Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μας ταξιδεύει στην Αμερική.. Μία χώρα όπου η βιτρίνα είναι πανέμορφη, ελκυστική, όμως το εσωτερικό εδώ και δεκαετίες είναι ένα καζάνι που βράζει .. Και τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου είναι απλά ένα αγκάθι στο πόδι ενός … ελέφαντα
Το πρώτο εξάμηνο του 1916, ο Λένιν, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την καπιταλιστική εξέλιξη, παρουσίασε το πολύ σημαντικό έργο του «Ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Εκεί ο μεγάλος αυτός θεωρητικός και επαναστάτης ανέλυσε τη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην ανώτερή του μορφή, τον ιμπεριαλισμό. Αυτή συνδέεται με την κυριαρχία των μονοπωλιακών τραστ στην παραγωγή, το «πάντρεμα» βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου, τον συνεχώς διευρυνόμενο ρόλο του χρηματιστηριακού κεφαλαίου με τις μετοχές και τις παρεκκλίσεις στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και τη διαρκή κινητικότητα του κεφαλαίου μέσω του εξαγωγικού εμπορίου. Πρόβλεψε δε ότι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι που θα ακολουθήσουν αφορούν κυρίως το μοίρασμα αγορών…
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο καπιταλισμός πλέον με τη νέα μορφή του εδραιώθηκε και εκτός από τους τεράστιους οργανισμούς εμφάνισε και κράτη με αυτήν τη φιλοσοφία και υπόσταση. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ υπήρξαν -μαζί με την ΕΣΣΔ- ο σημαντικότερος πυλώνας στην άσκηση πολιτικής με παγκόσμια επιρροή. Μετά την κατάρρευση, δε, των πρώην ανατολικών χωρών, ανέλαβαν σχεδόν μονοπωλιακά τα ηνία του σύγχρονου κόσμου. Είναι γεγονός ότι η όλη κατάσταση που διαμορφώθηκε υπήρξε η χαρά των πολυεθνικών κολοσσών.
Η οικονομική ισχύς της, η στρατιωτική υπεροπλία της έδωσαν τη δυνατότητα να θεωρείται το πολιτικό βαρόμετρο στον πλανήτη. Από την άλλη, τι συνέβαινε στους πολίτες της; Είχαν όντως ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, συνδυαζόμενο με την πρωτοφανή κυριαρχία της στον σύγχρονο κόσμο; Η απάντηση είναι «όχι». Για τους πολλούς, τουλάχιστον. Η αμερικανική Ιστορία μάς δείχνει ένα βαθύτατα διχασμένο κράτος, ένα κράτος με δύο αποκλίνουσες κατευθύνσεις στη συσκευασία του ενός. Από τη μια η πολύχρωμη, πολυφυλετική Αμερική και από την άλλη η ρατσιστική. Από τη μια η πολυπολιτισμική Αμερική και από την άλλη μια κοινωνία μολυσμένη με ό,τι ακραίο, μισαλλόδοξο και επικίνδυνο. Από τη μια ο Βορράς με την ανοχή στο διαφορετικό, με την επανάσταση για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και από την άλλη ο αντιδραστικός Νότος, με τον καθυστερημένο αγροτικό πληθυσμό και τους υπέρμαχους της λευκής φυλετικής ανωτερότητας.
Ποιος, ωστόσο, μπορεί να ξεχάσει τους αγώνες των εργατών του Σικάγο για να έχει σήμερα η ανθρωπότητα πράγματα που κάποτε έμοιαζαν αδιανόητα; Και όλα αυτά ύστερα από συγκρούσεις και αιματοχυσία, για να μην ξεχνιόμαστε. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τους αγώνες της κοινωνικής Αριστεράς για ισότητα όλων των ανθρώπων: λευκών, μαύρων, Ινδιάνων; Ποιος μπορεί να ξεχάσει το μεγάλο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ; Μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στα ρεύματα πολιτισμού που σημάδεψαν τον πλανήτη μας; Μουσική -ιδίως αυτή- κινηματογράφος, θέατρο, χορός, εικαστικές τέχνες. Σε όλα αυτά η Αμερική έπαιξε σημαντικό, κομβικό ρόλο. Στις επιστήμες; Γίνεται να ξεχάσουμε τη συμβολή της στην έρευνα, την ιατρική, την τεχνολογία, την πληροφορική;
Όμως, από την άλλη έχουμε τα γκέτο και ακόμη και σήμερα τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εκατομμύρια πολίτες -ιδίως Αφροαμερικανοί και Λατίνοι- δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Χωρίς δουλειά, δίχως πρόσβαση στις δομές υγείας, στερούνται ακόμη και της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Με όλα αυτά που βιώνουν καθημερινά, δεν πρέπει να απορούμε γιατί οδηγούνται στο δρόμο της παραβατικότητας, των ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος. Η δε Εκκλησία, μακριά από τις ανάγκες των απόκληρων, κάνει τις μπίζνες της με την κοσμική εξουσία. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η έλλειψη στοιχειώδους κοινωνικού κράτους δημιουργούν τεράστιες ανισότητες. Ο ρατσισμός, ο φασισμός και οι εγκληματικές παραστρατιωτικές ομάδες θεωρούνται φυσιολογικό γεγονός. Οι «Proud Boys» και η Κου Κλουξ Κλαν ουσιαστικά είναι νόμιμες οργανώσεις, παρά τη ρατσιστική ρητορική τους και την εγκληματική δράση τους. Τα γκέτο από τη μια για τους φτωχούς -κυρίως Αφροαμερικανούς- και η οπλοκατοχή από την άλλη είναι δύο χαρακτηριστικά ουσιαστικά αλληλένδετα.
