποψή του για τα δρώμενα στο χώρο της Παιδείας…
Κάθε φορά που μία κυβέρνηση ετοιμάζεται να κάνει αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, ένας σημαντικός αριθμός νέων ανθρώπων βγαίνει στους δρόμους. Ακόμα και σήμερα, την εποχή της πανδημίας, βλέπουμε νέους να διαδηλώνουν να, να κινητοποιούνται, να αναλαμβάνουν δράση προκειμένου να καταστήσουν σαφή τη διαφοροποίησή τους και να πετύχουν αλλαγές στα εν λόγω νομοσχέδια. Αλήθεια, πόσα χρόνια έχουμε να δούμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πόσα χρόνια έχει μία κυβέρνηση να λάβει υπ’ όψιν της τις αιτιάσεις μαθητών-φοιτητών;
Του Νίκου Σιδερή (*)
Για να είμαστε ειλικρινείς, όχι λιγότερα από είκοσι. Η τελευταία φορά που αντιδράσεις του μαθητικού κινήματος προκάλεσαν προβλήματα σε κυβέρνηση ήταν στην περιβόητη “μεταρρύθμιση Αρσένη”. Έκτοτε, και για τα επόμενα είκοσι χρόνια παρά τις εκάστοτε συγκρούσεις και τις διεκδικήσεις, κανένα νομοσχέδιο δεν “δείλιασε” ενώπιον των κοινωνικών αντιδράσεων. Επομένως, το να αναζητήσει κανείς τις αιτίες αυτού του γεγονότος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μήπως οι μαθητές ξέχασαν να διεκδικούν; Μήπως οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνται πια με τις κοινωνικές αντιδράσεις; Ή μήπως έπαψαν οι κινητοποιήσεις να αποτελούν μέσο πίεσης για τους κυβερνώντες;
Ας τα πάρουμεψμε τη σειρά. Στον τομέα των μαθητών με το πέρασμα του χρόνου παρατηρούμε έντονη απορρύθμιση. Από τη γενιά του Πολυτεχνείου έως τη γενιά των καταλήψεων το μαθητικό/φοιτητικό δυναμικό διατηρούσε την παράδοση της κινηματικής και πολιτικοποιημένης νεολαίας. Η πολιτικοποίηση των μαθητών δεν ήταν κομματικοποιημένη με αποτέλεσμα να έχουν αδογμάτιστη επίγνωση των αναγκών και συμφερόντων τους. Δρούσαν ανεξάρτητα και αυθόρμητα, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, δεδομένα που χαρακτήριζαν τις δράσεις τους ως αυθεντικές. Χρησιμοποιούσαν τον διάλογο και τα επιχειρήματα ως μέσα για να επιτύχουν τη ανοικοδόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος που αυτοί φαντάζονταν για τη χώρα τους. Η σημερινή κάμψη των κινημάτων συνδέεται με την παρασιτική θα έλεγε κανείς είσοδο των κομματικών μηχανισμών σε αυτή τη διαδικασία. Νεολαίες υπήρχαν και πρωτύτερα. Το νέο χαρακτηριστικό ήταν ότι τα κόμματα, και σε συνάρτηση με το γενικότερο κλίμα πολιτικής πόλωσης της εποχής, αναζητούσαν με κάθε τρόπο αρμούς διασύνδεσης με την κοινωνία, με ψηφοθηρικούς σκοπούς. Έτσι εισέβαλλαν και στο πεδίο των μαθητικών διεκδικήσεων επιβάλλοντας όρους αμιγώς κομματικούς και παραβλέποντας το συνολικό συμφέρον των μαθητών. Κατ’αυτόν τον τρόπο και καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι νέοι στο σχολείο και ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο συνήθιζαν και συνηθίζουν να αφήνουν τα συμφέροντά τους στα χέρια ορισμένων γραφικών κομματικών οργάνων, δίνοντάς τους ενδόμυχα και τον ρόλο του επαΐοντα στην δραστηριότητα αυτή.
