Ο σκηνοθέτης Γιάννης Καρπούζης «κάνει διακοπές» με τον Φοίβο Δεληβοριά στα Κουφονήσια … .Στιγμές και διάλογοι
Τον περίμενα στο πεζούλι της ταβέρνας του λιμανιού (λεγόταν, νομίζω, «Το λιμάνι»). Είχε φτάσει μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε τόσο δυνατά, που το βαθύ μπλε του ουρανού είχε ξεθωριάσει. Γύρω μου πλήθος κόσμου: ταξιδιώτες φορτωμένοι για να φύγουν από το νησί και παραθεριστές με μαγιό, ψάθινες τσάντες και πετσέτες θαλάσσης που περίμεναν τις γκαζολίνες για Φοίνικα, Ιταλίδα και Πορί. Είχα φτάσει εδώ και λίγες ώρες από Πειραιά και από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν κι αυτός από Άνδρο. Τώρα, το τι έκανε εκεί και ποιους είδε δεν θυμάμαι να μου είπε, και έτσι δεν έμαθα για να το γράψω.
Έφτασε με το Super Ferry. Φορούσε ένα χίπικο φλοράλ πουκάμισο, στο κεφάλι είχε ένα καπέλο Παναμά και στην πλάτη το παραφουσκωμένο σακίδιο κάμπινγκ. Κιθάρα δεν είχε φέρει. Φόρεσα ένα ψάθινο καπέλο, πήρα το σακίδιό μου και τον συνάντησα στη μέση της προβλήτας. «Αρχηγέ μας», του είπα και με κατσάδιασε που τον φώναξα έτσι μέσα στον κόσμο, αλλά γρήγορα πήρε ένα ζεστό χαμόγελο και με αγκάλιασε. «Καλώς ήρθες», συνέχισα. «Πάμε γρήγορα να προλάβουμε τον Κάπτεν Πράσινο, φεύγει σε πέντε λεπτά για Κάτω Κουφονήσι». Ο Πράσινος με μια πειρατική μπαντάνα στο κεφάλι εξηγούσε κάτι σε δύο πενηντάρες σε σπαστά αγγλικά. Μάλλον τις έπεισε τελικά, αφού κι αυτές γεμάτες κέφι πήδησαν μαζί μας στο βαρκάκι.
Στη διαδρομή χαθήκαμε μέσα στη γαλαζοπράσινη απόχρωση που έχουν τα νερά μεταξύ Πάνω και Κάτω Κουφονησίου. Όσο κι αν έχω γυρίσει, δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή τη μαγική εικόνα. «Πανέμορφα νερά», του είπα. «Ναι, σαν από όνειρο», μου απάντησε. Ύστερα από δέκα λεπτά, είδαμε από την πλώρη τον λεπτό, πανύψηλο φοίνικα και πίσω την άγονη ερημιά του νησιού. Ο μπάτης που φύσαγε δυνατά μάς έβγαλε από το πλεούμενο και μας έριξε στην τσιμεντένια προβλήτα. Περάσαμε την ταβέρνα και πήγαμε στο Κτήμα, για να στήσουμε τις σκηνές μας. Το Κτήμα είναι ένας ερημότοπος με πέτρες, κόκκινο χώμα και άγριους θάμνους πάνω σε έναν παράκτιο λόφο με θέα τη θάλασσα.
Δεν το περίμενα τέλη καλοκαιριού να γίνεται τέτοιος χαμός από σκηνές και αυτοσχέδιες κατασκευές. Παρ’ όλα αυτά ο Φοίβος, ως βετεράνος κατασκηνωτής, δεν άργησε να βρει το κατάλληλο σημείο. «Να, εδώ», μου εξήγησε, «θα στήσουμε μπροστά από αυτούς τους θάμνους στα ανατολικά όπου βγαίνει ο ήλιος, ώστε να έχουμε ίσκιο και δροσιά το πρωί μέχρι τις έντεκα, το έδαφος είναι ομαλό και θα δέσουμε τις σκηνές σε αυτές τις κοτρόνες».
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Περπατήσαμε προς την ταβέρνα. Στο Κτήμα πηγαινοέρχονταν κορίτσια με παρεό και μια ουρά είχε σχηματιστεί έξω από κάποιες υποτυπώδεις ντουσιέρες που έσταζαν με δυσκολία λίγο αλμυρό νερό. Όλοι γύρω μας είχαν καεί από το αλάτι και τον ήλιο. Τα κορμιά είχαν μαυρίσει και σφίξει, τα καστανά μαλλιά είχαν ανοίξει, ενώ τα γένια των αγοριών είχαν μακρύνει για τα καλά. Όλα έμοιαζαν άγρια, πρωτόγονα και «φυσικά», εντός βέβαια του μεταφυσικού πλαισίου σκέψης μας, του πλαισίου της γλώσσας και της δομημένης ζωής όπου ζούμε, «για πάντα εξορισμένοι από τον κήπο της Εδέμ». Έτσι μου είπε μόλις καθίσαμε στην ταβέρνα του Βενετσάνου και παραγγείλαμε λευκό κρασί και παγάκια.