Με τη γλώσσα των αριθμών
Ο νόμος του 1964 γνωστός ως Civil Rights διασφαλίζει ίσα δικαιώματα για όλους τους Αμερικανούς και απαγορεύει το φυλετικό διαχωρισμό. Παρ’ όλ’ αυτά, τίποτα δεν ισχύει στην πράξη. Τα τελευταία δέκα χρόνια το μέσο εισόδημα των Αφροαμερικανών στη χώρα ήταν 20%-25% χαμηλότερο από εκείνο των λευκών. Το 1935 εισήχθη η κοινωνική ασφάλιση στη χώρα. Αποκλείστηκαν όμως οι αγρότες, οι οικιακοί υπάλληλοι, οι μεροκαματιάρηδες, τομείς που ως επί το πλείστον εργάζονταν Αφροαμερικανοί.
Στο θέμα των ναρκωτικών ακολουθείται η ίδια ακριβώς πολιτική διαχωρισμού. Αδικήματα που συνδέονται με ναρκωτικά, τα οποία κάνουν χρήση κυρίως έγχρωμοι, τιμωρούνται πολύ πιο αυστηρά απ’ ό,τι περιπτώσεις με συνθετικά (designer drugs), τα οποία καταναλώνει η Γουόλ Στριτ. Η ίδια εικόνα εμφανίζεται στον τομέα της Υγείας. Το 11,5% των Αφροαμερικανών δεν διαθέτει ασφάλιση υγείας. Στους λευκούς, το ποσοστό ανέρχεται στο 7,5%. Στις μαύρες συνοικίες, οι υπηρεσίες υγείας είναι χειρότερες σε σχέση με αυτές των λευκών.
Η ποιότητα των σχολείων στις γειτονιές των περιθωριοποιημένων είναι αισθητά χειρότερη απ’ ό,τι στις γειτονιές των λευκών. Οι μαύροι ζουν σε συνοικίες με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση. Έχουν ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες να αγοράσουν υγιεινά τρόφιμα, με αποτέλεσμα να καταναλώνουν συχνά κατεψυγμένο fast food. Γι’ αυτό υποφέρουν συχνότερα από χρόνιες παθήσεις. Όπως είναι φυσικό, το προσδόκιμο ζωής τους είναι τέσσερα χρόνια χαμηλότερο σε σχέση με αυτό των λευκών. Στην Αμερική, η ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη έθεσε την οικονομία πάνω από την υγεία. Έτσι, καθημερινά πεθαίνουν 4.000 άτομα εξαιτίας του κορονοϊού και τα κρούσματα ανέρχονται συνολικά σε πάνω από 21 εκατομμύρια. Εννοείται ότι ο COVID-19 έπληξε περισσότερο τους μαύρους, δηλαδή τα εντελώς φτωχά και εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, απ’ ό,τι τους λευκούς.
Η αντιμετώπισή τους από την Αστυνομία δεν έχει προηγούμενο. Από το 1992 και τις ταραχές στο Λος Άντζελες μέχρι σήμερα αρκετοί Αφροαμερικανοί έχασαν τη ζωή τους, καθώς υπήρξαν θύματα αστυνομικής βίας. Οι «Black Lives Matter» υπήρξαν κάτι παραπάνω από ένα κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στη βία που ασκείται στις μειονότητες και αγκαλιάστηκαν από ένα μεγάλο τμήμα του λευκού πληθυσμού, των διανοούμενων, των ακτιβιστών και της αμερικανικής Αριστεράς.
Τα γεγονότα
Ειπώθηκε από πολλούς πόσο αντιδημοκρατικό είναι το εκλογικό σύστημα. Εκεί ο πρόεδρος δεν εκλέγεται μέσα από την καθολική ψηφοφορία, αλλά από τους αντιπροσώπους, τους εκλέκτορες. Κάθε υποψήφιος που κερδίζει μια πολιτεία, αυτομάτως όλοι οι εκλέκτορες γίνονται δικοί του! Κατάλοιπο από την εποχή του Εμφυλίου και αυτό. Τόσο δίκαιο και δημοκρατικό! Μπορεί να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος με λιγότερες ψήφους από τον αντίπαλό του, αν έχει περισσότερους εκλέκτορες διαθέσιμους. Έτσι εξελέγη ο Τραμπ την προηγούμενη φορά με αντίπαλο τη Χίλαρι Κλίντον.