Ταυτόχρονα, με την πάροδο των ετών μεταβολή παρατηρείται και στην αντιμετώπιση από τις κυβερνήσεις. Με αποκορύφωμα τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, ο αυταρχισμός των κυβερνήσεων ενισχυόταν ένεκα της έκτακτης συγκυρίας αλλά και της γενικότερης κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Η κυβερνητική λογοδοσία, ιδιαιτέρως κατα την περίοδο 2012-2014, είχε τσαλαπατηθεί, ενώ η μαζική καταστολή κοινωνικών αντιδράσεων είναι επίσης χαρακτηριστικό της περιόδου. Αν προσθέσει κανείς μάλιστα όλες εκείνες τις δήθεν μεταρρυθμιστικές κυβερνητικές παρεμβάσεις που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν απο το 1997 έως το 2008 τουλάχιστον, οι οποίες αντί να καταπολεμήσουν ενίσχυσαν τους πελατειακούς όρους στις προσλήψεις εκπαιδευτικών και δημιούργησαν σχολεία εξετασιοκεντρικά και υποβαθμισμένα, τότε το μείγμα που προκύπτει είναι εκρηκτικό.
Όσον αφορά τις κινητοποιήσεις καθαυτές τα πράγματα είναι απλά. Η κατάχρησή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, τις έχουν καταστήσει γραφικές για σημαντικό μέρος του λαϊκού θυμικού. Οι μαθητικές καταλήψεις σε σχολεία και πανεπιστήμια έχουν καταντήσει έθιμα, ενώ τα μικροπολιτικά και μικροκομματικά συμφέροντα που υποκινούν ορισμένες φορές καταλήψεις και διαδηλώσεις μειώνουν την πραγματική τους αξία. Και όλα αυτά βεβαίως δίνουν το πάτημα σε “καλοθελητές” κάθε είδους οι οποίοι με ρητορική υπέρ της ακραίας καταστολής και του δόγματος “νόμος και τάξη” σπεύδουν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.
Επιστρέφοντας στο σήμερα αντιμετωπίζουμε την δυσοίωνη πραγματικότητα. Παρατηρούμε μία ακόμη δήθεν εκσυγχρονιστική κυβέρνηση να έρχεται να εφαρμόσει την αγαπημένη της αναδιάρθρωση και στο εκπαιδευτικό τοπίο. Φυσικά εν μέσω πανδημίας και περιστολής της λειτουργίας της Βουλής και των δημοκρατικών ελευθεριών, εισάγεται η αριστεία του χρήματος και η φοίτηση με όρους της αγοράς εντός των εκπαιδευτικών χώρων.Οφείλω να διευκρινίσω πως πρόβλημα κανένα δεν υπάρχει με την αγορά ως προς την ύπαρξή της και δραστηριοποίησή της γενικά. Τα προβλήματα ανακύπτουν στη δημιουργία εκπαιδευτικού δυναμικού δύο ταχυτήτων καθώς και στη νεφελώδη συμμετοχή της αγοράς στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Εδώ και καιρό, ποικίλες φωνές τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν συντεταγμένα την απαξίωση των ελληνικών Α.Ε.Ι. μέσα από την παρουσίαση μιας εικόνας εγκατάλειψης και ανομίας. Με αυτήν την τακτική μεθοδεύεται η εύνοια της κοινής γνώμης για την είσοδο του ιδιωτικού τομέα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η κριτική σε αυτό δεν αποτελεί προϊόν αριστερίστικων αντιλήψεων, αλλά πηγάζει από μία ειλικρινή ανησυχία για το κατά πόσο οι οικονομικές ανισότητες θα επηρεάσουν την κοινωνική κινητικότητα μέσω των σπουδών, ή το κατά πόσο πράγματι μία ιδιωτική επιχείρηση θα “βάλει τάξη” και θα λειτουργήσει με όρους δικαίου απέναντι στο σύνολο των μαθητών/φοιτητών.
Ακόμη, με δεδομένο το πρόσφατο παράδειγμα του ζητήματος των φοιτητικών δανείων στις Η.Π.Α., η ανησυχία εντείνεται. Το κορυφαίο οικονομικό πρόβλημα που απασχόλησε την οικονομική και πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών προ κορονοϊού ήταν η λεγόμενη φούσκα των φοιτητικών δανείων. Σύμφωνα με μελέτες η συγκεκριμένη φούσκα εκτειμείτο μεγαλύτερη και από εκείνη των στεγαστικών δανείων και των τιμών των ακινήτων η οποία οδήγησε σε κατάρρευση την παγκόσμια οικονομία το 2008. Επί της ουσίας λόγω του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου των δημοσίων πανεπιστημίων, η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών οδηγείται στα ιδιωτικά. Και δεδομένου του ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των μαθητών προέρχεται από οικογένειες με δυνατότητα κάλυψης των διδάκτρων, μεγάλοι όγκοι φοιτητών καταφεύγουν στην δανειοδότηση. Τα προς αποπληρωμή κεφάλαια όμως είναι ιδιαίτερα μεγάλα και ο “ζήλος” των τραπεζών στο κυνήγι της αποπληρωμής τους ακόμη μεγαλύτερος. Έτσι οι φοιτητές δυσκολευόμενοι να αποπληρώνουν τα χρέη αναγκάζονται να πιάσουν δουλειά προκειμένου να ξεχρεώσουν το δάνειο το οποίο έλαβαν για να σπουδάσουν! Δημιουργείται έτσι ένα εργατικό δυναμικό ανειδίκευτο και ταυτόχρονα ευάλωτο στις απαιτήσεις του εκάστοτε εργοδότη εξαιτίας της πίεσης του χρέους.