Η ταβέρνα του Βενετσάνου βρίσκεται σε ένα στενό καλντερίμι που βγάζει ευθεία στην αμμουδιά. Το σημείο είναι μοναδικό, γεμάτο με μισογκρεμισμένα ντάμια, κόκκινες πήλινες γλάστρες με γεράνια, πολύχρωμα κουμπιά από δίχτυα που πλέκονται με καραβόσκοινα, κρεμασμένα ξύλινα ψαράκια και άλλα στολίδια, χάντρες και ξεραμένες μεγάλες κολοκύθες. Διαβάσαμε λίγο μέχρι να χαθεί εντελώς το φως. Είχαμε φέρει μαζί μας κόμικς, ο Φοίβος τα «Νεανικά χρόνια» του Κόρτο Μαλτέζε και την «Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας» κι εγώ τα άπαντα του Μίλο Μανάρα. Είχε μαζί του και τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον, αλλά από τον ήλιο και την αλμύρα δεν κατάφερε να το τελειώσει όσο ήμασταν στα Κουφονήσια. Εγώ είχα φέρει την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ.
Νύχτωσε και η ταβέρνα είχε πλέον γεμίσει. Παραγγείλαμε γραβιέρα, πατάτες τηγανητές, μία χωριάτικη και κεφτεδάκια. Κουβεντιάζαμε ατελείωτα, αλλά δεν θυμάμαι πια για τι πράγμα. Καθώς στο Κάτω Κουφονήσι δεν έχει ηλεκτρισμό, η γεννήτρια παράγει ρεύμα μόνο για λίγες ώρες και το βράδυ, κάποια στιγμή, σταματάει. Κατά τα μεσάνυχτα το ρεύμα έπεσε και το σκοτάδι απλώθηκε παντού. Το μόνο φως ερχόταν από τα μαγεμένα αστέρια ενός κατασκότεινου ουρανού. Παρατήρησα τον γαλαξία μας και την Αφροδίτη που περνούσε από τον Σκορπιό στο ταξίδι της προς την ανατολή.
Παραδίπλα κάποιος είχε παρατήσει μια κιθάρα. «Σε παρακαλώ», του ζήτησα, «πες ένα τραγούδι». Δεν ήθελε με τίποτα, αφού ήμασταν διακοπές, αλλά με παρακάλια τον έπεισα. Για να με τιμωρήσει, όμως, με έβαλε να του παίξω κι εγώ ένα, παρόλο που δεν ξέρω μουσική. Εκείνος έπαιξε τον «Γλάρο». Εγώ το «Κλωτσοσκούφι». «Πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησα. «Βάζεις πολλή δραματικότητα», μου είπε. «Η ζωή μας είναι ήδη γεμάτη δράματα, καλύτερα να δίνεις στα πράγματα μια ερμηνεία πιο χιουμοριστική».
Την επόμενη μέρα ήπιαμε φραπέ στον αίθριο χώρο της ταβέρνας. Του έδειξα ένα κορίτσι που μου φάνηκε πως κάποτε είχαμε ξανασυναντηθεί: είχε σταρένιο δέρμα, ανοιχτά μάτια και ίσια καστανόξανθα μαλλιά που είχαν σγουρύνει από το αλάτι. Φόραγε ένα ολόσωμο πολύχρωμο μαγιό και ήταν τυλιγμένη με ένα λευκό παρεό. Στα πόδια είχε λευκά σανδάλια Μπίρκενστοκ και στον λαιμό περασμένες κάποιες γαλάζιες χάντρες. Διάβαζε το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Και ο Φοίβος τη βρήκε πολύ γλυκιά. Μάθαμε ότι την έλεγαν Αριάδνη και τον χειμώνα ζούσε στη Γενεύη. Χρόνια μετά, μου είπε πως το μελαγχολικό της βλέμμα ανάμεσα στις πυρωμένες από τον ήλιο ξερολιθιές, τον ενέπνευσε να γράψει την μπαλάντα «Καλοκαίρι δίχως φιλί».