Η άρχουσα τάξη ελέγχει απολύτως και τα δύο κόμματα: τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς. Οι Ρεπουμπλικάνοι αποτελούν ό,τι πιο ακραίο, συντηρητικό, ρατσιστικό και μισαλλόδοξο υπάρχει στη χώρα. Άτομα ακόμα και φτωχά αλλά πολιτικά καθυστερημένα αναπολούν μια Αμερική της καθαρότητας, του νόμου και της τάξης. Θεωρούν ότι είναι αντισυστημικοί και έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε έναν πολυεκατομμυριούχο: τον Ντόναλντ Τραμπ. Στις τελευταίες εκλογές τον ψήφισαν περίπου 75 εκατομμύρια άτομα. Από την άλλη, σε μια πολωτική κατάσταση που διαμορφώθηκε, τον Μπάιντεν ψήφισαν όσοι δεν ήθελαν τον Τραμπ. Έτσι ζήσαμε ένα σκηνικό, για το οποίο ο νυν πρόεδρος είχε ισχυριστεί πριν από την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας ότι επιχειρούν να του κλέψουν τη νίκη και το Σύμπαν συνωμοτεί εναντίον του.
Οι Δημοκρατικοί, μετά την επικράτησή τους, ελέγχουν πλέον και τα δύο σώματα: το Κογκρέσο και τη Γερουσία. Ωστόσο, παραμένουν ένα κόμμα της αστικής τάξης, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών κολοσσών. Αυτό που εξηγούσε ο Λένιν, για το μοίρασμα των αγορών και την επιθετικότητα που απορρέει απ’ αυτό, το ενστερνίζονται καλύτερα οι Δημοκρατικοί από τους Ρεπουμπλικάνους. Η εισβολή, όμως, στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση κεραυνός εν αιθρία. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους τζ., δήλωσε ότι «αυτά τα φαινόμενα τα συναντάμε σε κράτη-μπανανίες». Ακριβής δήλωση, η οποία ταυτοχρόνως αποδεικνύει το διχασμό που επικρατεί στους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων.
Παρ’ όλ’ αυτά, 50 εκατομμύρια υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τους έκλεψαν τη νίκη. Όσο σοκ όμως και αν μας προκάλεσαν οι εικόνες με τους γραφικούς και επικίνδυνους τύπους στο Καπιτώλιο, δεν θα έπρεπε, τελικά, να μας εκπλήσσουν. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεχειλώσει η αντίληψή μας σχετικά με το τι θεωρείται «πολιτική κανονικότητα». Οι κινητοποιήσεις φασιστικών συμμοριών, όπως και οι δολοφονίες αντιρατσιστών και διαδηλωτών υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης από ένοπλους αυτόκλητους τιμωρούς, έχουν γίνει κομμάτι αυτής της «νέας κανονικότητας». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι πέρυσι ένα τεράστιο κύμα υποστήριξης εκφράστηκε υπέρ του υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος, Μπέρνι Σάντερς.
Είχε ως σύνθημα την «πολιτική επανάσταση ενάντια στους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ και το κατεστημένο». Εκεί συσπειρώθηκαν εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαίοι, οι οποίο είχαν ενθουσιαστεί με αυτήν την εξέλιξη. Αυτό το κίνημα, σε συνδυασμό με την οργή ενάντια στις δολοφονίες μαύρων και το ρατσισμό της Αστυνομίας, το οποίο εκφράστηκε το καλοκαίρι με πάνω από 16 εκατομμύρια άτομα που συμμετείχαν σε δράσεις σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ, έδειξε τις τεράστιες δυνατότητες για μια αριστερή πολιτική δύναμη, η οποία θα αμφισβητούσε την ηγεμονία της άρχουσας τάξης.
Ο «σοσιαλιστής» Σάντερς δεν γινόταν να τραβήξει μπροστά και να βάλει στην πολιτική ατζέντα ζητήματα απαγορευμένα εδώ και δεκαετίες στη χώρα. Δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, ώστε να καταδειχθεί η αναγκαιότητα της εποχής. Οι εργαζόμενοι, οι αγωνιστές συνδικαλιστές, οι άνθρωποι των κινημάτων, όσοι και όσες κινητοποιήθηκαν γύρω από την εκστρατεία του Σάντερς και των Black Live Matters επιβάλλεται να προχωρήσουν στη δημιουργία μιας πλατιάς κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, με στόχο τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου πολιτικού φορέα που θα αμφισβητήσει τη Γουόλ Στριτ και το ίδιο το σύστημα. Αν δεν συμβεί αυτό, και μάλιστα τάχιστα, θα επακολουθήσουν τέτοια γεγονότα στην Αμερική που η εισβολή στο Καπιτώλιο θα μοιάζει με μια παρωνυχίδα, μια πράξη περισσότερο κωμική παρά τραγική….