Η σύνδεση που γίνεται επομένως με την αγορά εργασίας προκύπτει αβίαστα. Η δημιουργία, μέσω του κυβερνητικού νομοσχεδίου, εκ νέου εξετασιοκεντρικών σχολείων καθώς και πανεπιστημίων των ελίτ, ανοίγουν τον δρόμο για τον εργασιακό Μεσαίωνα που προελαύνει. Οι όλο περισσότερες και δυσκολότερες εξετάσεις του σχολείου καθιστούν δύσκολη την εισαγωγή στα πανεπιστημιακά ιδρύματα τα οποία θα ορίζουν βάσεις της αρεσκειάς τους αλλά και ο τίτλος σπουδών τους θα εξισωθεί με αυτούς των κολλργίων. Μέσα από αυτές τις συνθήκες είναι δυστυχώς βέβαιο ότι θα προκύπτει μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων και ελλιπώς εκπαιδευμένων εργαζομένων πολλοί εκ των οποίων μάλιστα θα συνδέονται με σχέση εξάρτησης από τους εργοδότες τους πριν καλά καλά αποφοιτήσουν. Η τελευταία αυτή αναφορά έχει να κάνει με τον περίφημο ρόλο της τοπικής κοινότητας η οποία σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα μεσολαβεί και θα διαμορφώνει τις ειδικότητες που θα διδάσκονται στις κατά τόπους επαγγελματικές σχολές και τεχνικά Λύκεια.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση οι πολίτες και ιδιαίτερα εμείς οι νέοι οφείλουμε ως άμεσοι ενδιαφερόμενοι να αναμειχθούμε δραστικά. Οι φοιτητές πρέπει να αναζητήσουμε νέους και ανεξάρτητους τρόπους πολιτικής έκφρασης καθώς και να δημιουργήσουμε συλλογικά όργανα στη βάση των αναγκών και των διεκδικήσεών μας και όχι της κομματικής μας τοποθέτησης. Αναφορικά με τα “όπλα” της κατάληψης και της διαδήλωσης οφείλουμε να μην τα καταχρώμαστε ώστε αυτά να μην χάνουν την αξία τους. Πρέπει να αναζητούμε όχι μόνο τον γόνιμο διάλογο αλλά και τις πράξεις ουσίας για την επίλυση των προβλημάτων μας. Είναι χρέος μας να διεκδικήσουμε ένα σχολείο όχι αποκομμένο από την κοινωνική πραγματικότητα. Ένα σχολείο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες (νέες ταυτότητες φύλων, σεξουαλική παιδεία, προσφυγικό, παγκόσμια κοινωνία, νέες τεχνολογίες), και ταυτόχρονα θα προετοιμάζει κατάλληλα και ολοκληρωμένα τους μαθητές για την εισαγωγή τους στα Α.Ε.Ι. ή την αγορά εργασίας (Σ.Ε.Π., περιεχόμενο μαθημάτων επιστημονικό).
Η εποχή μετά την πανδημία-για την οποία όλοι αδημονούμε-αποτελεί ακόμη μία περίοδο μετάβασης. Περίοδος μεταβολών και εκ νέου ανοικοδόμησης των θεσμών πάνω στα νέα οικονομικά, υγειονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Σε αυτήν την νέα εποχή η κοινωνία των πολιτών αναμένεται να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Πολίτες κάθε ηλικίας καλούμαστε να αναλάβουμε δράση, να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Για να επιτύχουμε την ανοικοδόμηση ενός νέου και δίκαιου εκπαιδευτικού συστήματος που θα συμβαδίζει με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Για μία κοινωνία με εμάς στο επίκεντρο. Για να πάρουμε πίσω την Παιδεία μας.
@ Ο Νίκος Σιδερής – με καταγωγή από τη Νάξο και δη τον Κυνίδαρο και τη Κόρωνο – είναι πρωτοετής φοιτητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αρθρο στην ιστοσελίδα “Το κουτί της Πανδώρας”