Κατά τη μία πήγαμε για κολύμβηση στην εξωτική παραλία Λάκκοι. Αν πάντως υπήρχε η «παραλία του Παραδείσου», αυτή πρέπει να ήταν. Καθίσαμε στην αριστερή μεριά, όπου η γη στένευε και οι μεγάλοι βράχοι από πάνω έριχναν σκιά. Η ζέστη αφόρητη, χαζέψαμε λίγο τον κόσμο γύρω και πέσαμε στα παγωμένα νερά. Ήταν σαν να λυτρωθήκαμε από όλα τα βάρη της γης και της ύλης. Κολυμπήσαμε βαθιά και φτάσαμε έξω από τον κόλπο, όπου ατενίσαμε το Κουφονήσι πέρα ως πέρα και το ανοιχτό πέλαγος. Ένα μεγάλο επιβατηγό καράβι απομακρυνόταν προς τον ορίζοντα.
Βγήκαμε έξω, αλλά το μέρος όπου είχαμε αφήσει τα πράγματά μας το είχε πια σκεπάσει η θάλασσα. Κάθε μέρα την ίδια ώρα περνάει το πλοίο της γραμμής και η θάλασσα φουσκώνει για ώρες και διεκδικεί όλο το αριστερό μέρος της στεριάς, μας είπε κάποιος δίπλα. Τον ρώτησα αν είδε τα πράγματά μας. Ήταν μια παρέα εκεί η οποία μάζεψε ό,τι υπήρχε και τράβηξαν για τη Χαβάη, μια άλλη παραλία στο Κάτω Κουφονήσι, μας εξήγησε.
Ξεκινήσαμε για Χαβάη. Το τι άκουσα στον δρόμο δεν περιγράφεται. Ο Φοίβος φύλαγε ένα χειρόγραφο μέσα στο βιβλίο του Μίλτον και φοβόταν μην έχει χαθεί. Εγώ πάλι ανησυχούσα για κινητό, χρήματα και ταυτότητα. «Εντάξει, ας χάθηκαν οι στίχοι, θα γράψεις άλλους. Ζωή να έχουμε, έχεις τόση έμπνευση που φτάνει για χίλια τραγούδια ακόμα», ακούστηκε το κομπλιμέντο μου, προσπαθώντας να τον εξευμενίσω. «Δεν καταλαβαίνεις», μου λέει, «δεν είχα στίχους στο χειρόγραφο· το χειρόγραφο αυτό είναι ένα κλειδί». Τον βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, σκέφτηκα και δεν είπα τίποτα. Μετά από περπάτημα φτάσαμε στη Χαβάη. Μάλλον δεν υπολόγισα σωστά τον χρόνο ή δεν θυμάμαι καλά κάτι, αλλά είχε πια αρχίσει να νυχτώνει.
Από ψηλά είδαμε δύο παρέες που είχαν ξεκινήσει να ανάβουν φωτιές με θαμνόξυλα. Πήγαμε στην πρώτη, ήταν κάτι γυμνοί ηλιοκαμένοι τζιβάτοι και δύο όμορφες αρχιτεκτόνισσες, η Δάφνη και η Δανάη νομίζω, που φόραγαν μόνο κάτι ολόχρυσα κοσμήματα στα χέρια και στον λαιμό. Από το βλέμμα τους κατάλαβα ότι μας αναγνώρισαν. Θα ξέρουν τον Φοίβο, σκέφτηκα. Αντ’ αυτού μας ρώτησαν με χαμόγελα: «Πάλι εσείς εδώ; Δεν έχουμε τα πράγματά σας», είπε η Δάφνη (ή η Δανάη). «Πάλι εμείς; Δεν καταλαβαίνω», απάντησα. «Ρε Γιάννη, κάθε φορά το ίδιο αστείο», μου αντέτεινε παιχνιδιάρικα η κοπέλα λύνοντας την αλογοουρά και τινάζοντας το κεφάλι και τα μαλλιά της. «Τα έχει η άλλη παρέα, εκεί απέναντι, κάτω από το μεγάλο αλμυρίκι κοντά στη θάλασσα». «Έχουμε γνωριστεί, παιδιά, συγγνώμη, μα δεν θυμάμαι», είπα αναστατωμένος από έξαψη και φόβο ταυτόχρονα. Τότε ο Φοίβος με κοίταξε σοβαρά για πρώτη φορά, σαν κάτι να συνέβαινε. Σήκωσα το βλέμμα και κατάλαβα ότι η Αφροδίτη ανέτειλε ανάποδα, από τη Δύση. Ο Φοίβος συνέχισε να με κοιτάζει σοβαρά και λυπημένα.
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr